Οι αιτιάσεις για αυθαίρετη αστυνομική βία δεν είναι καινούριες. Πολλοί άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες μετά τη σύλληψή τους ή στη διάρκεια αστυνομικών επιχειρήσεων. Η πιο γνωστή περίπτωση ήταν εκείνη του Οούρι Τζαλόχ από τη Σιέρα Λεόνε, ο οποίος είχε ζητήσει άσυλο στη Γερμανία.
Το πτώμα του βρέθηκε απανθρακωμένο σε αστυνομικό τμήμα της πόλης Ντέσαου στην Ανατολική Γερμανία το 2005.
Η γερμανική δικαιοσύνη δεν έχει διαλευκάνει ακόμη την υπόθεση. Άλλος μετανάστης από το Καμερούν πέθανε το 2001 στο Αμβούργο μετά από αναγκαστική λήψη εμετικών φαρμάκων.
Το 2016 αστυνομικοί πυροβόλησαν και σκότωσαν στο Βερολίνο τον Ιρακινό Χουσάμ Χουσείν, θεωρώντας ότι ήταν οπλισμένος ενώ οι ίδιοι βρίσκονταν σε αυτοάμυνα, κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια.
Η Σίλβια Νάντσα, μέλος του γερμανικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), είναι η πρώτη «Αφρογερμανίδα» δημοτική σύμβουλος της Γερμανίας στην πόλη Φράιμπουργκ και έχει ιδρύσει το African Network of Germany (TANG).
Η ίδια πιστεύει ότι το πρόβλημα για τους μαύρους στη Γερμανία αρχίζει από τους αστυνομικούς ελέγχους. «Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποί μας υφίστανται πολύ πιο συχνά αστυνομικό έλεγχο» λέει η Σίλβια Νάντσα.
«Παράδειγμα: ένας συνάδελφος καθόταν στο τρένο, σε ένα βαγόνι με περισσότερα από εκατό άτομα. Περνάει η αστυνομία, του ζητάει ταυτότητα. Εκείνος ρωτάει: Γιατί ελέγχετε μόνο εμένα σε ολόκληρο το βαγόνι; Του απαντούν ότι πρόκειται για δειγματοληπτικό έλεγχο.
Ναι, τους λέει, αλλά γιατί έχετε επιλέξει μόνο εμένα για δειγματοληπτικό έλεγχο; Μήπως γιατί έχω διαφορετική εμφάνιση; Τέτοια περιστατικά συμβαίνουν κάθε μέρα».
Μεμονωμένα περιστατικά ή μέρος του «συστήματος»;
Η ίδια η αστυνομία δεν καταγράφει περιστατικά αυθαίρετης αστυνομικής βίας. Ο Σεμπάστιαν Μπίκεριχ, εκπρόσωπος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για την καταπολέμηση των διακρίσεων, επισημαίνει σε γραπτό σχόλιο, μέσω e-mail, ότι «δυστυχώς στη Γερμανία δεν υπάρχει συστηματική καταγραφή του racial profiling, ούτε σαφής περιγραφή των αρμοδιοτήτων και των δυνατοτήτων για υποβολή παραπόνων».
Η λειτουργία της αστυνομίας υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατιδίων, στην οποία δεν εμπλέκεται η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Προ ημερών πάντως η τοπική κυβέρνηση του Βερολίνου ψήφισε νόμο, με τον οποίο δίνεται η δυνατότητα στους πολίτες να προσφύγουν στη δικαιοσύνη σε περίπτωση αστυνομικής αυθαιρεσίας, διεκδικώντας μάλιστα αποζημιώσεις.
Ο νέος νόμος προκάλεσε την έντονη αντίδραση συντηρητικών πολιτικών, αλλά και της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων (GdP).
Ο Τόμας Μπλένκε, στέλεχος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, υποστηρίζει ότι ένας τέτοιος νόμος στιγματίζει ως συλλήβδην υπόπτους όλους τους αστυνομικούς, αλλά και εν γένει τους κρατικούς λειτουργούς.
Από την πλευρά του ο Ράφαελ Μπερ, πρώην αστυνομικός και σήμερα διδάσκων στην Αστυνομική Ακαδημία του Αμβούργου, υποστηρίζει ότι το επιχείρημα περί μεμονωμένων περιστατικών δεν φαίνεται να ευσταθεί.
«Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει θεσμικός ρατσισμός στη γερμανική αστυνομία», λέει ο ίδιος. «Θα έλεγα ωστόσο ότι υπάρχουν συγκεκριμένες δομές και θεσμικά εμπόδια, που δεν αποτρέπουν τον ρατσισμό».
Ελάχιστες δυνατότητες υποβολής παραπόνων
Το υπουργείο Εσωτερικών επισημαίνει ότι η νομοθεσία δίνει στους ενδιαφερόμενους το δικαίωμα να διαμαρτυρηθούν για τη συμπεριφορά της αστυνομίας.
Ωστόσο ο Ταχίρ Ντελά, εκπρόσωπος πρωτοβουλίας για τα δικαιώματα των μαύρων στη Γερμανία, υποστηρίζει ότι «χρειάζονται κατάλληλα νομικά εργαλεία και διαδικασίες, που θα επιτρέψουν να καταγράφονται παράπονα και καταγγελίες, ώστε να δίνεται μία απάντηση και να υπάρχουν συνέπειες για τους υπεύθυνους. Σήμερά, αν θέλεις να προχωρήσεις σε διαμαρτυρία κατά της αστυνομίας, θα πρέπει να απευθυνθείς στην ίδια την αστυνομία…»
Για τη Σίλβια Νάντσα ο ρατσισμός δεν είναι κάτι που αφορά ειδικά την αστυνομία, αλλά αποτελεί ιδιαίτερη έκφανση ενός ευρύτερου κοινωνικού προβλήματος. «Έχουμε μία δεύτερη γενιά αλλοδαπών στη Γερμανία», επισημαίνει. «Αυτοί οι άνθρωποι μεγάλωσαν εδώ, είναι Γερμανοί, άλλη πατρίδα δεν έχουν. Γι’ αυτό θέλουν και να αναγνωριστούν ως ένα κομμάτι αυτής της χώρας…»