Η περίπτωση του γερμανικού τεχνολογικού και χρηματοπιστωτικού κολοσσού Wirecard δεν είναι απλά το μεγαλύτερο “οικονομικό σκάνδαλο” των τελευταίων δεκαετιών στην Γερμανία. Δεν είναι μια υπόθεση απάτης που ξέφυγε από τους ελεγκτικούς και εποπτικούς μηχανισμούς του γερμανικού χρηματοπιστωτικού τομέα. Είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο του αιώνα στην Ευρώπη με την σημερινά δεδομένα και χωρίς να έχουν αποκαλυφθεί ακόμα οι λεπτομέρειες των πρακτικών και των συναλλαγών στις περισσότερες από τις ασιατικές θυγατρικές, όπου και εντοπίστηκε αρχικά το “λογιστικό πρόβλημα” της Wirecard.
Η σπουδή της νέας διοίκησης να υποβάλλει αίτημα πτώχευσης σε δικαστήριο του Μονάχου, η ασυνήθιστη επιλογή των δανειστών και ομολογιούχων (ανάμεσα τους και 15 γερμανικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς τράπεζες) να προτιμήσουν την πτώχευση και την ειδική εκκαθάριση της εταιρείας από την αναδιάρθρωση και τον διακανονισμό των δανείων και η εκκωφαντική σιωπή (υπό τον κίνδυνο αυτο-ενοχοποίησης) δεκάδων υψηλόβαθμων στελεχών της εταιρείας δείχνει ενοχή και αποδοχή παραποίησης λογιστικών εγγράφων, ισολογισμών, πλαστογράφησης κατά συρροή και συστηματικής εξαπάτησης επενδυτών, δανειστών και πελατών.
Με τα σημερινά δεδομένα το “άνοιγμα” της Wirecard υπολογίζονται σε 3,4 δισεκατομμύρια ευρώ (“χαμένα έσοδα” από ανύπαρκτες συναλλαγές και μη εξυπηρετούμενα δάνεια). Όμως, αυτά αφορούν μόνο σε μια μικρή περίοδο 18 μηνών και μια λογιστική χρήση (2019) που δεν έχει ακόμα κλείσει λόγω ερευνών από εισαγγελικές, εποπτικές και ελεγκτικές αρχές.
Αν αναλογιστεί όμως ότι υπήρχαν καταγγελίες πρώην εργαζομένων από το 2016 και δημοσιεύματα βρετανικών, αμερικανικών και ασιατικών εφημερίδων από τις αρχές του 2019, είναι προφανές πως ο “κύκλος των ερευνών” θα επεκταθεί και για την περίοδο 2016-2018.
Μέσα σε αυτό το κρίσιμο χρονικό διάστημα η Wirecard ξεπέρασε σε τζίρο το 2 δισ.ευρώ και τα περιουσιακά της στοιχεία έφθασαν σχεδόν τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ. Μέσα σε μια τετραετία η γερμανική εταιρεία αύξησε τις πωλήσεις από τα 770 εκατομμύρια ευρώ στα 2,016 δισ.ευρώ ενώτα περιουσιακά της στοιχεία απογειώθηκαν από τα 2 δισ.ευρώ στα 5,85 δισ.ευρώ.
Στο ίδιο διάστημα απέκτησε περισσότερες από 30 θυγατρικές- οι περισσότερες στην Ασία – σε χώρες που φαινομενικά δεν υπήρχε λόγος να έχει πάνω από μια θυγατρική (π.χ. Μαλαισία) ή δεν είχαν καν επίσημη παρουσία και απέκτησε αναρίθμητους τραπεζικούς λογαριασμούς σε τρίτες χώρες για να καλύπτει τις δραστηριότητες άλλων χωρών.
Κι αν για την Κίνα υπήρχε η δικαιολογία της λογοκρισίας και του ασφυκτικού κρατικού ελέγχου από τις τοπικές αρχές, σε άλλες χώρες (π.χ. Φιλιππίνες) δεν υπήρχε καμία λογική εξήγηση για τις επιλογές της διοίκησης της Wirecard.
Με αυτό τον τρόπο βρέθηκε στις αρχές του έτους ένα “εικονικό πλεόνασμα” 2,1 δισ. δολαρίων, ένας τουλάχιστον ανύπαρκτος λογαριασμός με 1 δισ. δολλάρια που δεν είχαν προκύψει από καμία επιχειρηματική δραστηριότητα και πολλές – για την ακρίβεια χιλιάδες- συναλλαγές με εταιρείες που ουδείς ακόμα γνωρίζει αν είναι υπαρκτές, “εικονικές” ή “εταιρείες-βιτρίνα” για τις… βρώμικες δουλειές της προηγούμενης διοίκησης.
Οι ίδιοι αναλυτές που επί μια δεκαετία άφηναν υπόνοιες για την αλματώδη ανάπτυξη της εταιρείας και τους αριθμούς που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα της αγοράς πολλών ασιατικών αγορών, σήμερα εκτιμούν πως το…μαγικό άλμα της τελευταίας 5ετίας (ενδεχομένως και δεκαετίες, αν συμπεριληφθούν και οι δεκάδες εξαγορές) είναι γεμάτο σκιές, αμφιβολίες και πολλές ανορθόδοξες αποφάσεις. Με τις πιο συγκρατημένες εκτιμήσεις των αναλυτών – των ίδιων που βρέθηκαν στο στόχαστρο της διοίκησης της Wirecard, των γερμανικών δικαστηρίων και των εποπτικών αρχών της Γερμανίας! – το πραγματικό “άνοιγμα” του πρώην… κοσμήματος του Χρηματιστηρίου DAX της Φρανκφούρτης ενδεχομένως να ξεπερνάει τα 7,2 δισ.ευρώ!
Ποσό εξωπραγματικά ακόμα και για τα γερμανικά χρηματιστηριακά δεδομένα.
Αλλά και αυτό μπορεί να είναι μικρό αφού δεν έχει ξεκινήσει ακόμα η έρευνα στις περισσότερες θυγατρικές της Wirecard στο εξωτερικό και ουδείς γνωρίζει με σιγουριά τα χρέη, τα δάνεια και τα “ανοίγματα” από ανύπαρκτες συναλλαγές και πλαστογραφημένες αποδείξεις καταθέσεων.
Όλα αυτά θα είχαν αποκαλυφθεί πολύ νωρίτερα και η Wirecard να μην είχε φθάσει στα όρια της χρεωκοπίας αν δεν υπήρχε μια πρωτοφανής προσπάθεια των εποπτικών αρχών να προστατεύσουν “το καμάρι της γερμανικής τεχνολογίας του χρηματοπιστωτικού τομέα” . Η γερμανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (BaFin) της Γερμανίας παρά τις καταγγελίες από έναν τουλάχιστον πρώην υπάλληλο της Wirecard, δυο Βρετανούς δημοσιογράφους και τις προειδοποιήσεις των τελευταίων μηνών από άλλες ρυθμιστικές αρχές (Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ, Ντουμπάι) όχι απλά δεν προχώρησε σε ελέγχους αλλά αντίθετα κινήθηκε προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: απαγόρευσε προσωρινά το short selling μετοχών της Wirecard και άνοιξε έρευνα κατά των δημοσιογράφων των Financial Times, που προωθήθηκε στις εισαγγελικές αρχές για την ποινική τους δίωξη!
Ακόμα και όταν η διεθνής ελεγκτικός οίκος της KPMG εντόπισε αποδεικτικά στοιχεία (πλαστογραφημένα αρχεία, παραστατικά και έγγραφα) σε μια από τις θυγατρικές της, η γερμανική Επιτροπή Κεφαλαιαγορά συνέχισε να προστατεύει ως “κόρη οφθαλμού” την Wirecard (αν δεν συγκάλυπτε κιόλας) και να αποδέχεται απαντήσεις της διοίκησης περί “εξαφάνισης δισεκατομμυρίων σε τράπεζες στις Φιλιππίνες”. Μια δικαιολογία αστεία ακόμα και για πρωτοετής φοιτητές οικονομικών σπουδών.
Ακόμη και όταν τελικά η εταιρεία παραδέχθηκε ότι δεν μπορούσε να… εντοπίσει τα 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ (2,1 δισεκατομμύρια δολάρια) μετρητών, η γερμανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθυστέρησε – σχεδόν εσκεμμένα- να λάβει μέτρα ισάξια της σοβαρότητας της κατάστασης.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως χθες η Κομισιόν (σε συνέχεια των δηλώσεων του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπεύθυνου για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, Βάλντις Ντομπρόβσκις) επιβεβαίωσε ότι θα γίνει έρευνα για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το “θέμα” η γερμανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (BaFin).
Κι όμως ακόμα και μετά από τόσες καταγγελίες και τόσο έντονη κριτική, η κυβέρνηση της Γερμανίας σχεδόν ψελλίζοντας ανακοίνωσε πως υπάρχουν σκέψεις για την επανεξέταση της δομής των ρυθμιστικών αρχών της χώρας. Δηλαδή, τις ίδιες αρχές που πριν από μια εβδομάδα εγκωμίαζε το Υπουργείο Οικονομικών και οι βουλευτές των δυο μεγάλων κομμάτων επειδή “οι εποπτικοί μηχανισμοί δούλεψαν πολύ σκληρά και έκαναν τη δουλειά τους” !
Αν το ίδιο συνέβαινε στην Ισπανία, την Ιταλία ή την Ελλάδα, η κυβέρνηση της Γερμανίας θα δεχόταν τις ίδιες δικαιολογίες; Θα έδειχνε την ίδια κατανόηση για τις ενέργειες των ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών; Ή θα απαιτούσε εδώ και τώρα ριζικές αλλαγές, διαρρέοντας και στην φίλα προσκείμενη εφημερίδα-φυλλάδα “Bild” πληροφορίες για τους “τεμπέληδες του νότου” που “καταχράστηκαν τα χρήματα των σκληρά εργαζομένων στην Ευρώπη και την Ασία”;
Αν δεν είναι αυτό υποκρισία, τότε τι είναι;