Το 2019 η γερμανική ατμομηχανή πάτησε φρένο το 2019, με το ΑΕΠ να αυξάνεται μόλις κατά 0,6%, εξαιτίας του Brexit και της αντιπαράθεσης στο παγκόσμιο εμπόριο, σε μια εξέλιξη που φαίνεται να σηματοδοτεί τον επίλογο της χρυσής δεκαετίας δυναμικών ρυθμών ανάπτυξης.
Το 2018 η γερμανική οικονομία -η μεγαλύτερη της Ευρώπης είχε αναπτυχθεί με ρυθμούς 1,5% και το 2017 κατά 2,5%.
Τα απογοητευτικά στοιχεία για το ΑΕΠ ανακοινώνονται λίγες ημέρες μετά τα στοιχεία για το πλέονασμα-ρεκόρ 13,5 δισ. ευρώ που εμφάνισε ο γερμανικός προϋπολογισμός, γεγονός που ενίσχυσε τις φωνές όσων υποστηρίζουν πως η Γερμανία πρέπει να αυξήσει τις δαπάνες.
Πτωτικά και η μεταποίηση
Τα κακά μαντάτα δεν έχουν τέλος για τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία. Οι βιομηχανικές παραγγελίες στη Γερμανία μειώθηκαν απρόσμενα τον Νοέμβριο του 2019 λόγω της ασθενούς ζήτησης από το εξωτερικό και της έλλειψης μεγάλων συμβολαίων, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοινώθηκαν, γεγονός που υποδηλώνει ότι η κάμψη που σημειώνεται στη μεταποίηση θα συνεχίσει να περιορίζει την ανάπτυξη στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία.
Οι γερμανικές μεταποιητικές εταιρίες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές πασχίζουν να αντιμετωπίσουν την αναιμική ζήτηση από το εξωτερικό καθώς και την αβεβαιότητα μεταξύ των επιχειρήσεων που συνδέεται με τις εμπορικές διαμάχες και την απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Συνεχίζονται οι δυσκολίες στη μεταποίηση», δήλωσε ο Τόμας Γκίτζελ, οικονομολόγος της VP Bank, σημειώνοντας ότι η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν τώρα θέτει επιπλέον κίνδυνο για τις επιχειρήσεις.
Ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς δήλωσε σε δημοσιογράφους στο Βερολίνο ότι η κατάσταση στη Μέση Ανατολή έχει γίνει «πολύ επικίνδυνη». Πρόσθεσε ότι δεν αναμένει σημαντικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη, διότι η εγχώρια οικονομία της Γερμανίας παραμένει σταθερή και υπάρχουν ενδείξεις ότι η σινοαμερικανική εμπορική διαμάχη αποκλιμακώνεται.
Τα συμβόλαια για γερμανικά προϊόντα μειώθηκαν κατά 1,3% από τον προηγούμενο μήνα, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη πτώση από τον Ιούλιο, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας. Αναλυτές σε έρευνα του Reuters ανέμεναν αύξηση 0,3%.
Η ζήτηση από άλλες χώρες μειώθηκε κατά 3,1%, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη μείωση από τον Φεβρουάριο. Οι παραγγελίες από εγχώριους πελάτες αυξήθηκαν κατά 1,6%
Σε κρίση και ο τραπεζικός κλάδος
Αλλά και οι γερμανικές τράπεζες παραμένουν γίγαντες με πήλινα πόδια, έτοιμοι να γκρεμιστούν στο πρώτο χαοτικό πέταγμα της πεταλούδας. Τα μηνύματα που εκπέμπει τους τελευταίους μήνες ο γερμανικός τραπεζικός κλάδος είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά.
Προσφάτως και στο πλαίσιο μέτρων για την περιστολή του κόστους η δεύτερη σε μέγεθος τράπεζα της Γερμανίας Commerzbank ανακοίνωσε την κατάργηση 4.300 θέσεων εργασίας αλλά και το κλείσιμο 200 υποκαταστημάτων της. 18.000 θέσεις κινδυνεύουν την ίδια ώρα στην Deutsche Bank και άλλες 400 στη θυγατρική των ταμιευτηρίων Sparkasse, Dekabank.
Το ερώτημα που κυριαρχεί στον γερμανικό τραπεζικό τομέα είναι πώς θα επιβιώσουν οι τράπεζες με τη συνεχιζόμενη πολιτική των χαμηλών επιτοκίων.
Ακόμα και ο Ράιμουντ Ρέσελερ, εκτελεστικός διευθυντής της γερμανικής αρχής τραπεζικής εποπτείας Bafin έκανε πρόσφατα λόγο για την «καταστροφική επίδραση» των μηδενικών επιτοκίων, προειδοποιώντας ότι «σύντομα οι τράπεζες θα ζουν μόνο από τα περιουσιακά τους στοιχεία και αργά ή γρήγορα θα απειληθούν με λουκέτο».
Ακόμα πιο απαισιόδοξα βλέπει την κατάσταση τραπεζίτης στη Φρανκφούρτη, εκτιμώντας ότι «αν δεν τελειώσει η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων σε πέντε χρόνια θα καταρρεύσουμε».
Υπό αυτές τις συνθήκες οι οίκοι αξιολόγησης χτυπούν καμπανάκι για τις προοπτικές του τραπεζικού κλάδου. Πρόσφατα η Μood’ys υποβάθμισε την προοπτική των γερμανικών τραπεζών σε «αρνητική» από «σταθερή», επικαλούμενος τη διαρκή μείωση της κερδοφορίας τους και της συνολικής φερεγγυότητάς τους σε ένα περιβάλλον ιστορικά χαμηλών επιτοκίων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Moody’s, η ήδη τρωθείσα κερδοφορία των γερμανικών τραπεζών θα περιοριστεί περαιτέρω μέσα στους επόμενους 12 με 18 μήνες, καθώς μειώνονται διαρκώς τα έσοδά τους από τους τόκους. Υπογράμμισε ειδικότερα ότι όσες παραδοσιακές τράπεζες χρηματοδοτούνται από τις καταθέσεις θα αγωνίζονται να υπερκαλύψουν το κόστος λειτουργίας τους και να παρουσιάσουν κέρδη εφόσον μειώνονται διαρκώς τα επιτόκια «ακόμη κι αν είναι πολύ χαμηλές οι προβλέψεις για ζημίες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια».
Τονίζει επιπλέον ότι το πλήγμα θα είναι ισχυρότερο για τα μικρότερα ταμιευτήρια της Γερμανίας. Επισημαίνει, πάντως, και τις θετικές παρενέργειες των χαμηλών επιτοκίων όπως το ότι οι δανειολήπτες θα αποπληρώνουν ευκολότερα τα δάνειά τους, δεδομένου ότι συνηγορούν και η αυξημένη απασχόληση στη Γερμανία και η αύξηση της εγχώριας ζήτησης.