13 Ιανουαρίου 1822: Η A’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου καθιερώνει τη γαλανόλευκη ως επίσημο σύμβολο του επαναστατημένου γένους των Ελλήνων
Σαν σήμερα, στις 13 Ιανουαρίου του 1822, η ελληνική σημαία καθιερώθηκε ως σύμβολο του γένους κατά τις εργασίες της Α’ Εθνοσυνέλευσης που έλαβε χώρα στην Επίδαυρο.
Η Α’ Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου ή Πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821 – 16 Ιανουαρίου 1822) ήταν η πρώτη συνέλευση νομοθετικού σώματος του νέου Ελληνικού κράτους. Συνήθως αναφέρεται και ως Α’ Συνέλευση Επιδαύρου ή ως Α’ Εθνοσυνέλευση.
Σημειωτέον ότι το πρώτο έτος της Ελληνικής Επανάστασης δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση και το κάθε στρατιωτικό σώμα έφερε τη δική του σημαία.
Οι επαναστατικές σημαίες είτε ήταν τρίχρωμες (άσπρο-μαύρο-κόκκινο) με τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας (όπως π.χ. τον αναγεννώμενο φοίνικα ή άγκυρα κ.ά.), τα οποία είχαν όλες οι σημαίες των νησιών, είτε ακολουθούσαν τα μπαϊράκια και τα φλάμπουρα των αρματολών φέροντας σταυρό μαζί με αγίους ή τον αητό, ενώ πολλά χωριά εξεγέρθηκαν υπό το λάβαρο της εκκλησίας της ενορίας τους.
Το 1822 πραγματοποιήθηκε η Α´ Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο, η οποία ψήφισε το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, το πρώτο ελληνικό σύνταγμα.
Στις παραγράφους ρδ’ και ρε’ του Προσωρινού Πολιτεύματος συναντάται η πρώτη απόφαση για τη μορφή της ελληνικής σημαίας, με την οποία καθιερώθηκαν το κυανό και το λευκό ως χρώματα της σημαίας και ανατέθηκε στο Εκτελεστικό Σώμα να προσδιορίσει τη μορφή της.
Σύμφωνα με μια θεωρία θέλησαν να αποφύγουν το κόκκινο και το πράσινο, χρώματα δηλαδή που συνδέονταν με την ισλαμική Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με άλλη θεωρία, η επιλογή των χρωμάτων έγιναν για να συμβολίζει το γαλάζιο της θάλασσας του Αιγαίου και το λευκό των κυμάτων.
Η πιο διαδεδομένη θεωρία για το πλήθος των λωρίδων, είναι ότι συμβολίζουν τις συλλαβές της φράσης «ελευθερία ή θάνατος», οι πέντε κυανές τις συλλαβές «Ε-λευ-θε-ρί-α» και οι τέσσερις λευκές «ή θά-να-τος».
Οι θεωρίες για την επιλογή των χρωμάτων και το συμβολισμό των λωρίδων κρίνονται συχνά ως λαϊκοί θρύλοι. Ωστόσο, πολλές από τις σημαίες της επανάστασης έφεραν μία από τις φράσεις «Ελευθερία ή Θάνατος», «Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ», ή «ΝΙΚΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ».
Στις 15 Μαρτίου 1822 εκδόθηκε η απόφαση 540 του εκτελεστικού, υπογεγραμμένη από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του. Το διάταγμα όριζε για τις σημαίες ότι:
α) των μεν κατά γην δυνάμεων η σημαία, σχήματος τετραγώνου, θα είχεν εμβαδόν κυανούν, το οποίο θα διηρείτο εις τέσσαρα ίσα τμήματα από άκρων έως άκρων του εμβαδού
β) η δε κατά θάλασσαν σημαία θα ήτο διττή’ μία διά τα πολεμικά και άλλη διά τα εμπορικά πλοία. Και της μεν διά τα πολεμικά πλοία το εμβαδόν θα διηρείτο ες εννέα οριζόντια παραλληλόγραμμα, παραμειβομένων εις αυτά των χρωμάτων λευκού και κυανού’ εις την άνω δε προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο τετράγωνον κυανόχρουν, διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού λευκοχρόου. Της δε διά τα εμπορικά πλοία διωρισμένης το εμβαδό θα ήτο κυανούν’ εις την άνω προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο ωσαύτως τετράγωνον λευκόχρουν και διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού κυανοχρόου.
Σύμφωνα με κείμενο στο ιστορικό αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών υπ’ αριθμόν 8711, η πρώτη σημαία που υψώθηκε στα Καλάβρυτα:
…έφερεν άνωθεν σταυρόν, με γραμμάς κάτωθεν αυτού 16, κατά το σύνθημα της Εταιρείας των Φιλικών, και με την επιγραφήν ή ελευθερία ή θάνατος. Κατόπιν δε ο Ν. Σολιώτης έλαβε προσφερθείσαν αυτώ παρά της μονής Αγίας Λαύρας την χρυσοκέντητων επί των Χριστιανών αυτοκρατόρων σημαίαν της μονής, φέρουσα εξ ενός την Ανάστασιν και ετέρωθεν τον άγιον Γεώργιον. Σώζονται δε ως παρακαταθήκαι μετά τον Αγώνα παρά του Σολιώτου εις τη ρηθείσαν μονήν αμφότεραι αυταί αι σημαίαι.
Σημαίες και λάβαρα με το σύμβολο του σταυρού χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στη μεταβυζαντινή εποχή σημαίες με το σύμβολο του σταυρού είχαν χρησιμοποιηθεί από τους Έλληνες σε διάφορες εποχές σε περιπτώσεις εξεγέρσεων. Δημοτικά τραγούδια των αρματολών του 17ου και 18ου αιώνα αναφέρουν ότι αυτοί είχαν φλάμπουρα με τον σταυρό και άλλα θρησκευτικά σύμβολα. Για παράδειγμα, δημοτικό του μικρού Χορμόπουλου (1683) αναφέρει:
Είν’ ο Σουμήλας πώρχεται μαζί με τον Μεϊντάνη.
Και το μικρό Χορμόπουλο το χιλιοπαινεμένο
Πού’νε καμάρι των Κλεφτών καμάρι των Αγράφων,
Φέρουν τα φλάμπουρα ανοιχτά με το Σταυρό στη μέση.
Επίσης το δημοτικό του Νικολού Τζουβάρα (1770), αρματολού της Λάμαρης:
Ρωτάτε για το Νικολό, τον καπετάν Τζιουβάρα,
Που ‘ταν στο Λούρο αρματωλός, στο Καρπενήσι κλέφτης
Είχε φλάμπουρο όμορφο, κόκκινο και γαλάζιο,
Με το Χριστό, με το Σταυρό και με την Παναγία.
Η σημαία του λευκού σταυρού σε μπλε φόντο χρησιμοποιήθηκε από το στόλο που με αρχηγό το Γιάννη Σταθά και υπαρχηγό το Νικοτσάρα πραγματοποιούσε επιδρομές σε παράλια του βόρειου Αιγαίου το 1807. Αυτή ευλογήθηκε και υψώθηκε το 1807 στη Μονή Ευαγγελιστρίας στη Σκιάθο.
Σε αυτή ο ηγούμενος Νήφων όρκισε τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθά, Νικοτσάρα, τον Σκιαθίτη διδάσκαλο του Γένους Επιφάνιο-Στέφανο Δημητριάδη, τους Λαζαίους, τον Αναστάσιο Καρατάσο, τον Λιόλιο Ξηρολειβαδίτη, τον Νικόλαο Τσάμη και πολλούς άλλους.
Οι καπεταναίοι είχαν συγκεντρωθεί στο Μοναστήρι για να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους για την Επανάσταση. Παραλλαγή της ήταν η σημαία του Παπαφλέσσα, φτιαγμένη από το μπλε εσωτερικό του ράσου του και την φουστανέλα ενός συμπολεμιστή του.
ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΣΗΜΑΙΕΣ
Η ιστορία της ελληνικής σημαίας αρχίζει από τους χρόνους της Αλώσης μαζί με τους πόθους του υπόδουλου Ελληνισμού για ελευθερία, διαμορφώνεται στα χρόνια της Επανάστασης και φτάνει ως τις μέρες μας.
Από την επόμενη της Άλωσης, δεν έλειψαν τα επαναστατικά κινήματα του έθνους. Ασύντακτα όμως και ασυντόνιστα καταπνίγονται στο αίμα και οι εξεγέρσεις συνεχίστηκαν μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Σε όλα αυτά, υψώνονταν κι από μια σημαία, αυτοσχέδια επινόηση του κάθε αρχηγού με κύριο γνώρισμα το σταυρό. Το λαϊκό συναίσθημα συνέδεε το έθνος και την ελευθερία με τη θρησκεία και το σταυρό.
Οι πρώτοι που παρουσιάζονται με σημαίες στα χρόνια της δουλείας είναι οι Σπαχήδες της Ηπείρου. Στους χριστιανούς αυτούς στρατιώτες-ιππείς που είχαν συνθηκολογήσει κατά την κατάκτηση είχαν παραχωρηθεί προνόμια από τους Τούρκους, με την απαράβατη όμως υποχρέωση να εκστρατεύουν όταν ο Σουλτάνος τους καλούσε.
Οι Αρματολοί και κλέφτες είχαν τις σημαίες τους, τα φλάμπουρα και τα μπαϊράκια. Τα φλάμπουρα ήταν συνήθως μονόχρωμα και έφεραν το σταυρό.
Μ” αυτά παρουσιάζονταν στις γιορτές και τα πανηγύρια, ενώ τα μπαϊράκια ήταν οι πολεμικές τους σημαίες. Αυτά ήταν συνήθως δίχρωμα. Το κόκκινο κυριαρχούσε σε συνδυασμό με το κυανό ή το λευκό και είχαν πάντα το σταυρό.
Πολλές φορές τα φλάμπουρα, αλλά και τα μπαϊράκια είχαν παραστάσεις με τον Χριστό, την Παναγία ή έναν άγιο, πολύ συχνά τον άγιο Γεώργιο και τον σταυρό με το «Τούτω Νίκα» κεντημένα ή ζωγραφισμένα πάνω σε λευκό πανί. Στη Ρούμελη τα στόλιζαν με το μαύρο αετό με την κορόνα ή με το δικέφαλο αετό σύνδεσμος άρρηκτος του Ελληνισμού με το Βυζάντιο.
Η σημαία που για πρώτη φορά ύψωσε στο Ιάσιο, στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν τρίχρωμη και αυτή και συμβόλιζε την Αδελφοσύνη (λευκό), τον Πατριωτισμό (ερυθρό), και τη Θυσία (μαύρο) με τον φοίνικα και τον σταυρό εντός δάφνης.
Η πρώτη Ελληνική σημαία ως επίσημη σημαία (σταυρός στην πάνω εσωτερική γωνία και εννέα γαλανόλευκες λωρίδες αναρτήθηκε το 1823 στην Κόρινθο, μόλις αυτή απελευθερώθηκε μετά από 364 χρόνια σκλαβιάς.
Οι εννέα λωρίδες αντιστοιχούν στις συλλαβές της ιστορικής φράσης «Ελευθερία ή θάνατος». Ο σταυρός συμβολίζει τους τέσσερις ορίζοντες (κατά άλλους, είναι πανάρχαιο σύμβολο του δυϊσμού και συμβολίζει τα τέσσερα στοιχεία της φύσης), ενώ ο σταυρός στον ιστό, το επίσημο θρήσκευμα της χώρας, τον Χριστιανισμό.