Η πρώτη μόλυνση από τον κορωνοϊό στη Γερμανία επιβεβαιώθηκε πριν από έξι μήνες. Από τότε έχουν αλλάξει πολλά.
Μερικά πράγματα προς το καλό, πολλά προς το κακό και μερικά πράγματα πιθανώς θα αλλάξουν μακροπρόθεσμα.
Τηλεργασία: κατάρα ή ευλογία;
Όταν τα σχολεία και τα νηπιαγωγεία έκλεισαν στα μέσα Μαρτίου και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επέβαλε στις 22 Μαρτίου την απαγόρευση των επαφών σε εθνικό επίπεδο για τον περιορισμό του κορωνοϊού, πολλοί εργαζόμενοι στάλθηκαν για εργασία στο σπίτι τους.
Μερικοί από αυτούς έχουν παραμείνει εκεί μέχρι σήμερα. Προφανή πλεονεκτήματα δεν υπάρχουν: οι εργαζόμενοι εξοικονομούν τον χρόνο της μετάβασης στην εργασία τους, ειδικά τις πρώτες εβδομάδες υπήρχαν λιγότερα μποτιλιαρίσματα στους δρόμους και η ποιότητα του αέρα βελτιώθηκε.
Κατά τα άλλα οι έρευνες εμφανίζουν μια διφορούμενη εικόνα.
Μια μελέτη του Ταμείου Υγείας «DAK» αναφέρει ότι πολλοί υπάλληλοι θεωρούν πως η τηλεργασία είναι ανακουφιστική και μπορούν να συνδυάσουν έτσι καλύτερα την επαγγελματική και την οικογενειακή ζωή τους.
Ο αριθμός των εργαζομένων που αισθάνονται συχνά άγχος μειώθηκε κατά 7% σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την κρίση. Αντίθετα, περίπου οι μισοί από τους ερωτηθέντες στην έρευνα του Ταμείου Υγείας «Techniker Krankenkasse» δήλωσαν ότι αισθάνονταν κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορωνοϊού περισσότερο επιβαρυμένοι από το συνηθισμένο. Ένας λόγος που αναφέρθηκε ήταν το διπλό βάρος της εργασίας και της φροντίδας των παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της σχολικής εκπαίδευσης στο σπίτι.
Ωστόσο, η τηλεργασία θα μπορούσε να παραμείνει ουσιαστικό μέρος του γερμανικού εργασιακού κόσμου.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πολλές εταιρείες έχουν συνειδητοποιήσει ότι μπορούν να εξοικονομήσουν πολλά χρήματα εάν αφήσουν περισσότερους υπαλλήλους από πριν να εργάζονται από το σπίτι – για παράδειγμα, επειδή απαιτείται λιγότερος χώρος γραφείων.
Αναμένονται περισσότερες ψυχικές ασθένειες
Οι ειδικοί φοβούνται την αύξηση των ψυχικών παθήσεων ως αποτέλεσμα της πανδημίας του κορωνοϊού. Μεταξύ άλλων, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προειδοποιεί ότι η απομόνωση, ο φόβος, η ανασφάλεια και η οικονομική αναταραχή θα μπορούσαν να προκαλέσουν υπερβολικό άγχος κατά την διάρκεια της κρίσης.
Το ερευνητικό ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Infratest Dimap έχει πραγματοποιήσει σχετικές έρευνες στη Γερμανία.
Σύμφωνα με αυτές, περίπου οι μισοί από αυτούς που ερωτήθηκαν φοβούνται ένα πιθανό δεύτερο κύμα μόλυνσης. Σχεδόν τα τρία τέταρτα λένε ότι συναντούν μόνο σε περιορισμένο βαθμό φίλους και συγγενείς.
Δεν υπάρχουν πια χειραψίες, οι αγκαλιές αποφεύγονται όπως και οι οικογενειακές συνευρέσεις από το φόβο μήπως μολυνθούν οι γιαγιάδες και οι παππούδες ή κάποιο αγαπημένο άτομο.
Αυτό ανατρέπει τις συνήθειες της καθημερινής ζωή και είναι πιθανό να έχει διαρκή αντίκτυπο στην κοινωνία.
Από την άποψη της εξελικτική βιολογίας, η έλλειψη φυσικής επαφής είναι ιδιαίτερα προβληματική.
Ο απτικός ερευνητής Μάρτιν Γκρούνβαλντ είπε στο Spiegel Online ότι οι άνθρωποι ως θηλαστικά χρειάζονται ένα συγκεκριμένο βαθμό αγγιγμάτων για να αναπτυχθούν σωματικά και ψυχικά.
Μέσω της σωματικής επαφής επικοινωνούνται μη λεκτικές πληροφορίες, όπως είναι η συμπάθεια, η εξοικείωση, η εκτίμηση, η συμπόνια ή η παρηγοριά. Οι σχέσεις τους ρυθμίζονται δηλαδή από την αφή.
Οι νέοι επιβαρύνονται περισσότερο λόγω των μέτρων από τους ηλικιωμένους
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι οι νεότεροι υποφέρουν περισσότερο από τα μέτρα αντιμετώπισης του κορωνοϊού από τους ηλικιωμένους.
Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου της Λειψίας, η ψυχική υγεία έχει αλλάξει λίγο κατά τη διάρκεια της πανδημίας της κορώνας.
Άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω ξεπέρασαν τους περιορισμούς καλύτερα από ό, τι πιστεύαμε ότι θα συνέβαινε μέχρι τώρα. Ιδίως οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι, για παράδειγμα, βρίσκονταν σε στενή επαφή με άλλα άτομα μέσω τηλεφώνου ή ψηφιακά, ένιωθαν ότι υποστηρίζονται ιδιαίτερα κοινωνικά.
Σύμφωνα με μελέτη της πανεπιστημιακής κλινικής Hamburg-Eppendorf, τα παιδιά βίωσαν πολύ χειρότερα την κρίση του κορωνοϊού.
Τα περισσότερα παιδιά και οι έφηβοι αισθάνονται επιβαρυμένα, είναι πιο ανήσυχα, φροντίζουν λιγότερο την υγεία τους και παραπονιούνται συχνότερα στην οικογένεια.
Η σχέση κάθε δεύτερου παιδιού με τους φίλους του υπέφερε επίσης λόγω της έλλειψης σωματικής επαφής.
Η ψυχολόγος Άνγια Κάρλμάιερ εξήγησε στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Die Zeit» ότι η απομόνωση των οικογενειών, ειδικά για νέους που βρίσκονται στην εφηβεία, μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξή τους, διότι χάνουν την σύνδεση με την κοινωνία και η διαδικασία αποκοπής από τον ομφάλιο λώρο με τους γονείς διακόπτεται.
Εξ αποστάσεως εκπαίδευση και ψηφιοποίηση στα σχολεία
Υπάρχουν επίσης φόβοι για τη σχολική εκπαίδευση. Τα παιδιά και οι έφηβοι που ήταν σε μειονεκτική θέση πριν από την κρίση του κορωνοϊού είναι σε ακόμη δυσμενέστερη κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κατ’ οίκον εκπαίδευση των παιδιών απαιτεί πρόσβαση σε υπολογιστή.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας, αυτό συχνά δεν συμβαίνει, ειδικά σε οικογένειες χωρίς στοιχειώδη εκπαίδευση, σε χαμηλόμισθους και σε οικογένειες με μεταναστευτικό υπόβαθρο.
Επιπλέον, τα παιδιά από αυτές τις οικογένειες θα λάβουν κατά μέσο όρο λιγότερη μαθησιακή υποστήριξη.
Τα σχολεία προσπάθησαν να τα εφοδιάσουν με ενοικιαζόμενους υπολογιστές και να προσφέρουν προγράμματα υποστήριξης κατά τη διάρκεια των διακοπών για να αντισταθμίσουν τα μειονεκτήματα.
Μετά τις διακοπές, τα μαθήματα με φυσική παρουσία θα πρέπει να ξεκινήσουν ξανά, αλλά τα ενδεχόμενα κρούσματα κορωνοϊού θα μπορούσαν γρήγορα να επαναφέρουν την εξ΄αποστάσεως εκπαίδευση.
Από την άλλη πλευρά, η κρίση του κορωνοϊού έδωσε στα σχολεία μια πολυαναμενόμενη ώθηση στην ψηφιοποίηση από την οποία πολλοί εκπαιδευτικοί μπορούν να επωφεληθούν.
Κοινωνικός διχασμός και κοινωνικά προβλήματα
Η πανδημία όμως δεν κατέστησε τις κοινωνικές ανισότητες και τα κοινωνικά προβλήματα ξεκάθαρες ή δεν τις επέτεινε μόνο στον τομέα της εκπαίδευσης.
Οι γυναίκες αναφέρονται συχνά ως οι ηττημένες της κρίσης. Σε πολλές περιπτώσεις, είναι αυτές που μειώνουν τις ώρες εργασίας τους ώστε να μπορούν παράλληλα με την τηλεργασία να φροντίζουν για τα μαθήματα των παιδιών και για το νοικοκυριό.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα παραδοσιακά πρότυπα κερδίζουν και πάλι έδαφος.