Σε μία πρωτοφανή για τα εταιρικά δεδομένα κίνηση, σχεδόν το ένα τρίτο των μεγάλων επιχειρήσεων που διαφημίζονται στo Facebook, συντάσσεται με το μαζικό μποϊκοτάζ στην πλατφόρμα.
Μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις, πολυεθνικές πιέζουν τον διαδικτυακό κολοσσό να αλλάξει την πολιτική του σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της γλώσσας μίσους.
Η σελίδα κοινωνικής δικτύωσης θέλει να πείσει τους διαφημιστές ότι έχει προβεί σε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ελέγξει τέτοια περιστατικά, αλλά η World Federation of Advertisers (WFA – Παγκόσμια Ομοσπονδία Διαφημιστών) καταγράφει μαζική οπισθοχώρηση από εταιρείες με αθροιστικά διαφημιστικά κονδύλια ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Έρευνα κατέδειξε πως το 33% των κορυφαίων 58 διαφημιστών θα αναστείλουν – ή είναι πολύ πιθανό να αναστείλουν – τις καμπάνιες στο Facebook, ενώ ένα επιπλέον 40% κινείται προς την ίδια κατεύθυνση για τουλάχιστον μηνιαίο μποϊκοτάζ.
Τη Δευτέρα, η Ford και η Adidas ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να παύσουν κάθε διαφήμιση στην πλατφόρμα, ακολουθώντας άλλες πολυεθνικές όπως οι Honda, Unilever, Verizon και Diageo.
Τα Starbucks και η Coca Cola επίσης σταμάτησαν όλες τις διαφημίσεις στα social media, χωρίς ωστόσο να ταχθούν και δημοσίως υπέρ του μποϊκοτάζ στο Facebook, που συντονίζει το κίνημα “Stop Hate for Profit” («Σταματήστε τη διάδοση του μίσους για το κέρδος»).
Και η Microsoft ανέστειλε τα κονδύλια για τις διαφημίσεις στο Facebook τον Μάιο – αρχικά στις ΗΠΑ και αργότερα σε παγκόσμια κλίμακα. Όπως είπε ο διευθύνων σύμβουλος του μάρκετινγκ της εταιρείας σε στελέχη, «η εμπειρία μας, μας λέει ότι τα πιο επιδραστικά μέσα που επηρεάζουν αυθεντικά και μακροχρόνια την αλλαγή, είναι ο απευθείας διάλογος και η ουσιαστική δράση απέναντι στους συνεργάτες μας στα media, συμπεριλαμβανομένης της παύσης των προωθητικών κονδυλίων».
το μποικοτάρισμα συμμετέχουν επίσης οι: Hershey’s, Puma, North Face, Ben and Jerry’s, Levi’s, Magnolia Pictures, Vans, Patagonia και Rei.
Δεν τηρείται πάντοτε η ίδια πολιτική
Την περασμένη εβδομάδα ο Guardian είχε αποκαλύψει ότι η πολιτική του Facebook δεν εφαρμοζόταν από την πλατφόρμα στην περίπτωση του οργανωμένου συνωμοσιολογικού κινήματος QAnon. Περίπου 3 εκατομμύρια χρήστες των μεγαλύτερων γκρουπ και σελίδων ακολουθούν το κίνημα που διατείνεται ότι «μία μυστική σέκτα ισχυρών παιδόφιλων και εμπόρων λευκής σαρκός συνωμοτούν για να ρίξουν τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ».
Και αυτή δεν ήταν η μόνη περίπτωση που οι κανόνες του Facebook φαίνεται να μην είχαν εφαρμοστεί. Το BBC είχε ρωτήσει τον επικεφαλής της πλατφόρμας στο Ηνωμένο Βασίλειο, Στιβ Χατς, για ποιον λόγο, την ημέρα που ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις για την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, είχε αναδειχθεί ως «κορυφαίο στάτους» μια ανάρτηση που αποκαλούσε «μύθο» την ρατσιστική στάση της αστυνομίας απέναντι σε μειονότητες στις ΗΠΑ.
«Δεν έχουμε καμία ανοχή στην πλατφόρμα μας για την γλώσσα μίσους. Φυσικά, είναι εξαιρετικά σκληρό και ανησυχητικό να διαβάζει κανείς αυτό», είχε παραδεχτεί ο Χατς.
Η πρωτοβουλία για μποϊκοτάζ διαδίδεται τώρα και εκτός ΗΠΑ. Την Τρίτη, η Britvic, των διάσημων brand ποτών Fruit Shoot και Robinsons ανακοίνωσε πως θα αναστείλει όλες τις διαφημίσεις της στο Facebook για τον επόμενο μήνα, ζητώντας από την πλατφόρμα να λάβει περαιτέρω μέτρα απέναντι σε επιβλαβές υλικό και φαινόμενα παραπληροφόρησης.
Η VolksWagen επίσης ανακοίνωσε τη συμμετοχή της στο μποϊκοτάζ, μαζί με τις αυτοκινητοβιομηχανίες Honda Europe και Ford Europe. Η πετρελαϊκή BP επίσης επιβεβαίωσε στον Guardian ότι σταματά την διαφήμιση στο Facebook, σε ένδειξη υποστήριξης της καμπάνιας Stop Hate for Profit campaign. Το ίδιο και η Mars, πίσω από τα γλυκά σνακ, που προχωρά σε αναστολή των διαφημίσεων μέχρι νεοτέρας.
Ο Stephan Loerke, διευθύνων σύμβουλος της WFA, επισήμανε στους Financial Times πως η βιομηχανία των διαφημίσεων αρχίζει να απαιτεί μεγάλες αλλαγές στις πλατφόρμες των social media. «Ειλικρινά πρόκειται για σημείο καμπής», εκτιμά.
Και η πίεση δεν μετριάζεται. Κάποιες εταιρείες, όπως η Unilever, σκέφτονται να συνεχίσουν το μποϊκοτάρισμα και μετά το τέλος Ιουλίου – έως τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου ή και αργότερα. Ορισμένοι από τους διαφημιστές κινητοποιούνται φυσικά και για έναν επιπλέον, αυτονόητο λόγο – την προστασία του εκάστοτε brand, καθώς δεν θέλουν το προωθητικό τους υλικό να εμφανίζεται πλάι σε ακατάλληλο περιεχόμενο, όπως γλώσσα μίσους, ποpνογραφία και αναρτήσεις υπέρ της τρομοκρατίας.