Στο πρώτο κύμα της πανδημίας θεωρήθηκε από τις χώρες της Ευρώπης που διαχειρίστηκαν με τον πλέον υποδειγματικό τρόπο την υγειονομική κρίση. Στο δεύτερο κύμα τα πράγματα άλλαξαν.
Η ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων καθιστά απαγορευτική την ιχνηλάτηση, οι κυβερνητικές αποφάσεις αμφισβητούνται, μικρή μερίδα του πληθυσμού διαδηλώνει κάνοντας λόγο για δικτατορία, και το lockdown δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα, οδηγώντας σε διαρκείς παρατάσεις.
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται εξόχως οικεία, δεν πρόκειται όμως για την Ελλάδα, αλλά για τη Γερμανία.
Οι ομοιότητες δεν τελειώνουν εδώ. Σύμφωνα με την εφημερίδα Zeit, τον περασμένο Σεπτέμβριο το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ εξέδωσε μια έρευνα για τις περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από τον κορωνοϊό.
Ενώ λοιπόν στην αρχή της πανδημίας οι πρώτες μολύνσεις αφορούσαν πλούσιες περιοχές με θύματα ανθρώπους που ταξίδευαν πολύ για τις ανάγκες της δουλειάς τους, έκαναν σκι ή εξορμήσεις για shopping στη βόρεια Ιταλία, στη συνέχεια η κοινωνική γεωγραφία επεκτάθηκε σε πιο φτωχές περιοχές, όπου μεγάλες οικογένειες ζουν μαζί σε κοινά σπίτια, κάνουν χειρωνακτικές εργασίες και άρα δεν μπορούν να δουλέψουν με τηλεργασία, κυκλοφορούν με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και ενίοτε δεν τηρούν ευλαβικά τα περιοριστικά μέτρα, είτε επειδή ασφυκτιούν στα σπίτια τους, είτε επειδή δεν έχουν πειστεί επαρκώς για την αποτελεσματικότητά τους.
«Η συμπεριφορά των ανθρώπων βρίσκεται στο προσκήνιο», διακήρυξε χθες ο επικεφαλής του Ινστιτούτου, Λόταρ Βίλερ, υπογραμμίζοντας ότι δεν χρειάζονται νέες ιδέες για την αναχαίτιση της πανδημίας αλλά συνεπής τήρηση των μέτρων. «Οποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της νόσου, θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τη δική του υγεία αλλά και των συνανθρώπων του», είπε απευθυνόμενος στους διαβόητους Querdenker, όπως ονομάζονται οι αρνητές του κορωνοϊού στη Γερμανία.
Οι αριθμοί πάντως παραμένουν επίμονα σε υψηλά επίπεδα (πάνω από 22.000 νέα κρούσματα χθες, δηλαδή μόλις 200 λιγότερα σε σχέση με την περασμένη Πέμπτη και 479 νεκροί το τελευταίο 24ωρο), παρά τη μικρή μείωση σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως το Βερολίνο, το Αμβούργο και η Βρέμη, ενώ αυξάνονται σημαντικά στην πρώην Ανατολική Γερμανία, κυρίως στη Θουριγγία και στη Σαξονία. Στο δεύτερο αυτό κρατίδιο, το «γερμανικό Μπέργκαμο», τα κρούσματα αυξήθηκαν τις τελευταίες 28 μέρες κατά 180% και η πληρότητα των ΜΕΘ είναι 79%.
Παράλληλα, στο ανατολικό τμήμα του κρατιδίου, όπου παρατηρείται το επίκεντρο της τρέχουσας έκρηξης, έχει ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), καθώς πολλοί συνωμοσιολόγοι ψηφοφόροι της δεν τηρούν τα μέτρα ούτε αυτοπεριορίζονται όταν έρχονται σε επαφή με επιβεβαιωμένα κρούσματα.
Τέλος, μεγάλο πρόβλημα παρατηρείται στα γηροκομεία της χώρας («κάθε πέμπτος τρόφιμος γηροκομείου που μολύνεται, πεθαίνει»), γεγονός ιδιαίτερα ανησυχητικό, αφού 30 εκατ. πολίτες εκτιμάται ότι ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, είτε επειδή είναι άνω των 60 ετών είτε επειδή υποφέρουν από κάποιο υποκείμενο νόσημα.