Τα ψητά λουκάνικα Νυρεμβέργης είναι διάσημα και αποκτούν πλέον το δικό τους μουσείο. Μόνο μειονέκτημα ότι οι επισκέπτες δεν μπορούν να τα δοκιμάσουν εντός αλλά μόνο έξω.
Εκτός από την παραδοσιακή Χριστουγεννιάτικη Αγορά και τον ζωγράφο Άλμπρεχτ Ντίρερ, σήμα κατατεθέν της διάσημης γερμανικής πόλης είναι τα ψητά λουκάνικα Νυρεμβέργης. Τι πιο λογικό λοιπόν η πόλη αυτή της Φρανκονίας στη Βαυαρία να αποκτήσει ένα ειδικό μουσείο αφιερωμένο αποκλειστικά στα λουκάνικα.
Το ψητό λουκάνικο ανήκει στα παραδοσιακά γερμανικά φαγητά και είναι πανταχού παρόν στην δημόσια και ιδιωτική ζωή των Γερμανών είτε στην ψησταριά στον κήπο, είτε στις παραδοσιακές γιορτές, είτε στα γήπεδα ποδοσφαίρου. 2,7 κιλά λουκάνικα καταναλώνει ο μέσος Γερμανός κάθε χρόνο σύμφωνα με την Γερμανικό Σύνδεσμο Κρεοπωλών.
Ας σημειωθεί ότι παρά την τάση για πιο υγιεινή διατροφή, συχνά χωρίς κρέας, η κατανάλωση λουκάνικων έχει μείνει λίγο πολύ σταθερή στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια.
Η επιλογή σε λουκάνικα στη Γερμανία παραμένει τεράστια. Σύμφωνα με τον Ράινχαρντ φον Στουτς, εκπρόσωπο του συνδέσμου κρεοπωλών, «το γεγονός αυτό οφείλεται στο παραδοσιακό επάγγελμα του κρεοπώλη, ο οποίος έφερε κάθε είδους λουκάνικα σε κάθε γωνιά της Γερμανίας».
Τα λουκάνικα για ψήσιμο κυκλοφορούν σε όλα τα μεγέθη, είναι για τηγάνι ή για ψησταριά και περιέχουν πολλά και διάφορα υλικά: εκτός βέβαια από το κρέας, συνήθως χοιρινό, φτιάχνονται με βότανα και καρυκεύματα κάθε είδους.
Ακόμα και τυρί, είδη σναπς ή ακόμα και σοκολάτα. Ως προς τα λουκάνικα Νυρεμβέργης πάντως, οι δημιουργοί τους πρέπει να σεβαστούν περιορισμούς διότι ακριβώς όπως τα λουκάνικα Θουριγγίας έτσι και τα λουκάνικα Νυρεμβέργης αποτελούν προϊόντα ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης), όπως συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια με την γαλλική σαμπάνια και το ιταλικό χοιρομέρι Πάρμας.
«Συνοδεύονται απαραίτητα με χρένο και όχι μουστάρδα»
Από τότε ονομάζονται λουκάνικα Νυρεμβέργης μόνο εκείνα που έχουν παρασκευαστεί στη δεύτερη σε πληθυσμό βαυαρική πόλη μετά το Μόναχο. Έχουν μήκος από 7 μέχρι 9 εκατοστά και βάρος από 20 μέχρι 25 γραμμάρια.
«Το μέγεθος και το βάρος των λουκάνικων δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ιστορικά», λέει ο Ράινερ Χάιμλερ από την Ομοσπονδία Προστασίας του Λουκάνικου Νυρεμβέργης: «Το μόνο βέβαιο είναι η συνταγή τους. Περιέχει αποκλειστικά χοιρινό κρέας με έντονη γεύση ματζουράνας, η οποία πρέπει να υπερκαλύπτει όλα τα άλλα βότανα ή μπαχαρικά.
Για όλα αυτά πληροφορείται ο επισκέπτης του νέου μουσείου λουκάνικων, το οποίο ιδρύθηκε από την Ομοσπονδία Προστασίας του Λουκάνικου Νυρεμβέργης. Πρόκειται για το δεύτερο μουσείο αυτού του είδους παγγερμανικά μετά το μουσείο λουκάνικου Θουριγγίας.
Σε συνολικά 100 τετραγωνικά οι επισκέπτες μαθαίνουν τα πάντα για την ιστορία επτά αιώνων του παραδοσιακού λουκάνικου από ενημερωτικούς πίνακες, οθόνες και εκθέματα. Μόνο λουκάνικα δεν προσφέρονται στους ενδιαφερόμενους. Δυστυχώς έχουν τη δυνατότητα να δουν μόνο ένα βίντεο με το ψήσιμο λουκάνικων σε ψησταριά.
Υπάρχει ωστόσο λύση. Γύρω από το μουσείο στο ιστορικό κέντρο της Νυρεμβέργης υπάρχουν πλήθος μπυραρίες και μικρά εστιατόρια όπου ο επισκέπτης θα βρει όσα λουκάνικα τραβά η ψυχή του. Σερβίρονται παραδοσιακά σε πιάτο από κασσίτερο με ξινό λάχανο και πατατοσαλάτα.
Ο διάσημος γερμανός μάγειρας, γέννημα θρέμμα της Νυρεμβέργης, Αλεξάντερ Χέρμαν εξηγεί με περηφάνια: «Τα λουκάνικα συνοδεύονται απαραίτητα με χρένο και όχι μουστάρδα. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν θα βρείτε αυτά τα λουκάνικα ψημένα όπως εδώ».
Να καταναλώνονται με μέτρο και αραιά
Ήδη τον 19ο αιώνα περιηγητές και ταξιδιώτες επισκέπτονταν την Νυρεμβέργη για να δοκιμάσουν τα παραδοσιακά λουκάνικα στα διάσημα πανδοχεία της. Αρχικά ήταν το φαγητό των φτωχών, που πωλούνταν σε αυτοσχέδια μαγειρεία κατά μήκος των δρόμων.
«Τα λουκάνικα ανήκαν στα πρώτα προϊόντα ταχυφαγείου», δηλώνει μισοσοβαρά μισοαστεία η Άστριντ Ντανάλις από την Γερμανική Εταιρεία Διατροφής.
Τα ψητά λουκάνικα έδιναν σε όσους τα έτρωγαν την ενέργεια που χρειάζονταν για να φέρουν εις πέρας τις πολλές βαριές χειρωνακτικές εργασίες εκείνης της εποχής. Σήμερα όμως οι διατροφολόγοι συστήνουν λόγω του υψηλού ποσοστού λίπους να καταναλώνονται με μέτρο και όσο πιο αραιά γίνεται.
Ιρένα Γκίτελ, dpa | Επιμέλεια: Στέφανος Γεωργακόπουλος | DW