Είναι γεγονός ότι οι συνδέσεις του σύγχρονου ελληνισμού με τη Δύση σε πνευματικό και ιδεολογικό επίπεδο αποτελούσε πάντα μια ιδιόμορφη περίπτωση. Ιδιαίτερα η συμβολή της Γερμανίας στη διαμόρφωση αυτής της ιδιαιτερότητας παρουσιάζει ενδιαφέρουσες πτυχές.
Παρόλο που η Ελλάδα από την ίδρυση της βρισκόταν συνήθως συνυφασμένη σε πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο με τον γαλλικό ή τον αγγλικό παράγοντα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι και η Γερμανία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο.
Τις πολιτισμικές οσμώσεις της συναντά κανείς στις αρχές ίδρυσης του νεοελληνικού κρατιδίου. Ιδιάζουσα περίπτωση αποτελεί ο Διονύσιος Σολωμός. Σαν εθνικός ποιητής υπήρξε ο υμνητής του απελευθερωτικού Αγώνα και είναι από τους πρώτους που πλάθουν το συλλογικό ασυνείδητο της Νεότερης Ελλάδας.
Στον πυρήνα της τέχνης του Σολωμού εγγράφονται χαρακτηριστικά γνωρίσματα γερμανικών επιδράσεων. Ο Γιώργος Βελουδής μας πληροφορεί ότι μέσω του πιστού του φίλου Νικόλαου Λούντζη παραγγέλνει περί τους 60 τόμους μεταφρασμένων γερμανικών βιβλίων του γερμανικού ιδεαλισμού και κλασικισμού.
Σχεδόν έναν αιώνα ύστερα οι κριτικοί Γιάννης Αποστολάκης και Κώστας Βάρναλης χρησιμοποιούν τις σκέψεις του Χέγκελ για να ερμηνεύσουν ο καθένας από τη δικιά του σκοπιά το έργο του Ζακυνθινού. Πράγμα όχι τυχαίο. Θα έλεγε κανείς ότι ο Σολωμός κάνει ποίηση βασιζόμενος στη διαλεκτική φιλοσοφική κατηγορία του Χέγκελ.
Όσον αφορά το πολιτικό πεδίο, καταφθάνει εκείνη την περίοδο ο Όθωνας με την επιτροπή της Αντιβασιλείας και φαίνονται τα πρώτα σημάδια μιας ταραχώδους σχέσης. Ο βασιλιάς Όθωνας δε θα καταφέρει ποτέ να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και στο αίσθημα του ελληνικού λαού, αφού το διοικητικό μοντέλο που θέλει να εγκαθιδρύσει είναι δύσκαμπτο.
Ο πατέρας του βασιλιάς Λουδοβίκος είχε κατορθώσει βέβαια με τον Φιλελληνισμό του χρόνια πριν να θέσει τις βάσεις για μια αρμονική σύζευξη ελληνικού και γερμανικού στοιχείου. Πάλι όμως, αυτή η πρωτοβουλία διεκόπη από τη διακήρυξη του Βαυαρού ιστορικού Φαλμεράιερ ότι το ελληνικό έθνος δεν υφίσταται.
Οι Ναζί θα χρησιμοποιήσουν στο μέλλον αυτήν τη θέση για να δικαιολογήσουν ιδεολογικά την ελληνική κατοχή.
Σε πνευματικό επίπεδο εισέρχονται οι σχέσεις στη δεύτερή τους φάση. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα ο Κωστής Παλαμάς διακηρύσσει με την ποίησή του τον καημό της Ρωμιοσύνης. Με την ποίησή του υμνείται η Μεγάλη Ιδέα και η θέληση για τη διεύρυνση του ζωτικού χώρου του Ελληνισμού.
Έμπνευση παίρνει από τη σκέψη του Νίτσε. Ο υπερ-ανθρωπισμός και η θέληση για υπεροχή θα διαμορφώσουν μια ποίηση που υιοθετεί τα βασικά στοιχεία της φιλοσοφίας αυτής. Ποιήματα σαν τη Φλογέρα του Βασιλιά ή ο Δωδεκάλογος του Γύφτου θέλουν να δώσουν ξανά το έναυσμα σε έναν ταλαιπωρημένο λαό για να κατακτήσει τα χαμένα εδάφη.
Βέβαια, μέσα σε αυτό το κλίμα του νιτσεϊσμού δημιουργείται ο κύριος ελληνικός εθνικιστικός πυρήνας των αρχών του 20ου αιώνα. Προσωπικότητες της διανόησης και της πολιτικής, όπως οι Δραγούμης, Γιαννόπουλος, Βλαστός και Βεζανής, πιστεύουν ακράδαντα ότι το γερμανικό πνεύμα έχει να δώσει τις βάσεις μιας νέας εθνικής ανάτασης.
Η αιρετική και ρηξικέλευθη σκέψη του Νίτσε στέκεται οδηγός για πολλούς. Σε μερικούς από αυτούς λαμβάνει και στοιχεία εθνοφυλετικού παραληρήματος. Ακόμη και ο Καζαντζάκης θαυμάζει μέσω του έργου και της αλληλογραφίας του τον νέο υπεράνθρωπο του Φρειδερίκου Νίτσε.
Μάλιστα, συνδέεται με μερικούς από την ομάδα των επιφανών εθνικιστών. Στο έργο του, βέβαια, δε λαμβάνει ο θαυμασμός αυτός εθνικιστικές προεκτάσεις. Στον αντίποδα, μεταφράζεται για πρώτη φορά την ίδια εποχή το Κομμουνιστικό Μανιφέστο από το συγγραφέα Κωνσταντίνο Χατζόπουλο.
Έχουμε, δηλαδή, ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα τη ροή δύο βασικών ιδεολογιών γερμανικής προελεύσεως που θα καθορίσουν έναν αιώνα.
Τη δεκαετία του 20΄ έρχεται η σειρά μιας γενιάς Ελλήνων να μεταπηδήσουν αυτοί στη Γερμανία. Οι Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος θα φοιτήσουν μαζί στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και θα εντρυφήσουν στον Ιμάνουελ Κάντ.
Μετά την επιστροφή τους θα λάβουν σημαντικά πολιτικά και ακαδημαϊκά αξιώματα. Έτσι, έρχεται η διάδοση της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας στην μεταπολεμική Ελλάδα. Αν δει κανείς τη συνομιλία του Σεφέρη με τον Τσάτσο θα καταλάβει το πόσο επηρέαστηκε η σκέψη του δεύτερου στη Γερμανία.
Στη συζήτησή τους περί Αισθητικής βλέπει ο Σεφέρης έναν άνθρωπο που σκέφτεται με τον κλασικό τρόπο της γερμανικής παράδοσης.
Στη μεταπολεμική περίοδο το στίγμα τους άφησαν λίγοι διανοητές στη Γερμανία. Οι περισσότεροι οδηγούνται και διαπρέπουν στη Γαλλία. Ο νεοελληνικός χαρακτήρας στρέφεται και λαμβάνει δάνεια από τον αμερικάνικο χώρο της μαζικής κουλτούρας, αφομοιώνοντας και συνδέοντάς τα με την ντόπια παράδοση. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένα περιέργο κράμα.
Πια δεν έρχεται σε διάλογο με τη γερμανική κουλτούρα. Ένας από τους λίγους που έδρασαν και καθιερώθηκαν στο γερμανικό χώρο είναι ο φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης. Ήδη είχε επισημάνει το προαναφερθέν πρόβλημα της μαζοποίησης του σύγχρονου ελληνισμού.
Ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης αποτελεί μια άλλη εξέχουσα προσωπικότητα που συνέβαλε στην πρόσληψη της Σχολής της Φρανκφούρτης στην Ελλάδα. Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι και ο πολιτικός φιλόσοφος Νίκος Πουλαντζάς, ο οποίος είχε μεταβεί αρχικά στο Μόναχο για τις μεταπτυχιακές του σπουδές.
Αποφάσισε όμως να πάει στο Παρίσι, γιατί σύμφωνα με τα λεγόμενα του , ,,δεν μπορούσε να συμβιβαστεί άλλο με το συντηρητικό κλίμα της Γερμανίας της εποχής’’.
Συνοψίζοντας, είναι φανερό ότι το στίγμα της Γερμανίας είναι γεγονός στην πορεία εξέλιξης της νεοελληνικής κουλτούρας. Άλλοτε έχει αρνητικό αντίκτυπο και οδηγεί σε ακρότητες, και άλλοτε αφομοιώνεται δημιουργικά με την ,,ελληνική ιδαιτερότητα’’.