Wilhelm Müller: Ενας μεγάλος Γερμανός ποιητής, ψυχή του Φιλελληνικού κινήματος στην Γερμανία
Ohne die Freiheit, was wärest du Hellas?
Ohne dich, Hellas, was wäre die Welt?
Χωρίς Ελευθερία, τί θα ήσουν Ελλάς;
Xωρίς εσένα, Ελλάς, τί θα ήταν ο κόσμος;
(“Hellas und die Welt“, Wilhelm Müller: Gedichte. Berlin 1906, S. 224-225.)
Ο Γερμανικός Ρομαντισμός, που απετέλεσε έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, προσέφερε έναν από τους σημαντικότερους λυρικούς ποιητές, που εξελίχθηκε σε βάρδο του 1821, φλογερό Φιλέλληνα και την ψυχή του Φιλελληνικού κινήματος στην Γερμανία: τον Wilhelm Müller ή “Müller των Ελλήνων”.
Τι κι αν δεν πρόλαβε να δει την αγαπημένη του Ελλάδα ελεύθερη, φεύγοντας από τη ζωή σε ηλικία μόλις 33 ετών και δίχως να επισκεφθεί ποτέ την “Αρκαδία” του. Τα τραγούδια του για τους Έλληνες (“Lieder der Griechen“) πρόλαβαν όσο ζούσε, να ξεσηκώσουν κύματα ενθουσιασμού στη νεολαία της εποχής τουπου εκείνη την περίοδο αναζητούσε τη δική της αντίσταση στις διώξεις και την απολυταρχία του Μέτερνιχ. Στην περίπτωση του ελληνικού ξεσηκωμού αναγνώριζαν το πρότυπο του δίκαιου αγώνα για ελευθερία. Και στο πρόσωπο του ποιητή Müller είδαν τον σημαντικότερο εκπρόσωπο του γερμανικού φιλελληνισμού.
Ο JohannLudwig Wilhelm Müller γεννήθηκε στο Dessau της Γερμανίας στις 07/10/1794, όπου και πέθανε στις 30/09/1827. Έζησε σε μια εποχή πολιτικών, αλλά και κοινωνικών και πολιτιστικών ανακατατάξεων, στις οποίες ο ίδιος συμμετείχε ενεργά ως καλλιτέχνης και ως πολίτης. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Η πρόωρη απώλεια της μητέρας του άφησε περιθώριο στον ευφυέστατο Müller να αναπτυχθεί ανεξάρτητα από τις νουθεσίες ενός σφιχτού οικογενειακού πλαισίου και να αφοσιωθεί στις έμφυτες κλίσεις του, π.χ. στην ταχύτατη εκμάθηση ξένων γλωσσών. Με σκοπό να ξεφύγει από τη δεινή οικονομική κατάσταση της οικογενείας, ενθαρρύνθηκε από νωρίς να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Πράγματι, το 1812, σε ηλικία 18 ετών εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου θα σπουδάσει φιλολογία, ιστορία και αγγλικά. Αφοσιώνεται στις ιστορικές και φιλολογικές του μελέτες, και γνωρίζει τον μέντορά του, τον κλασικιστή καθηγητή φιλολογίας Φρειδερίκο Αύγουστο Βολφ (Friederich August Wolf), ο οποίος αργότερα τον παρότρυνε σε σημαντικές αποφάσεις για την ζωή και καλλιτεχνική εξέλιξή του. Πάντως ο ενθουσιασμός του για την Ελλάδα ξεκινά από αυτά τα χρόνια, που καθοδήγησαν το ενδιαφέρον του στα κλασικά πολιτιστικά αγαθά και πρότυπα, τη ζωντανή λογοτεχνική παράδοση και τη σύγχρονη γερμανική και διεθνή λογοτεχνία.
Η έναρξη των σπουδών του συμπίπτει χρονικά με μια περίοδο, κατά την οποία η πολιτική δεσπόζει στην ατμόσφαιρα του πανεπιστημίου μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα στη Ρωσία. Ούτε λόγος για αφοσίωση στα θεωρητικά του ενδιαφέροντα, αφού η νεολαία του Βερολίνου, από κοινού με κάποιους καθηγητές, δε χάνουν ευκαιρία να εκδηλώνουν ανοικτά τα αντι-ναπολεοντικά τους αισθήματα.
Διέξοδο στον πατριωτικό του ενθουσιασμό θα βρει ο δεκαεννιάχρονος Müller όταν ο Πρώσος βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ αναγγέλλει τη δημιουργία ενός εθελοντικού μαχητικού σώματος ενάντια στο Ναπολέοντα (10/02/1813), στο οποίο θα καταταγεί δυο εβδομάδες αργότερα. Η απογοήτευση για την έκβαση των «Γερμανικών Απελευθερωτικών Πολέμων» (Befreiungskriege, 1813-1815) και για τις αποφάσεις του συνακόλουθου Συνεδρίου της Βιέννης, που οδήγησαν σε μια κατάσταση οξυμένης ανελευθερίας, μετέτρεψε τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία σε γεγονός στο οποίο αποτυπώθηκε η επιθυμία του Müller και των συγχρόνων του για ελευθερία. Κάποια μοτίβα της λεγόμενης γερμανικής ποίησης των Απελευθερωτικών Πολέμων θα αναβιώσουν λίγο αργότερα στη φιλελληνική ποίηση.
Όσο διαρκούν οι Απελευθερωτικοί Πόλεμοι, ο Müller διοχετεύει στην ποίηση τη ζωηρή πατριωτική του έξαρση. Το 1815 επιστρέφει στις σπουδές του. Ως μέλος του συνδέσμου Γερμανών ποιητών, που είναι ξεκάθαρα διαμορφωμένοι από την ιδεολογία του γερμανικού εθνισμού, συμμετέχει στην έκδοση της ποιητικής συλλογής “Bundesblühen“ (1816) και εκδίδει τη μελέτη “Blumenlese aus den Minnesingern” (1816), διατυπώνει κάποιες ερμηνείες σχετικά με την αποκατάσταση του άσματος των Νibelungen και μεταφράζει τον Δρα. Φάουστ (“The Tragical History of the Life and Death of Doctor Faustus”) του Christopher Marlowe στα γερμανικά (1817).
Στο μεταξύ η σχέση του Müller με τον μέντορά του, Wolf, περνούσε κάποια κρίση. Ο Müller, που φαίνεται να αντιμετώπιζε κάποια εσωτερική διαμάχη σχετικά με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, είχε αρχίσει να θεωρεί τον αγαπημένο του καθηγητή ως “αντιγερμανό αμοραλιστή” εξαιτίας του ενθουσιασμού του τελευταίου για την ειδωλολατρική αρχαιότητα και την αισθησιακή χαρά της. O Wolf από την άλλη παρακολουθούσε τον αγαπημένο του φοιτητή να απομονώνεται και να βυθίζεται, μετά την εμπειρία του στους πολέμους, όλο και περισσότερο στην πατριδολατρία του. Θέλοντας να τον απαγκιστρώσει από ό,τι ο ίδιος θεωρούσε ως γερμανομανία του, πρότεινε κάτι το οποίο θα ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση στο εξής του “Έλληνα Müller”: όταν ο Πρώσος βαρόνος Albert von Sack που είχε από καιρό προγραμματίσει ένα ταξίδι στην Ελλάδα και την Ανατολή στράφηκε στην Ακαδημία προς αναζήτηση συνοδού, ο Wolf πρότεινε τον Müller, αλλά και τον Arnold Böckh, o οποίος ασχολούνταν με τη συλλογή επιγραφών αρχαίων ελληνικών μνημείων. Ήλπιζε ότι αυτό το ταξίδι θα διεύρυνε τους ορίζοντές του μαθητή του περισσότερο, και δεν είχε άδικο. Ο Müller, αν και παρέδιδε τη διατριβή του, δέχτηκε να συνοδεύσει τον βαρόνο.
Το ταξίδι ξεκίνησε στις 20 Αυγούστου 1817, με τη Βιέννη ως πρώτο ενδιάμεσο σταθμό στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη.Στη Βιέννη ζούσε ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων διανοουμένων και για αυτόν το λόγο θα παρέμεναν εκεί για μεγαλύτερο διάστημα. Η εκτίμηση της οποίας έχαιρε ο Βαρόνος von Sack, άνοιγε πόρτες στον φιλομαθή Müller, ο οποίος σχεδίαζε το υπόλοιπο ταξίδι. Ταυτόχρονα τον παρότρυναν να αποκτήσει γνώσεις της νέας ελληνικής γλώσσας και στη Βιέννη το έδαφος ήταν πρόσφορο. Η συναναστροφή με τόσους πολλούς εξόριστους Έλληνες της Βιέννης και μέλη της Φιλικής Εταιρείας, τον έφερε σε εντατική άμεση γνωριμία με τις πολιτικές και ιδεολογικές τους ζυμώσεις και προσδοκίες. Και αυτό που του μετέδωσαν με βεβαιότητα ήταν ο αγωνιστικός τους πόθος για απελευθέρωση από την τουρκική κυριαρχία. Η ζωντανή ταύτισή του με τον ελληνικό αγώνα, που καλλιεργήθηκε εδώ, θα αποκρυσταλλωθεί λίγο αργότερα στα ελληνικά του τραγούδια.
Λόγω της πανδημίας πανώλης που είχε ξεσπάσει στην Κωνσταντινούπολη, το ταξίδι συνεχίστηκε στις 06/11/1817 προς την Ιταλία: αφού διέσχισαν την Τριέστη, Βενετία, Φερράρα, και Μπολόνια, έφτασαν στη Φλωρεντία, και από εκεί κατέβηκαν στη Ρώμη. Η γοητεία που του ασκεί η Ρώμη, και η ύπαρξη μιας πολυπληθούς γερμανικής “παροικίας”, τον οδήγησαν στην απόφαση να παραμείνει εκεί ακόμη και όταν οι συνταξιδιώτες του αποχωρούν. Συντάσσει το “ιταλικό” του βιβλίο, “Rom, Römer und Römerinnen” με το οποίο απέκτησε γρήγορη αναγνώριση. Το βιβλίο, που δεν προβάλλει κάποιο αρχαιογνωστικό ή αισθητικό ενδιαφέρον, επικεντρώνεται στις εθνικές ιδιαιτερότητες της πολιτιστικής ζωής, στο πνεύμα της εθνικο/ρομαντικής ιδεολογίας προσέγγισης της λαογραφίας. Εδώ αφέθηκε στη σαγήνη των εθίμων, παραδόσεων, χορών, εορτών, της γλώσσας και των λαϊκών τραγουδιών. Η εμπειρία αυτή του προσέφερε σημαντικά ερεθίσματα στην αναζήτηση της σύγχρονης τέχνης. Εμπειρία που συν τοις άλλοις λειτούργησε ως υπόστρωμα για την “κριτική” διασταύρωση του κλασικού ιδεώδους με το “νότιο” τρόπο ζωής, η οποία θα είναι καθοριστικής σημασίας για την δημιουργία και την ανάδυση της εικόνας του Müller για την Ελλάδα. Είναι ενδιαφέρον επίσης εδώ ότι ανέπτυξε μια πολιτική νοοτροπία, υπό το πρίσμα της οποίας ο δεσποτισμός και δογματισμός της Εκκλησίας υποβλήθηκαν σε σκληρή κριτική. Αξιοσημείωτη είναι η συνδιαλλαγή του πολιτικού του φιλελευθερισμού με τον εθνικό ρομαντισμό.
Επιστρέφοντας στο Dessau θα βιοπορισθεί διδάσκοντας ελληνικά και λατινικά. Εκτός από ποιητής, είναι φιλόλογος και ιστορικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, καταπιάνεται με την κριτική, μετάφραση και επιμέλεια κειμένων. Από το 1821 και έπειτα αφιερώνεται σε μια πολύπλευρη εκδοτική, λογοτεχνική και μεταφραστική ενασχόληση με την Ελλάδα (αποδεικνύοντας ότι ο Φιλελληνισμός του δεν περιορίσθηκε μόνο στην ποίηση). Στα “Τραγούδια των Ελλήνων” (“Lieder der Griechen”) βρήκε τον τρόπο να ανοιχθεί σε έναν “πολιτικό λυρισμό”, λαμβάνοντας ως πρότυπά του, έξω από τον γερμανικό χώρο, τον Λόρδο Βύρωνα και τον Beranger (Βερανζέρο), επιθυμώντας να εκφράσει έναν αντίστοιχο μαχητικό φιλελευθερισμό. Ξεκινά να τα συντάσσει από την αρχή ακόμη της επανάστασης, όταν όλα είναι εξαιρετικά αβέβαια για την πορεία της, και δεν παύει να ενημερώνεται συνεχώς για τις εξελίξεις της. Η αστυνομία του Μέτερνιχ παρακολουθεί τα πάντα προκειμένου να προστατεύσει τον Αυστροουγγρικό θρόνο. Αυτό δεν θα τον αποτρέψει καθόλου από την έκδοση της πρώτης φιλελληνικής συλλογής ασμάτων (“Lieder der Griechen”). Και όχι μόνο αυτό, θα συνεχίσει να μάχεται συγγραφικά υπέρ της Ελλάδος, ακόμη και μετά την απαγόρευση των ποιημάτων του,ακόμη και αφού πολλοί φιλέλληνες θα επιστρέψουν απογοητευμένοι στις πατρίδες τους μετά τη μάχη του Πέτα (04/07/1822).
Η ανενδοίαστη υποστήριξή του στους εξεγερμένους Έλληνες πρέπει να αναγνωσθεί ως κατεξοχήν έκφραση αναζήτησης της ελευθερίας: είναι σαφές ότι ακόμη και όταν ο θυμός του στρέφεται πρωτίστως απέναντι στην τουρκική κυριαρχία, δηλώνεται παράλληλα η οργή του για την πολιτική κατάσταση σε άλλα μέρη της Ευρώπης και της Γερμανίας. Ο ελληνικός αγώνας βρίσκεται στην κορυφή του οράματος του Müller για απελευθέρωση. Στο ποίημα του με τίτλο “Οι Έλληνες προς τον Αυστριακόν Παρατηρητήν” (“Die Griechen an den Österreichischen Beobachter“), που είναι η εφημερίδα του Μέτερνιχ, βρίσκουμε ξανά σαρκαστικές επιθέσεις απέναντι στον αντιδραστικό ρόλο της ανθελληνικής Ιερής Συμμαχίας.
Συμπληρωματικά εκδίδει το 1822 δεύτερο τεύχος με άλλο οκτώ ποιήματα, ένα εκ των οποίων είναι αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Υψηλάντη (“Alexander Ypsilanti aus Munkacs”), στο οποίο τον παρομοιάζει με τον Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες, καταδεικνύοντας έτσι την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων και εξυμνώντας το ελληνικό έθνος διαμέσου των αιώνων. Αλλά και το ποίημα του “Ο μικρός Υδραίος” (“Der kleine Hydriot”)έγινε ευρύτατα αγαπητό στη Γερμανία, όπου είναι ακόμη γνωστό.
Το 1823 εξέδωσε τρία τεύχη με “Νέα Τραγούδια των Ελλήνων” (“Neue Lieder der Griechen“), όπου αναφέρεται και πάλι στην ανοχή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έναντι των Τούρκων και κάνει έκκληση για βοήθεια προς την Ελλάδα. Το πρώτο τεύχος περιέχει επτά άσματα, το δεύτερο οκτώ και το τρίτο επτά. Ορισμένοι τίτλοι που καθρεφτίζουν το πνεύμα στο οποίο κινείται, είναι: “Θερμοπύλες”, “Μπότσαρης”, “Ύδρα”, “Μπουμπουλίνα”, “Η Σουλιώτισσα”, “To νίψιμο των χειρών του Πόντιου Πιλάτου”, “Η μολυσμένη ελευθερία”.
Έναν χρόνο αργότερα εκδίδει τα “Νεότατα Τραγούδια των Ελλήνων” (“Neueste Lieder der Griechen”), μια συλλογή επτά ποιημάτων, μεταξύ των οποίων: “Κωνσταντίνος Κανάρης”, “Μάρκος Μπότσαρης”, “Οι τελευταίοι Έλληνες” και το έξοχο “Η Ελλάς και ο Κόσμος”, όπου ο ποιητής διατυπώνει τη θέση ότι χωρίς την Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει η έννοια της Ελευθερίας, που νοηματοδοτεί και τον υπόλοιπο κόσμο. Και για αυτόν τον λόγο οφείλουν όλοι οι λαοί να συμμετάσχουν στον δίκαιο αγώνα της:
“Ελάτε λαοί από όλες τις ζώνες/ ελάτε και βοηθήστε να την απελευθερώσουμε/ αυτήν που όλους εσάς απελευθέρωσε!”
(“Kommt, ihr Völker aller Zonen/ Kommt und helfet frei sie machen/Die euch alle frei gemacht!”).
Σε μια δύσκολη χρονικά στιγμή για την Επανάσταση, ο Müller μένει πιστός συμπαραστάτης της.
Όπως επίσης είναι θαυμαστό το γεγονός ότι γράφει ξανά ένα ποίημα για τον Μπότσαρη, δύο χρόνια μετά τη Μάχη στο Πέτα, που είχε ως αποτέλεσμα πολλοί Φιλέλληνες να επιστρέψουν απογοητευμένοι στις πατρίδες τους. Ο ποιητής Müller θέλει να εμψυχώσει τον αγώνα των Ελλήνων και Φιλελλήνων που συνεχίζεται και να υπενθυμίσει ότι το φρόνημά τους πρέπει να αναμετράται πάντα με αυτό των συναγωνιστών τους:
“Άνοιξε τις υψηλές σου πύλες, Μεσολόγγι, Πόλη των Tιμών / εκεί που κείνται τα κορμιά των Ηρώων, που μας διδάσκουν να πεθαίνουμε με χαρά! […] Toυ Μάρκου Μπότσαρη σου φέρνουμε το ευγενές σώμα,/ του Μάρκου Μπότσαρη! Ποιός θα τολμούσε να παραπονεθεί σε τέτοιους ήρωες;”
(“Öffne deine hohen Thore, Missolunghi, Stadt der Ehren / Wo der Helden Leichen ruhen, die uns fröhlich sterben lehren! […] Mark Bozzari’s edlen Leib bringen wir zu dir getragen,/Mark Bozzari’s! Wer darf’s wagen, solchen Helden zu beklagen?”)
Ο Müller έγραψε και ένα σημαντικό ποίημα για τον Λόρδο Βύρωνα, καθώς και τέσσερα άλλα για το Μεσολόγγι. Αυτά εκδόθηκαν το 1825.
Δημοσίευσε επίσης ένα έργο σχετικό με τον Ελληνικό Βίο. Ο θάνατος του δεν τον άφησε να ολοκληρώσει ένα έργο για το Νεότερο Ελληνικό Βίο. Κάποια από τα έργα του όμως εκδόθηκαν το 1829 υπό τον τίτλο Egeria.
Ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί από τον Schubert (οι περίφημες συλλογές τραγουδιών Winterreise και Die Schöne Müllerin) και τον Brahms. Από τα έργα του Müller στην Ελλάδα, περισσότερο γνωστό είναι το τραγούδι “Η φλαμουριά” από το ποίημα του με τίτλο “Lindenbaum”, και λιγότερο τα ποιήματα για το 1821. Επίσης το 2000 έγινε αφιέρωμα στον Β. Μύλλερ από την Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων με συναυλία του Αυστριακού τενόρου Wolfgang Holzmair και έκδοση τιμητικού τόμου με μεταφράσεις φιλελληνικών ποιημάτων του Müller από τον Αλέξανδρο Ίσαρη.
Προς τιμήν του σπουδαίου Φιλέλληνα ποιητή Wilhelm Müller, η Ελλάδα «ευγνωμονούσα» προσέφερε πεντελικό μάρμαρο στη γενέτειρά του, Dessau, για να φιλοτεχνηθεί προτομή και εντοιχισμός αναμνηστικής πλάκας στην οικία του. Η επιγραφή του μνημείου είναι γραμμένη στα ελληνικά: «Τω της ελληνικής ελευθερίας αοιδώ τον λίθον εκ των Αττικών και Λακωνικών λατομείων, η Ελλάς ευγνωμονούσα». Στις τέσσερις πλευρές του βάθρου απεικονίζονται ως γυναικείες μορφές η Ποίηση, η Επιστήμη, η Γερμανία και η Ελλάδα που σπάει τις αλυσίδες της κρατώντας ξίφος. Η αποκάλυψη του αγάλματος έλαβε χώρα στις 30 Σεπτεμβρίου 1891.
Το δικό μας αντίδωρο στη μνήμη του μεγάλου Φιλέλληνα ποιητή ίσως παρατηρήσει ο προσεκτικός περιπατητής, όταν βρεθεί στους δρόμους του Μεταξουργείου. Ένας δρόμος που τέμνεται με την οδό Κεραμεικού μετονομάσθηκε το 1884 σε “οδό Μυλλέρου”, μετά από πρόταση του θεμελιωτή της ελληνικής λαογραφίας, Νικολάου Πολίτη, στον δήμαρχο Αθηνών Δημήτρη Σούτσο. Μια μικρή προσφορά για έναν μεγάλο ποιητή που απετέλεσε την ψυχή του Φιλελληνισμού στην Γερμανία.