Το Βερολίνο έχει καλές ιδέες, αλλά η υποστήριξη από τους διεθνείς εταίρους και από την εγχώρια κοινή γνώμη είναι λιγότερο βέβαιη. Τις προάλλες είδα ένα όνειρο. Ηταν καλοκαίρι του 2030 και εγώ καθόμουν σε ένα παγκάκι και αναλογιζόμουν πώς η Γερμανία διέσωσε την Ευρώπη.
Μετά την κρίση του κορωνοϊού, το 2020, η Γερμανίδα καγκελάριος είχε μεσολαβήσει για να δημιουργηθεί ένα πακέτο ανάκαμψης που περιελάμβανε μεγάλες μεταβιβάσεις πόρων και δάνεια για τις οικονομίες της Νότιας Ευρώπης, που είχαν πληγεί περισσότερο.
Το πακέτο βασιζόταν σε κοινό δανεισμό. Η Γερμανία είχε φροντίσει να διατηρηθεί εποικοδομητική συνεργασία ανάμεσα στην Ε.Ε. και τη Βρετανία μετά το Brexit, είχε βοηθήσει τους πολίτες της Πολωνίας και της Ουγγαρίας να υπερασπιστούν την φιλελεύθερη δημοκρατία, είχε φέρει σε δύσκολη θέση τον Βλαντιμίρ Πούτιν προχωρώντας με σοβαρότητα σε κοινή ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, είχε χρησιμοποιήσει τις εξουσίες της Ε.Ε. για να επιβάλει περιορισμούς στο Facebook, είχε διαμορφώσει κοινή στρατηγική απέναντι στην Κίνα και είχε μετατρέψει την ευρωπαϊκή πράσινη συμφωνία σε παγκόσμιο πρότυπο.
Ολα αυτά τα είχε πετύχει εργαζόμενη ως «πρώτη μεταξύ ίσων» με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ συνεργαζόταν και με τις ΗΠΑ και άλλες δημοκρατίες ανά τον κόσμο. Υλοποιώντας τη φιλόδοξη ατζέντα της, είχε διατηρήσει το πολιτισμένο, συναινετικό ύφος πολιτικής και τη λαϊκή υποστήριξη.
Τι κατόρθωμα για τη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 2030 και πόσο μεγάλη αντίθεση με τις αρχές του 1930!
Η μεγάλη αλλαγή
Το όνειρό μου τροφοδότησε ο επταετής προϋπολογισμός και το πακέτο ανάκαμψης της Ε.Ε., που ανέρχονται σε 1,8 τρισ. ευρώ, όπως συμφωνήθηκε με τη μεσολάβηση της καγκελαρίου Μέρκελ, του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και των επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών σε μαραθώνια διάσκεψη πριν από λίγες εβδομάδες.
Αυτό που άνοιξε την πόρτα του συμβιβασμού ήταν η μεγάλη αλλαγή στη γερμανική στάση, με την αποδοχή εκ μέρους της, της ανάγκης για δημοσιονομική αλληλεγγύη.
Πέρυσι τέτοια εποχή ήμουν τόσο απελπισμένος για τις δυνατότητες του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού να αλλάξει τα πράγματα, που είχα υποστηρίξει ότι ο μόνος τρόπος να προωθηθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη, ήταν να φύγει από την εξουσία.
Η Ιστορία με διέψευσε με τον τρόπο που συνηθίζει να διαψεύδει τους πάντες – μέσα από μια τελείως αναπάντεχη εξέλιξη.
Με αυτό που ο Χέγκελ θα αποκαλούσε «πονηριά του λόγου στην Ιστορία», η από καιρού επιβεβλημένη στροφή της Γερμανίας επισπεύσθηκε εξαιτίας ενός ασιατικού ιού και μιας απόφασης του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Ο πρώτος έπεισε ακόμη και τη δύσπιστη γερμανική κοινή γνώμη ότι οι χώρες της Νότιας Ευρώπης υποφέρουν από μια καταστροφή για την οποία δεν ευθύνονται και άρα αξίζουν οικονομική αλληλεγγύη.
Η δεύτερη, η προειδοποιητική βολή πάνω από το κεφάλι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από το δικαστήριο, κατέστησε σαφές ότι δεν μπορούν οι ηγέτες να αφήσουν τα πάντα στη νομισματική πολιτική της τράπεζας και είναι απαραίτητο να υπάρξει μια πανευρωπαϊκή δημοσιονομική απάντηση. Η ελπίδα που διατύπωσα σε ένα σχόλιό μου νωρίτερα εφέτος έγινε πράξη και η Μέρκελ άδραξε την ευκαιρία και με τα δύο χέρια. Της βγάζω το καπέλο.
Υπάρχουν και μακροπρόθεσμες εξελίξεις που τροφοδοτούν το αισιόδοξο όνειρό μου. Στο Βερολίνο, μια κρίσιμη μάζα πολιτικών, αξιωματούχων, δημοσιογράφων, ινστιτούτων και ιδρυμάτων σκέφτεται πολύ σοβαρά ποια πρέπει να είναι η ευρωπαϊκή στρατηγική – και όχι μόνο αναφορικά με την εναλλασσόμενη προεδρία της Ε.Ε., που τώρα κατέχει η Γερμανία.
Στην πρόσφατη δημοσκόπηση μεταξύ επαγγελματιών της εξωτερικής πολιτικής από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, το 97% των ερωτηθέντων είπε ότι η Γερμανία είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Ε.Ε. και το 82% ότι είναι η χώρα με την οποία «γίνονται οι περισσότερες επαφές». Στην Ευρώπη, η Γερμανία είναι το απαραίτητο έθνος.
Ξυπνώντας, όμως, από το όνειρό μου, από τις κρύες σταγόνες της βροχής που συνηθίζει να μας στέλνει το βρετανικό καλοκαίρι, βλέπω δύο σημαντικές δυσκολίες στον ορίζοντα. Από την πρώτη γερμανική ενοποίηση, πριν από ενάμιση αιώνα, η χώρα πάλευε με το πρόβλημα που ο παλιός καγκελάριος Κουρτ-Γκέοργκ Κίζιγκερ αποκαλούσε «το κρίσιμο μέγεθός της». Ο σχεδόν συνονόματός του, Χένρι Κίσινγκερ, το έθεσε πιο ξεκάθαρα: «Πολύ μεγάλη για την Ευρώπη, πολύ μικρή για τον κόσμο». Η διατύπωση του Κίσινγκερ είναι ιδιοφυής, αλλά όχι απόλυτα σωστή. Η Γερμανία είναι υπερβολικά μεγάλη για να είναι μία ακόμη ευρωπαϊκή χώρα, αλλά δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να ηγεμονεύσει στην Ευρώπη, πόσο μάλλον στον κόσμο.
Οχι χωρίς εταίρους
Ετσι, όσο σοφή και αν είναι η γερμανική στρατηγική, δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς εταίρους. Οι γιγάντιες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της αναδυόμενης απολυταρχικής κινεζικής υπερδύναμης –που είναι για τις αρχές του 21ου αιώνα ό,τι ήταν η αυτοκρατορική Γερμανία για την Ευρώπη στις αρχές του 20ού– δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν, εάν δεν επιστρέψουν οι ΗΠΑ, υπό τον Τζο Μπάιντεν, σε μια εποικοδομητική συνεργασία με τη διεθνή κοινότητα και εάν δεν επιτευχθεί η στρατηγική εμπλοκή χωρών όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Ινδία.
Τα προβλήματα της Ευρώπης δεν μπορούν να λυθούν χωρίς την ενεργό συμμετοχή όχι μόνο της Γαλλίας και της Ισπανίας, αλλά και της Ιταλίας (που είναι προφανώς απασχολημένη με τα εσωτερικά της), της Πολωνίας (που τώρα υιοθετεί πεπαλαιωμένη αντι-γερμανική γραμμή), της Ολλανδίας και άλλων.
Για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας, η Ευρώπη χρειάζεται επίσης το κύρος της Βρετανίας – που είναι ο κυριότερος στρατηγικός λόγος να προσπαθήσει η Μέρκελ να επιτύχει στο ζήτημα του Brexit, κάτι που πιστεύω ότι έχει ακόμη περιθώριο να πράξει το φθινόπωρο.
Ο άλλος μεγάλος άγνωστος είναι η γερμανική κοινή γνώμη. Επιφανειακά, φαίνεται να υπάρχει στη γερμανική κοινωνία μια ισχυρά φιλοευρωπαϊκή συναίνεση. Αλλά πιο βαθιά σοβούν κάποιες ανησυχητικές τάσεις. Ο έξω κόσμος πάντοτε καιροφυλακτεί για να διαπιστώσει αν θα επανεμφανιστεί η τάση για μια Μεγάλη Γερμανία, αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η Μεγάλη Ελβετία, το «αφήστε μας μόνους μας να είμαστε πλούσιοι και ελεύθεροι».
Το γερμανικό στερεότυπο, σύμφωνα με το οποίο η Νότια Ευρώπη απομυζά τους ενάρετους σκληρά εργαζόμενους Βορειοευρωπαίους δεν έχει εξαφανιστεί. Ο τρόπος με τον οποίο αυξήθηκε η εκλογική επιρροή της ξενοφοβικής ΑfD μετά την προσφυγική κρίση ήταν ένα ανησυχητικό σημάδι. Το ίδιο είναι και οι καλά τεκμηριωμένες αναφορές για ακροδεξιές συμπάθειες στο στράτευμα και στις δυνάμεις ασφαλείας. Και τέλος, η σύγχρονη γερμανική κοινωνία δεν έχει ακόμη περάσει πραγματικά δύσκολες στιγμές.
Πρέπει να είναι εξοργιστικό για τους Γερμανούς να τους αποκαλεί ο Τραμπ «απατεώνες», αλλά ο συναισθηματικός εξτρεμισμός της αποξένωσης από τις ΗΠΑ υπερβαίνει την ορθολογική απέχθεια προς τον Τραμπ. Στην τελευταία δημοσκόπηση του ινστιτούτου Κέρμπερ, μόλις 37% των Γερμανών θεωρούν ότι οι στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ είναι σημαντικότερες από τις στενές σχέσεις με την Κίνα, ενώ 36% λένε ότι η σχέση με την Κίνα είναι σημαντικότερη και το 13% υποστηρίζει τις ίσες αποστάσεις.
Η Γερμανία δεν μπορεί να εμφανίσει από το μηδέν διεθνείς εταίρους, αλλά το εσωτερικό ζήτημα βρίσκεται στα χέρια της. Οπως έχει δηλώσει ο διακεκριμένος πρώην πρέσβης της Γερμανίας στην Κίνα, Φόλκερ Στάντσελ, η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί πλέον να αφήνεται στις ελίτ. Πρέπει να ενσωματωθεί σε μια πολύ ευρύτερη διαδικασία εκπαίδευσης και δημοκρατικής συζήτησης. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο εξαιτίας του «κρίσιμου μεγέθους» της χώρας και των σκιών του παρελθόντος της.
Η Γερμανία δεν μπορεί ποτέ να ηγεμονεύσει στο γήπεδο, μπορεί όμως να είναι ο σταθερός και ταλαντούχος μέσος στον οποίο βασίζεται η συνοχή της ομάδας – και ας μην εισπράττει χειροκροτήματα επειδή σκόραρε. Και όμως, μερικές φορές, αυτοί οι μέσοι είναι οι πραγματικοί ήρωες του αγώνα.
* Ο κ. Timothy Garton Ash είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.