Η πληροφορία μού ήρθε με δελτίο τύπου μέσω email. Η γερμανική νεοφυής εταιρεία αεροπλοΐας “Lilium”, συγκεντρώνοντας άλλα 35 εκατομμύρια δολάρια από τον Baillie Gifford & Co., τον μεγαλύτερο επενδυτή στην Tesla Inc., ανέβασε μέχρι σήμερα τις συνολικές επενδύσεις της σε περισσότερα από 375 εκατομμύρια δολάρια.
Αυτό την τοποθετεί αυτομάτως στη λίστα με τους «μονόκερους» (unicorns) στον κόσμο, δηλαδή τις πετυχημένες νεοφυείς, κυρίως τεχνολογικές εταιρείες (start-ups) που έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν σε αξία το ένα δισεκατομμύριο δολάρια και δεν έχουν εισαχθεί ακόμη σε κάποιο χρηματιστήριο.
Μετά την Celonis, η οποία συμπεριλήφθηκε στην παραπάνω λίστα το 2018 (η αξία της αποτιμήθηκε σε 2,5 δισεκατομμύρια $ στο τέλος του 2019), η “Lilium” είναι η δεύτερη start up (και μια από τις εκατοντάδες) που αναδύθηκε από το Πολυτεχνείο του Μονάχου (Technische Universität München, TUM) και εντάχθηκε στο συγκεκριμένο κλαμπ των ελίτ εταιρειών.
Το ηλεκτροκίνητο αεροταξί που αποτελεί το προϊόν της και το οποίο αναμένεται να βγει στην αγορά μέχρι το 2025, την τοποθέτησε επίσης, στη λίστα με τις πιο καινοτόμες start ups της Ευρώπης για το 2020.
Η “Lilium” ιδρύθηκε το 2015 από αποφοίτους του TUM και τράβηξε εξαρχής την προσοχή μεγάλων επενδυτών, όπως του Niklas Zennström, συνιδρυτή της Skype και του κινεζικού ιντερνετικού «γίγαντα» Tencent, ο οποίος το 2017 προχώρησε σε μια επένδυση 90 εκατομμυρίων $, ενώ τον περασμένο Μάρτιο η εταιρεία ανακοίνωσε ότι ο τελευταίος γύρος χρηματοδότησης της απέφερε 40 εκατομμύρια $ επιπλέον.
Και αν σας φαίνεται να είναι τυχαίο όλο αυτό σας διαβεβαιώνω πως δεν είναι καθόλου, αφού «η διασύνδεση της έρευνας με την επιχειρηματικότητα και τον κλάδο των επιχειρήσεων (business sector) υπήρξε η βασική έμπνευση και ο στόχος των ιδρυτών του Πολυτεχνείου το 1868 και εξακολουθεί να είναι», όπως μού εξηγεί από το Μόναχο μέσω Skype ο Δρ. Αλέξανδρος Ε. Παπαδερός, ο οποίος αποτελεί ακόμη μια περίπτωση Έλληνα, που διαπρέπει στο εξωτερικό. Πρόκειται για τον “science manager” που κινεί τον παραπάνω επιτυχημένο μηχανισμό από τη θέση του Αναπληρωτή Διευθυντή του Γραφείου Έρευνας και Καινοτομίας του Πολυτεχνείου του Μονάχου (TUM Office for Research and Innovation, TUM ForTe) και του Υπεύθυνου Καινοτομίας.
«Το Πανεπιστήμιο της Επιχειρηματικότητας»
«Η Lilium είναι μια από τις 75 περίπου εταιρείες «τεχνοβλαστούς» που κατά μέσο όρο από το 2012 αναδύονται σε ετήσια βάση από το Πολυτεχνείο του Μονάχου, το οποίο δικαίως αποκαλείται και ως «Το Πανεπιστήμιο της επιχειρηματικότητας» στη Γερμανία.
Από το 1990 περίπου 1000 start–ups έχουν δημιουργηθεί μέσα σε αυτό, ενώ κάθε χρόνο συνάπτονται κατά μέσο όρο 1200 συμβάσεις συνεργασίας με επιχειρήσεις και άλλα ακαδημαϊκά ιδρύματα και κατατίθενται περίπου 60 αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας», συμπληρώνει ο Δρ. Αλέξανδρος Ε. Παπαδερός, δείχνοντάς μου παράλληλα κάτι ακόμη πιο «φρέσκο», τη φωτογραφία του aCAR, ενός ηλεκτροκίνητου “all arounder”, το οποίο αποτελεί δημιούργημα μιας ακόμη “spin-off” του TUM, δίνοντάς μου και την είδηση: «Το όχημα διατίθεται ήδη στην αγορά. Το “a” σημαίνει πως σχεδιάστηκε αρχικά για την Αφρική.
Πρόκειται για ένα ηλεκτροκίνητο όχημα εκτός δρόμου που θα εξυπηρετήσει της ανάγκες του πληθυσμού πολλών αφρικανικών υποσαχάριων περιοχών που δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες. Έχει χωρητικότητα φορτίου ενός τόνου και εμβέλεια 80 χλμ.
Η μπαταρία ισχύος 20 KWh εκτός από πηγή ενέργειας έχει πολλές χρήσεις, ενώ στην οροφή του οχήματος υπάρχουν ηλιακές μονάδες που συγκεντρώνουν την ηλιακή ενέργεια όλη τη μέρα», εξηγεί ο κ. Παπαδερός, συμπληρώνοντας πως για το aCAR εκδήλωσε ενδιαφέρον ακόμη και το Ίδρυμα Bill Gates.
Ένα επιτυχημένο λειτουργικό μοντέλο
Προσπαθώ να μάθω όσα μπορώ για το λειτουργικό μοντέλο του τμήματος στο οποίο ηγείται ο Δρ. Αλέξανδρος Ε. Παπαδερός, ο οποίος μού εξηγεί απλά πως το Πολυτεχνείο του Μονάχου χρηματοδοτεί βασική έρευνα προσανατολισμένη στη γνώση, καθώς και εφαρμοσμένη έρευνα που εστιάζει σε συγκεκριμένα προβλήματα.
Και οι δύο αυτές ερευνητικές κατευθύνσεις αλληλοσυμπληρώνονται και διαμορφώνουν τη μεταφορά γνώσης και τεχνολογίας στην κοινωνία σε συνεργασία με τη οικονομία. «Σε πολλούς τομείς, η βασική έρευνα που διεξάγεται στο TUM οδηγεί στο επόμενο βήμα, την εφαρμοσμένη έρευνα και συχνά σε συνεργασία με επιχειρήσεις. Σε αυτή την διαδικασία, τα συμφέροντα των εφευρετών και των ερευνητών προστατεύονται με βάση την Πολιτική Διανοητικής Ιδιοκτησίας του TUM».
Η λειτουργική μονάδα – TUM ForTe, δηλαδή το Γραφείο Έρευνας και Καινοτομίας το οποίο διευθύνει, είναι το πρώτο σημείο επαφής και ο κεντρικός φορέας συντονισμού για οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων και του ερευνητικού τομέα, η οποία παρέχει στους επιστήμονες και τους ερευνητές επαγγελματικές και ολοκληρωμένες συμβουλές σχετικά με τη χρηματοδότηση της έρευνας και τη μεταφορά τεχνολογίας.
«Από τη δεκαετία του ΄90 θέσαμε ως στόχο και την τρίτη αποστολή, πέρα από την έρευνα και την εκπαίδευση, δηλαδή τη διασύνδεσή της γνώσης με την οικονομία και την κοινωνία γενικότερα και αρχίσαμε να «χτίζουμε» σιγά-σιγά πάνω σε αυτό.
Από το 2000 αναπτύχθηκε μέσα στο Πολυτεχνείο η επιχειρηματική κουλτούρα, η οποία διαχρονικά υποστηρίχθηκε από κατάλληλες στρατηγικές και από υποδομές», σχολιάζει ο κ. Παπαδερός, ο οποίος συμπληρώνει, πως χωρίς ομοσπονδιακή και κρατική χρηματοδότηση, αλλά και χωρίς χρηματοδότηση από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τον επιχειρηματικό τομέα, πολλά από τα ερευνητικά προγράμματα του Πολυτεχνείου δεν θα ήταν δυνατά, καθώς το TUM απορροφά ένα σημαντικό ποσό κονδυλίων.
Από την έρευνα στην πατέντα μια… κουλτούρα δρόμος
Ένας τεράστιος όγκος του ερευνητικού έργου που παράγεται σήμερα στην Ελλάδα δυστυχώς βρίσκεται σκονισμένος στα συρτάρια των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων αντί να μετατρέπεται σε νέα προϊόντα και θέσεις εργασίας.
Παρότι το ταλέντο και οι ιδέες ήταν πάντα πλούσια στα πανεπιστήμιά μας, προσφέροντάς μας ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, τελικά δεν έχουμε καταφέρει να τα εκμεταλλευτούμε όσο θα μπορούσαμε.
Κατά καιρούς έχουν τεθεί σε εφαρμογή διάφορα φιλόδοξα προγράμματα στήριξης της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας με αφετηρία τα ερευνητικά ιδρύματα, αλλά φαίνεται πως αυτό δεν αρκεί. Αλήθεια τόσο δύσκολη είναι η μετάβαση από την έρευνα στην πατέντα και στην εφαρμογή της; «Είναι ζήτημα κουλτούρας και mindset (στάση του νου), η οποία δεν υπάρχει αυτονόητα στα πανεπιστήμια και στην κοινωνία ευρύτερα.
Όπως κάθε πανεπιστήμιο, έτσι και τα ελληνικά πανεπιστήμια θα πρέπει να αποφασίσουν, αν θα εστιάζουν περισσότερο στην εκπαίδευση, στην παραγωγή και μετάδοση καινούργιας γνώσης, ή και στη διασύνδεση της παραγόμενης γνώσης με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.
Εδώ θα είναι χρήσιμο να δούμε τον ρόλο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (πατέντες). Θα σας πω κάτι που ίσως να μη γνωρίζετε. Το 80% της τεχνικής πληροφορίας ανά τον κόσμο βρίσκεται μέσα στις πατέντες.
Οι περισσότεροι ερευνητές ψάχνουν να βρουν το state of the art (Επιστημονική/Τεχνολογική αιχμή) μέσα στις επιστημονικές δημοσιεύσεις και όχι στις βάσεις δεδομένων των διπλωματών ευρεσιτεχνίας και αυτό είναι λάθος.
Οι δημιουργοί της “Lilium” δεν θα είχαν φτάσει ποτέ στο ηλεκτροκίνητο αεροταξί αν δεν είχαν ψάξει να βρουν τι υπάρχει ήδη ως τεχνολογική εξέλιξη μέσα στις πατέντες.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός της προσέλκυσης τόσων επενδυτών. Η εταιρεία προσφέρει μαζί με το ταλέντο των δημιουργών της, το μοναδικό, το καινοτόμο, αυτό που δεν θα το βρεις πουθενά ως state of the art», λέει ο Δρ. Παπαδερός, ο οποίος θεωρεί πως η υποστήριξη της καινοτομίας στα πανεπιστήμια και η διασύνδεσή της με την επιχειρηματικότητα αποτελούν και έναν ελκυστικό τρόπο για να αναστραφεί το brain drain: «Θα πρέπει κάθε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα να δίνει την ευκαιρία στους έμπειρους ερευνητές και στα νέα παιδιά, που θέλουν να ασχοληθούν με την έρευνα να το κάνουν με τα κατάλληλα εφόδια και τις προοπτικές στην Ελλάδα, προς όφελος όλων μας.
Σκεφτείτε ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν δημιουργηθεί στις εταιρείες-τεχνοβλαστούς του Πολυτεχνείου μας περίπου 15.000 θέσεις εργασίες, πολλές από αυτές για high level (υψηλού επιπέδου) ερευνητές!», καταλήγει ο Έλληνας ερευνητής, προσθέτοντας πως η ανάπτυξη των μηχανισμών που προωθούν την καινοτομία και την εκμετάλλευσή της, είναι η λύση σε πολλές ελληνικές παθογένειες, όπως είναι η αναχρονιστική νοοτροπία, η κακή ψυχολογία, η συχνή εναλλαγή προσώπων σε θεσμικούς ρόλους και η απομάκρυνση των experts.
Οι ιδέες, οι επιστημονικές δεξιότητες και τα “λαμπρά” μυαλά περισσεύουν μέσα στα ελληνικά ερευνητικά εργαστήρια. Δυστυχώς η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμη για να αντιληφθεί (εάν το αντιληφθεί ποτέ) πως η ιδέα που γεννιέται μέσα σε αυτά τα εργαστήρια μπορεί να εξελιχθεί, να αποκτήσει αξία και να φέρει πίσω πολλά χρήματα και φυσικά να αποτελέσει κίνητρο για το brain gain.
Ποιος είναι ο Έλληνας science manager
Ο Δρ. Αλέξανδρος Ε. Παπαδερός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή της συμπρωτεύουσας. Σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Ruhr στο Μπόχουμ της Γερμανίας και εργάστηκε ως ερευνητής στο KFA-National Research Center στο Jülich και στο GSF-National Research Center for Environment and Health (GSF-Εθνικό Κέντρο Ερευνών για το Περιβάλλον και την Υγεία) στο Neuherberg κοντά στο Μόναχο. Πριν ενταχθεί στο δυναμικό του Πολυτεχνείου του Μονάχου εργάστηκε ως επιστημονικός σύμβουλος στη Stadtsparkasse München (μια περιφερειακή τράπεζα).
Ο Έλληνας επιστήμονας ξεκίνησε να εργάζεται στο Πολυτεχνείο το 2001 ως ο πρώτος Σύμβουλος Εφευρέσεων στην ιστορία του Ιδρύματος.
Διαθέτει σχεδόν 20 χρόνια εμπειρίας στην προστασία και στην οικονομική αξιοποίηση ερευνητικών αποτελεσμάτων και στη συνεργασία μεταξύ ακαδημαϊκού και επιχειρηματικού και βιομηχανικού πεδίου.
Το ιστορικό του περιλαμβάνει πολυάριθμες περιπτώσεις οικονομικής αξιοποίησης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, διαπραγμάτευση και σύναψη συμβάσεων ερευνητικής συνεργασίας με ακαδημαϊκούς και βιομηχανικούς εταίρους, καθώς και την υποστήριξη της δημιουργίας νεοφυών επιχειρήσεων.
Μεταξύ άλλων, είναι μέλος της Επιτροπής Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας της Βαυαρική Ένωση Βιομηχανίας (Bavarian Industry Association, vbw) και συχνός ομιλητής σε εργαστήρια και σεμινάρια για θέματα μεταφοράς τεχνολογίας και στην Ελλάδα.
Ο κ. Παπαδερός επισκέπτεται τακτικά τη χώρα μας και έρχεται σε επαφή με ελληνικά πανεπιστήμια γιατί: «Όπως και κάθε Έλληνας του εξωτερικού, επιθυμεί να βοηθήσει τη χώρα του, αν τού ζητηθεί βεβαίως, και να καταθέσει τη γνώση και την εμπειρία του σε ένα σχέδιο που θα βοηθήσει ιδιαιτέρως τη νεολαία να καλλιεργήσει μια σωστή επιχειρηματική, εστιασμένη στην καινοτομία, κουλτούρα».