«Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μας θέλει, υπάρχουν αυτοί που μας θέλουν, δεν είμαστε καταδικασμένοι να περιμένουμε την Ευρώπη. Επιθυμούμε την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι στρατηγικός μας προσανατολισμός, θέλουμε να ανήκουμε στο σύστημα των ευρωπαϊκών αξιών και θέλουμε να συνεργαστούμε, αλλά όχι με κάθε τίμημα, να παρακαλούμε συνεχώς μία Ευρώπη που δεν μας θέλει» δήλωσε πρόσφατα ο Σέρβος υπουργός Άμυνας, Αλεξάνταρ Βούλιν, σε συνέντευξή του σε ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό.
Πραγματικά, η ένταξη της Σερβίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια διαδικασία που βρίσκεται χρόνια τώρα σε εξέλιξη χωρίς να έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Ωστόσο, οι Σέρβοι δεν είναι οι μόνοι που εκφράζουν κούραση και δυσανασχετούν με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδιαίτερα μετά το “Brexit”, έγινε αισθητό ότι ακόμη και χώρες που είναι ενταγμένες σε αυτή βιώνουν πλέον τη ραγδαία άνοδο αντιευρωπαϊκών τάσεων και την ενδυνάμωση ενός ρεύματος που είναι γνωστό ως «ευρωσκεπτικισμός».
Η χώρα μας δεν αποτελεί εξαίρεση. Παράλληλα, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση είχε για πολλές χώρες-ανάμεσα στις οποίες είναι φυσικά και η Ελλάδα- σοβαρά πλεονεκτήματα: δημοκρατία, πολιτισμική επικοινωνία, οικονομική ανάπτυξη και βελτίωση των σχέσεων με το εξωτερικό είναι ορισμένα από αυτά. Πλήθος νέων ανθρώπων (πχ μαθητές ή φοιτητές με Erasmus) ταξιδεύουν σήμερα με ευκολία πολύ μεγαλύτερη από ότι στο παρελθόν σε ευρωπαϊκές χώρες και πρωτεύουσες όπως το Παρίσι, το Βερολίνο ή η Ρώμη. Όταν ξέσπασε η φωτιά στον μεγάλο καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων, πλήθος ανθρώπων (κυρίως νέοι ηλικιακά) εξέφρασε τη λύπη του και την αλληλεγγύη του προς τους Γάλλους. Επομένως, ποια είναι η κατάσταση της Ευρώπης και ποιο το μέλλον της Ένωσης;
Το βιβλίο Από τον Μακιαβέλλι στη Μερκιαβέλλι, που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε σχετικά πρόσφατα, προσφέρει άφθονο υλικό για προβληματισμό. Μέσα στο βιβλίο, εξετάζοντας υπό το πρίσμα της θεωρίας του για τα διακινδύνευση την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Γερμανός Κοινωνιολόγος Ulrich Beck υπογραμμίζει το γεγονός ότι η εθνοκρατική τάξη πραγμάτων έχει καταστεί εύθραυστη εξαιτίας των επαπειλούμενων καταστροφών, κάτι που έχει ως συνέπεια τη μεταβολή της εξουσίας και της πολιτικής. Το Τσέρνομπιλ, η κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ., η 11η Σεπτεμβρίου, η κλιματική αλλαγή αλλά και η κρίση του ευρώ, ως γεγονότα παγκόσμιας σημασίας, πιστοποιούν αυτή τη μεταβολή, που σηματοδοτεί και την υπέρβαση της εθνοκρατικής πολιτικής (σ. 54).
Ωστόσο, είναι ακόμη άγνωστο το προς ποια κατεύθυνση θα γίνει αυτή η μεταβολή. Ο Beck, παρατηρώντας τις πρόσφατες εξελίξεις, παρατηρεί ότι ανοίγονται μπροστά μας δύο δυνατότητες: μια αποτελεσματική συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών, ως αναγκαίο μέτρο διάσωσης προ της καταστροφής («εγελιανό σενάριο»-αισιόδοξο), ή μια πιθανή αναστολή της ισχύουσας τάξης για χάρη του κοινού καλού («σμιτιανό σενάριο»-απαισιόδοξο) (σσ. 58-60).
Στην καλύτερη περίπτωση λοιπόν, η κρίση θα υποταχθεί χάρη σε μια δημοκρατική συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών, ενώ στη χειρότερη προβλέπεται το τέλος της δημοκρατίας, δηλαδή μια απολυταρχική διακυβέρνηση (σ. 62). Σύμφωνα με τον Beck, η Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζεται από τρεις διαιρέσεις: 1) διαίρεση μεταξύ κρατών του ευρώ και κρατών που δεν ανήκουν σε αυτό, 2) διαίρεση μεταξύ κρατών-πιστωτών και κρατών οφειλετών 3) διαίρεση σε μια Ευρώπη των δύο ταχυτήτων. (σσ. 84-87).
Και οι τρεις παραπάνω διαιρέσεις οδηγούν προς μια κατεύθυνση: όλες τους ενισχύουν την υπεροχή της Γερμανίας έναντι των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών. Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να μιλάμε για «γερμανική ηγεμονία». Σε αυτό το σημείο ο Beck στρέφεται στη Γερμανίδα ηγέτη, Angela Merkel. Σύμφωνα με τον ίδιο, βασικό χαρακτηριστικό της Merkel είναι η αναποφασιστικότητα, η άρνηση της δράσης (σ. 91).
Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα όσον αφορά τη συμπεριφορά της απέναντι στα κράτη-οφειλέτες, όπου παίζοντας «ένα poker εξουσίας», σύμφωνα με τον Beck, αρνείται να λάβει θέση μεταξύ των εθνοκρατικών ορθοδόξων και των ευρωπαϊστών, ή μάλλον, η συμπεριφορά της αφήνει και τις δύο δυνατότητες ανοικτές. Αντιμετωπίζοντας αυτή την πρακτική ως χαρακτηριστικό δείγμα μακιαβελισμού, ο Beck παρομοιάζει τη Merkel με τον Machiavelli, αποκαλώντας τη σκωπτικά “Merkiavelli” (σ. 93).
Ο μακιαβελισμός της Merkel έγκειται στην αναποφασιστικότητα ως στρατηγική τιθάσευσης. Συγκεκριμένα, μεταχειριζόμενη την πολιτική λιτότητας υπό την απειλή μιας πιθανής άρνησης καταβολής των χρημάτων στα κράτη-οφειλέτες, η Γερμανίδα καγκελάριος εδραιώνει τη γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη (σ. 94).
Μέσω αυτής της μακιαβελικής στρατηγικής, η Merkel πετυχαίνει να συνδυάσει τη βεβαιότητα επανεκλογής της με τον ρόλο της ως αρχιτέκτονα της Ευρώπης (σ. 95). Με αυτόν τον τρόπο όμως, η εσωτερική πολιτική (Γερμανία) γίνεται το κριτήριο για τη διάσωση του ευρώ (Ευρωπαϊκή Ένωση) (σσ. 95-96). Το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα και μας οδηγεί στην τέταρτη συνιστώσα του «μερκιαβελισμού», είναι η επιβολή στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. της γερμανικής επιτακτικής αρχής στην οικονομία: πρόκειται φυσικά για τη λιτότητα (σ. 97).
«Η καγκελάριος διέγνωσε στην κρίση την occasione της, την “ευνοϊκή στιγμή”. Συνδυάζοντας τη fortuna με τη μερκιαβελλική virtù, κατάφερε να εκμεταλλευτεί την ιστορική ευκαιρία και να επωφεληθεί από αυτή τόσο στο πεδίο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής πολιτικής[…] περισσότερη εξουσία στην Ευρώπη και περισσότερη δημοτικότητα εσωτερικά στους Γερμανούς ψηφοφόρους» (σ. 101).
Ύστερα από τη φρίκη του φασισμού και τη θηριωδία του Ολοκαυτώματος για την οποία ήταν υπεύθυνη, η Γερμανία ομολόγησε δημόσια την ενοχή της, ταπεινώθηκε όσο κανείς άλλος, έγινε δημοκρατική, καπιταλιστική και εσωτερίκευσε πλήρως τις αξίες της Δύσης (σ. 112). Ύστερα λοιπόν από δεκαετίες ταπείνωσης, η Γερμανία αρνείται πλέον τη μομφή για ρατσισμό και μιλιταρισμό. Πολύ περισσότερο μάλιστα, αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως τον ηθικό διαφωτιστή ολόκληρης της Ευρώπης (σ. 113). Πώς όμως συνέβη αυτό;
Σύμφωνα με τον Ulrich Beck, το μοντέλο δράσης της Γερμανίας έναντι των άλλων ευρωπαϊκών κρατών είναι το ίδιο με εκείνο της Δυτικής Γερμανίας προ της Επανένωσης. Συγκεκριμένα, όταν η Γερμανία ήταν ακόμη χωρισμένη σε Ανατολική και Δυτική, ο στόχος της γερμανικής ενότητας ήταν ευκταίος και μάλιστα, ενισχυόταν υπό την απειλή της ατομικής ενέργειας.
Στο πλαίσιο αυτό, η ταύτιση με την Ευρώπη ήταν για τη Δυτική Γερμανία εθνική ανάγκη: η πολιτική της επανένωσης ήταν «όσο πιο Ευρωπαίος, τόσο πιο εθνικός» (σσ. 108-109). Μέσω της γερμανικής πολιτικής λιτότητας, απλώς μεταφέρθηκαν στην Ευρώπη οι κεκτημένες «αλήθειες» της γερμανικής επανένωσης και η υπεροψία του οικονομικά ανώτερου (Δυτική Γερμανία) έναντι του οικονομικά υποδεέστερου (Ανατολική Γερμανία) μεταφέρθηκε χωρίς δισταγμό στη σχέση τους με τα κράτη-οφειλέτες. (σσ. 109-110).
Φτάνουμε έτσι λοιπόν σήμερα το ευρωπαϊκό κοινό καλό να ορίζεται μονομερώς από τη Γερμανία, η οποία το βαφτίζει «λιτότητα» (σ. 110) Πολύ περισσότερο, οι Γερμανοί αντιλαμβάνονται ως χρέος τους να είναι οι «προπονητές» των Ισπανών, των Ιταλών και των Ελλήνων για την παγκόσμια αγορά (σ. 111):
«Όπως ο Χέλμουτ Κολ υποσχόταν στην Ανατολική Γερμανία “ανθισμένα τοπία”, έτσι τώρα και η Άνγκελα Μέρκελ τα επιθυμεί για όλη την Ευρώπη» (σ. 111).
Πιθανότατα, αυτή η νέα αυτοαντίληψη των Γερμανών έχει ως στόχο την απενοχοποίηση από τα ναζιστικά εγκλήματα του παρελθόντος. Ο βαθύτερος πόθος των Γερμανών είναι να μη χρειαστεί ξανά να φορέσουν κιλίκιο μετάνοιας (σ. 113). Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να προστεθεί, προς επίρρωσιν της άποψης του Beck, ότι πολυάριθμες έρευνες και συνεντεύξεις με πρώην υποστηρικτές του Hitler, κατέδειξαν ότι το ναζιστικό καθεστώς μεταχειρίστηκε ορισμένες βασικές δικλείδες, ανάμεσα στις οποίες ήταν η αξιοποίηση των αισθημάτων ντροπής, των ναρκισσιστικών ελλειμμάτων, και των εμπειριών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι Γερμανοί ήθελαν να σταματήσουν να αισθάνονται ενοχές και ο Hitler τους προσέφερε ακριβώς αυτό: η ήττα και οι συνακόλουθες ταπεινωτικές κυρώσεις που επέβαλαν οι Σύμμαχοι με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών χαρακτηρίστηκαν «πισώπλατη μαχαιριά» εκ μέρους των «εχθρών του Ράιχ» (σοσιαλιστές και Εβραίοι). Σήμερα, για δεύτερη φορά, οι Γερμανοί θέλουν να σταματήσουν να ντρέπονται λόγω ενός ταπεινωτικού πολέμου για τον οποίο οι ίδιοι ήταν υπεύθυνοι και στον οποίο ηττήθηκαν.
Σε αντίθεση με την προηγούμενη εθνική ταπείνωση, που έδωσε στον κόσμο τη ναζιστική θηριωδία και το Ολοκαύτωμα και τέλος, η ταπείνωσή τους από την ήττα τους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έδωσε στον κόσμο την ευρωπαϊκή ενότητα, το οικολογικό κίνημα και σε τελική ανάλυση, την γερμανική ηγεμονία. Πάντως, η απειλή μιας καταστροφής μπορεί να έχει συνέπειες για όλους: μια επιστροφή της Ελλάδας στη δραχμή θα συνεπαγόταν κούρεμα του χρέους που θα έπληττε τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις σε παγκόσμια κλίμακα (σσ. 40-41).
Η αναβίωση του γερμανικού εθνικισμού υπό μια τέτοια μορφή αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα που απειλεί να διαλύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και να προσφέρει στους ριζοσπάστες λαϊκιστές την κατάλληλη ευκαιρία για τη διάλυση της δημοκρατίας. Προκειμένου να αντιληφθούμε τις διαφορές ανάμεσα σε δημοκρατικό και δικτατορικό καθεστώς, πρέπει να διαθέτουμε ένα μέτρο σύγκρισης. Άραγε είναι γνωστή σήμερα η ζωή σε ένα δικτατορικό καθεστώς; Μήπως συχνά η αντιδημοκρατική απειλή χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει πολιτικές που βρίσκουν αντίθετη τη συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών;
Πόσοι από τους ανθρώπους που θεωρούν πως η σημερινή δημοκρατία είναι «ο χειρότερος φασισμός» διαθέτουν εμπεριστατωμένη γνώση για το πώς είναι πραγματικά η ζωή αποκλεισμένη από την Ευρώπη ή ακόμη και μέσα σε αντιδημοκρατικά καθεστώτα; Και το κυριότερο: πόσοι από μας είναι πραγματικά προετοιμασμένοι να για μια τέτοια αλλαγή;
Από τον Μακιαβέλλι στη Μερκιαβέλλι
Ulrich Beck
Μτφρ. Νέδα Αθ. Κανελλοπούλου-Μαλούχου),
Πατάκης 2013
Σελ. 160, τιμή εκδότη: 8,46