Τόνοι μελάνη έχουν χυθεί για τον αποχαιρετισμό της Άνγκελα Μέρκελ, αρχής γενομένης από τις εκλογές του 2017, όταν ξεκίνησε την τέταρτη θητεία της στη γερμανική Καγκελαρία, αλλά ακόμη η τελευταία ισχυρή κυρία της Ευρώπης είναι στη θέση της – και κάνει παιχνίδι.
Όχι απαραίτητα καλό, ούτε επιτυχημένο, πλην όμως δεν έχει φανεί κανείς στον ορίζοντα, τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, έτοιμος να πάρει τη σκυτάλη. Στη Γερμανία, η Μέρκελ προσπάθησε να δρομολογήσει συντεταγμένα τη διαδοχή της στο τέλος του 2018 – κάτι που στράβωσε στην πορεία και πήρε παράταση μέχρι τα μέσα του Ιανουαρίου 2021.
Στην Ευρώπη, εμφανίστηκε αρχικά ως ο επόμενος ηγέτης ο Εμανουέλ Μακρόν, αλλά εάν δεν καταφέρει να επανεκλεγεί στην προεδρία της Γαλλίας, θα μείνει μόνο με κάτι παλιά πρωτοσέλιδα να του θυμίζουν ότι έπαιζε στιβαρά το όνομά του. Οπότε η Μέρκελ παραμένει και το καταραμένο 2020, που οσονούπω τελειώνει, η μεγάλη δύναμη, αν και κουρασμένη μετά από 16 χρόνια στην εξουσία.
Εξαιτίας της πανδημίας, μάλιστα, παραμένει και εξαιρετικά δημοφιλής στη χώρα της, καθώς οι Γερμανοί είναι πεπεισμένοι ότι ξέρει να διαχειρίζεται κρίσεις καλύτερα από όλους τους άλλους.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πάλι, στη Μέρκελ πιστώνεται το 2020 η επιτυχία του αυτονόητου, η θέσπιση του ταμείου ανάκαμψης από την ύφεση της πανδημίας. Η καγκελάριος πείστηκε, έστω με δέκα χρόνια καθυστέρηση, για την αναγκαιότητα του ευρωομόλογου, αν και φρόντισε να το βαφτίσει ταμείο ανάκαμψης και να το υιοθετήσει… μισό.
Σίγουρα, ωστόσο, είναι μια τεράστια πρόοδος το γεγονός ότι η Ε.Ε. θα δανειστεί από κοινού για να χρηματοδοτήσει τις οικονομίες των κρατών – μελών – και χωρίς τη συναίνεση της Μέρκελ θα ήταν ανέφικτο.
Από την υποτίμηση στην επιβολή
Η περίπτωση της Μέρκελ έχει μια ιδιαιτερότητα. Έγινε σεβαστή, χωρίς να έχει όραμα. Έγινε πανίσχυρη, χωρίς να είναι αυταρχική – σε μια εποχή που ευδοκιμούν οι αυταρχικοί αρσενικοί ηγέτες. Τη θεώρησαν σοφή, ενώ προχωρούσε συνέχεια βλέποντας και κάνοντας και ενίοτε καθυστερούσε επικίνδυνα -και εγκληματικά για τη μισή Ευρώπη- να πάρει αποφάσεις. Τα πραγματικά χαρακτηριστικά της 66χρονης καγκελάριου είναι η ψυχραιμία, η υπομονή και η επιμονή. Και όποιος την υποτίμησε -κατά κανόνα, οι ισχυροί άνδρες στο κόμμα της-, το πλήρωσε ακριβά.
Ξεκίνησε ως το “κορίτσι του Κολ”, του Χριστιανοδημοκράτη που κυβέρνησε επί 16 χρόνια τη Γερμανία και είχε τη χαρά να δρομολογήσει τη γερμανική ενοποίηση, αλλά ήταν η μόνη στην CDU που τόλμησε την απαραίτητη “πατροκτονία”, όταν ο γηραιός καγκελάριος ενεπλάκη σε σκάνδαλο παράνομης κομματικής χρηματοδότησης. Όπως τόλμησε να κόψει τον δρόμο τού -φυσικού διαδόχου- Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προς την εξουσία και να αναλάβει αυτή τα ηνία του κόμματος το μακρινό 2000. Αλλά και πάλι δεν της έδινε κανείς τη δέουσα σημασία, όσο η CDU ήταν στην αντιπολίτευση.
Ούτε οι αρσενικοί δελφίνοι τού Χέλμουτ Κολ, που έλεγαν ότι “το κορίτσι δεν μπορεί”, ούτε ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, που ήταν πεπεισμένος ότι οι Γερμανοί δεν θα εμπιστευτούν ποτέ μια… γκρι Ανατολικογερμανίδα. Και όμως το 2005 οι ψηφοφόροι τής έδωσαν μια ευκαιρία – και στη συνέχεια της έμειναν πιστοί μέχρι σήμερα.
Κάτι για όλους
Ίσως επειδή η πολιτική της είχε κάτι για όλους. Ίσως επειδή τα δύσκολα και τα αντιλαϊκά τα είχε νομοθετήσει η κυβέρνηση Σρέντερ με την Ατζέντα 2000 – και οι κυβερνήσεις Μέρκελ μπόρεσαν να δρέψουν τις δάφνες των όποιων κατοπινών επιτυχιών, χωρίς να χρεωθούν το πολιτικό κόστος των αντιλαϊκών μέτρων.
Η Μέρκελ ήταν η λιγότερο… ιδεολόγος που πέρασε από την Καγκελαρία μεταπολεμικά. Λειτουργεί όλα αυτά τα χρόνια περισσότερο ως πειραματική φυσικός -όπως ήταν άλλωστε πριν ασχοληθεί με την πολιτική- παρά ως βέρα Χχριστιανοδημοκράτισσα ή ακραιφνής ατλαντίστρια ή πεπεισμένη Ευρωπαία, όπως δηλώνει ότι είναι. Πρωτίστως αντιδρά στις εξελίξεις, ενίοτε με εντυπωσιακή τόλμη, παρά φροντίζει να δρομολογήσει εξελίξεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η στάση της έναντι της πυρηνικής ενέργειας. Μόλις ανέλαβε καγκελάριος, προσέφερε επιπλέον χρόνο ζωής στα πυρηνικά εργοστάσια, “διορθώνοντας” τις αποφάσεις της προηγούμενης κοκκινοπράσινης κυβέρνησης. Αλλά αμέσως μετά το πυρηνικό δυστύχημα στην ιαπωνική Φουκουσίμα, το 2011, πήρε τολμηρές αποφάσεις, μειώνοντας δραστικά τον χρόνο λειτουργίας τους. Αν ήταν μεγάλο το ρίσκο στην τεχνολογικά προηγμένη Ιαπωνία, προφανώς θα ήταν και στη Γερμανία – και θεώρησε υποχρέωσή της να το μειώσει.
Κάτι τέτοιες αποφάσεις την έκαναν συμπαθή και στους Πράσινους, ακόμη και την εποχή που ήταν λίγο πιο… αριστεροί απ’ ό,τι σήμερα. Αλλά και ο τρόπος που διαχειρίστηκε τη χρηματοπιστωτική κρίση στη Γερμανία -όχι στην Ευρώπη- με απόλυτα κεϋνσιανά εργαλεία, όπως ακριβώς το σχεδίασε ο τότε Σοσιαλδημοκράτης υπουργός της των Οικονομικών, την έκανε συμπαθή στους ψηφοφόρους του SPD.
Δεν είναι τυχαίο ότι μια σειρά σκληρά συντηρητικά στελέχη του κόμματός της έχουν κατηγορήσει τη Μέρκελ για “σοσιαλδημοκρατικοποίηση” της CDU, έχουν γράψει ολόκληρα βιβλία γι’ αυτό, ενώ ένας από τους επίδοξους διαδόχους της, ο Φρίντριχ Μερτς, έχει οργανώσει την καμπάνια του στη βάση της “επιστροφής στις ρίζες” της Χριστιανοδημοκρατίας.
Από τις υποκλοπές του Ομπάμα…
Στη γεωπολιτική, που δεν είναι το ισχυρό χαρτί ούτε της γερμανικής διπλωματίας ούτε της Μέρκελ, η καγκελάριος κινήθηκε επίσης με το βλέποντας και κάνοντας. Αρχικά η Μέρκελ ήταν σκληρή ατλαντίστρια. Ως αρχηγός της αντιπολίτευσης είχε επιτεθεί στον Σρέντερ όταν αρνήθηκε να στηρίξει τους Αμερικανούς στον πόλεμό τους στο Ιράκ.
Όμως, με τα χρόνια, οι συνθήκες την υποχρέωσαν ώς ένα βαθμό να αναθεωρήσει. Αφενός επειδή τα συμφέροντα των δύο χωρών αποκλίνουν όλο και πιο συχνά, στους τομείς της βιομηχανίας, της ενέργειας, του εμπορίου, αφετέρου διότι ο Ομπάμα είχε βάλει να την παρακολουθούν -ακόμη και το κινητό της-, ενώ ο Τραμπ περίπου της κήρυξε τον πόλεμο.
…στα σκυλιά του Πούτιν
Αμφίσημη ήταν η σχέση της ρωσομαθούς Μέρκελ με τη Ρωσία και τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Οι μπίζνες μεταξύ των δύο χωρών, προνομιακές στα χρόνια του Σρέντερ, συνεχίστηκαν επί Μέρκελ, ακόμη και όταν οι Ευρωπαίοι γκρίνιαζαν και οι ΗΠΑ επέβαλλαν αντίμετρα – π.χ. στην περίπτωση του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream II. Αλλά και οι κόντρες εντάθηκαν, με τη Μέρκελ να πρωταγωνιστεί, τα τελευταία χρόνια, στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας, λόγω Κριμαίας ή επειδή ήταν πεπεισμένη ότι οι ρωσικές υπηρεσίες κρύβονταν πίσω από τις υποθέσεις δηλητηρίασης αντικαθεστωτικών.
Πάντως, ο Πούτιν δεν έκανε ποτέ το λάθος να υποτιμήσει τη Μέρκελ. Αντίθετα, έκανε ό,τι μπορούσε για να της… σπάσει τον τσαμπουκά, μέχρι και τα σκυλιά του έβαλε να της δείξουν τα δόντια. Ωστόσο, ο Πούτιν αποδέχθηκε την ειρηνευτική διαμεσολάβηση της Μέρκελ -και του τότε Προέδρου της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ- για τον πόλεμο της Ουκρανίας, θεωρώντας ότι μπορεί κανείς να συνεννοηθεί μαζί της.
Ανάλογη στάση έναντι της Μέρκελ έχει και ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Βεβαίως την περιφρονεί κι αυτός επειδή είναι γυναίκα, ωστόσο την χαρακτηρίζει “έντιμη” μεσολαβήτρια, ειδικά από τότε που η Μέρκελ ανέλαβε τον ρόλο “γέφυρας” στα ελληνοτουρκικά.
Μέρκελ θα λέτε και θα κλαίτε
Δύο φορές μέχρι τώρα η καγκελάριος έχασε την παροιμιώδη ψυχραιμία της – και το έδειξε. Η δεύτερη ήταν μόλις πριν από λίγες μέρες, όταν μίλησε στη γερμανική Βουλή για το δεύτερο κύμα της πανδημίας και για την ανάγκη ενός σκληρού lockdown. “Πρέπει να αποφύγουμε με κάθε τρόπο την εκθετική αύξηση κρουσμάτων”, είπε με έντονη συγκινησιακή φόρτιση και κάλεσε τους πάντες να τηρούν τα μέτρα, να κάνουν το εμβόλιο όταν έρθει η σειρά τους, να προσέξουν τι θα κάνουν στις γιορτές με τους παππούδες. Η πρώτη ήταν το φθινόπωρο του 2015, όταν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Συρία περνούσαν από την Τουρκία στην Ελλάδα και από τη βαλκανική διαδρομή στην κεντρική Ευρώπη – και έμεναν εγκλωβισμένοι στην αφιλόξενη Ουγγαρία ή στην παραφορτωμένη Αυστρία. Τότε η Μέρκελ άνοιξε τα γερμανικά σύνορα, κόντρα στην άποψη των περισσότερων στο κόμμα της, και είπε με ασυνήθιστο ενθουσιασμό στους πολίτες ότι “θα τα καταφέρουμε”.
Ήταν μια κίνηση σχεδόν… ιδεολογική από την πλευρά της Χριστιανοδημοκράτισσας καγκελαρίου, που είναι και κόρη πάστορα – και παρά τα όσα έχουν γραφτεί για τις ανάγκες της γερμανικής οικονομίας σε εργατικά χέρια, ήταν κυρίως μια κίνηση αλληλεγγύης.
Κυρίως προς τους πρόσφυγες, αλλά και προς τις χώρες των Βαλκανίων, την Ελλάδα και την Τουρκία -με αυτή τη σειρά-, οι οποίες ήταν έτοιμες να γονατίσουν υπό το βάρος της μαζικής έλευσης ανθρώπων που έτρεχαν για να σωθούν. Για ένα μικρό διάστημα, μάλιστα, η Ελλάδα και η Γερμανία, η κυβέρνηση Τσίπρα και η κυβέρνηση Μέρκελ, βρέθηκαν από την ίδια πλευρά, από την πλευρά των καλών ανθρώπων. Για όσο -μάλλον λίγο- κράτησε αυτό και για τις δύο κυβερνήσεις.
Με αυτή της την κίνηση η Μέρκελ κέρδισε τον σεβασμό της Αριστεράς και τάισε το μίσος της νέας Δεξιάς. Εκεί που είχε σχεδόν διαλυθεί η περιβόητη “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD), ένα κόμμα νεοδεξιό που στήθηκε πάνω στην περιφρόνηση για τους “τεμπέληδες του Νότου”, πήρε πάλι τα πάνω της με συνθήματα ενάντια στους πρόσφυγες, στον “εξισλαμισμό της Δύσης” και άλλα ρατσιστικά.
Και επέβαλε λίαν συντόμως τη μισάνθρωπη χυδαία ατζέντα της και στο κόμμα της Μέρκελ και στο αδελφό κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας. Ένας τρόπος για να κρίνει κανείς τους επίδοξους δελφίνους της Μέρκελ -και αυτόν που θα αναδειχθεί πρόεδρος της CDU στο ψηφιακό συνέδριο του Ιανουαρίου και αυτόν που θα χριστεί υποψήφιος καγκελάριος στις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου- είναι η θεωρητική άσκηση “τι θα έκανε το φθινόπωρο του 2015 στη θέση της Μέρκελ”. Για τον πρωθυπουργό της Βόρειας Ρηνανίας Άρμιν Λάσετ η απάντηση είναι “μία από τα ίδια”.
Για τον άνθρωπο της Blackrock Φρίντριχ Μερτς, η απάντηση είναι ότι μάλλον θα κρατούσε τα σύνορα ερμητικά κλειστά. Για τον πρωθυπουργό της Βαυαρίας και ηγέτη της CSU Μάρκους Ζέντερ, που λέγεται ότι θα διεκδικήσει το χρίσμα για την καγκελαρία, η απάντηση είναι δύσκολη. Ο Ζέντερ πρώτα έτρεξε πίσω από τα συνθήματα της AfD και μετά γύρισε το τιμόνι κάπως πιο… αριστερά.
Ίσως, επειδή ο όποιος επόμενος καγκελάριος θα πρέπει να κυβερνήσει μαζί με τους Πράσινους. Όταν η καγκελάριος θα πάει στο σπίτι της στις 27 Σεπτεμβρίου, πολλοί στη Γερμανία και την Ευρώπη θα πουν “Μέρκελ θα λέτε και θα κλαίτε”. Αλλά, μερικά χρόνια αργότερα, ο μόνος λόγος που θα την θυμάται η Ιστορία είναι γι’ αυτό το “θα τα καταφέρουμε”. Ούτε για τη διαχείρισή της στην κρίση χρέους ούτε για την προσφορά της στην Ευρώπη.