Μέχρι να ολοκληρώσει τη θητεία της, η καγκελάριος θα έχει εγκαταστήσει ένα είδος κρατικού καπιταλισμού στη Γερμανία. Δίνει νέες εξουσίες παρέμβασης στην οικονομία. Στόχος η επιλογή νικητών και ηττημένων και η δημιουργία εθνικών πρωταθλητών.
Ηταν μία Παρασκευή του Μαρτίου, όταν ανώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μέρκελ συνειδητοποίησαν πως απαιτούνται έκτακτα μέτρα για τη στήριξη της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας. Ηταν η στιγμή που η καταστροφή του κορωνοϊού έγινε σαφής.
Οπως μεταδίδει το Bloomberg, το υπουργείο Οικονομικών ετοίμασε ένα πρόγραμμα διάσωσης συνολικού ύψους 600 δισ. ευρώ, για να αποτρέψει την κατάρρευση.
Με τα ποσοστά μόλυνσης να αυξάνονται και τους αυστηρούς περιορισμούς σε ανθρώπους και επιχειρήσεις να επιβάλλονται, υπήρχε λίγος χρόνος για συζήτηση, ενώ δεν υπήρχε σοβαρή αντίθεση. Ωστόσο, πίσω από την πυρετώδη διαχείριση κρίσεων υπήρχε μια βαθύτερη στρατηγική που ετοιμαζόταν μήνες.
Είχε ήδη απορριφθεί ως υπερβολικά ριζοσπαστικό για το πολιτικό και επιχειρηματικό κατεστημένο, όταν προτάθηκε για πρώτη φορά πέρυσι.
Αλλά με την κρίση να δρα ως καταλύτης, το πακέτο πέρασε από το υπουργικό συμβούλιο την επόμενη Δευτέρα και ήταν νόμος μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Η Μέρκελ γίνεται υπεύθυνη για τον πιο δραματικό ανασχεδιασμό της γερμανικής οικονομίας μετά τον πόλεμο.
Μέχρι να ολοκληρώσει τη θητεία της, η καγκελάριος θα έχει εγκαταστήσει ένα είδος κρατικού καπιταλισμού στη Γερμανία. Θα δώσει στους αξιωματούχους στο Βερολίνο νέες εξουσίες, για να παρεμβαίνουν στην οικονομία: Θα επιλέγουν νικητές και ηττημένους, θα «σπέρνουν» νέες βιομηχανίες και θα φτιάχνουν εθνικούς πρωταθλητές.
Η αγορά μεριδίων σε εταιρείες δεν είναι πλέον ταμπού και η πολιτική ισορροπημένου προϋπολογισμού έχει φύγει από το τραπέζι.
Με άλλα λόγια, το πακέτο διάσωσης ύψους 9 δισ. ευρώ της Lufthansa, συμπεριλαμβανομένου του μεριδίου 20% της γερμανικής κυβέρνησης και του δικαιώματος βέτο σε ανεπιθύμητες εξαγορές, είναι μόνο η αρχή…
Το πακέτο εγκρίθηκε από το ολοκαίνουργιο Ταμείο Οικονομικής Σταθερότητας της Γερμανίας, το οποίο περιλαμβάνει 100 δισεκατομμύρια ευρώ χρημάτων φορολογουμένων για άμεση επένδυση, ακόμη και για εξαγορά εταιρειών.
Το Ταμείο δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια εκείνου του ταραχώδους Σαββατοκύριακου τον Μάρτιο, αλλά η προέλευσή του και η ευρύτερη στρατηγική πίσω από αυτό σχεδιάστηκε πριν από έναν χρόνο και περισσότερο, από τον υπουργό Οικονομίας Πίτερ Αλτμάιερ.
Επηρεασμένος από την ανησυχία των κορυφαίων Γερμανών στελεχών για τους αγώνες της χώρας ενάντια στον ξένο ανταγωνισμό, ο πρώην επικεφαλής του προσωπικού της Μέρκελ πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Γράφοντας μερικά από τα αποσπάσματα ο ίδιος, παρουσίασε το έγγραφο πολιτικής τον Φεβρουάριο του 2019 -πολύ πριν ακούσουμε για την Covid-19.
Η στρατηγική του για τη βιομηχανία περιελάμβανε ενισχυμένη κυβερνητική εξουσία για επενδύσεις στην τεχνολογία, όπως στην τεχνητή νοημοσύνη.
Ηθελε πιο στενούς δεσμούς με τη βιομηχανία για να δημιουργήσει παίκτες παγκόσμιας εμβέλειας. «Από θεατής μίας διαδικασίας που είναι ήδη σε πλήρη εξέλιξη στις ΗΠΑ και την Κίνα, η χώρα θα γίνει διαμορφωτής», είπε στην παρουσίαση. Η προσπάθεια θάφτηκε κάτω από μια χιονοστιβάδα κριτικής.
Ο Αλτμάιερ αναγκάστηκε να υποχωρήσει και τον Νοέμβριο παρουσίασε μια εκδοχή -που ονομάζεται «Made in Germany: Industriestrategie 2030». Η πρωτοβουλία ήταν αδρανής, έως ότου ο κορωνοϊός άλλαξε το παιχνίδι.
Ενα άλλο σημάδι της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να αλλάξει τα πράγματα είναι μια βιομηχανία στην οποία θα εμφανιστεί σύντομα: Τα αυτοκίνητα.
Οι ισχυρές αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας ήταν οι κύριοι δικαιούχοι των δαπανών τόνωσης μετά την οικονομική κρίση. Πιθανότατα θα υπάρξουν κάποια κίνητρα για αγορές αυτοκινήτων αυτή τη φορά, αλλά οι Volkswagen, Daimler AG και BMW δεν θα λάβουν άλλο ένα σαρωτικό πρόγραμμα, που ενισχύει τα επικερδή συμβατικά οχήματα παράλληλα με τα ηλεκτρικά.
Στην πραγματικότητα, η Mέρκελ ακύρωσε συνάντηση με κορυφαίους εκπροσώπους της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας που είχε προγραμματιστεί για την επόμενη Τρίτη, λόγω διαφωνιών σχετικά με το πακέτο.
Εχει διαφωνήσει έντονα με τις απαιτήσεις των στελεχών της αυτοκινητοβιομηχανίας να πληρώσουν οι φορολογούμενοι τη διάσωσή τους, σε μία κίνηση-έκπληξη από την αποκαλούμενη «καγκελάριο της αυτοκινητοβιομηχανίας».