Το μειωμένο ωράριο (Kurzarbeit) έχει υπάρξει μέχρι στιγμής σανίδα σωτηρίας για επιχειρήσεις και εργαζόμενους στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού. Εάν, ωστόσο, η επιχειρηματική δραστηριότητα δεν ανακάμψει σύντομα, η αύξηση της ανεργίας είναι αναπόφευκτη.
Το 50% του συνόλου των γερμανικών επιχειρήσεων έχei υποβάλει αίτηση υπαγωγής μέρους ή του συνόλου των υπαλλήλων τους στο κυβερνητικό πρόγραμμα μειωμένου ωραρίου, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας του Μονάχου ifo.
Οι τομείς της οικονομίας στους οποίους σημειώνονται τα μεγαλύτερα ποσοστά αιτήσεων για μειωμένο ωράριο είναι η γαστρονομία (99% των επιχειρήσεων), καταλύματα (97%), αυτοκινητοβιομηχανία (94%), αερομεταφορές (91%), ταξιδιωτικά πρακτορεία (90%), αναζήτηση εργατικού δυναμικού (83%), παραγωγή ειδών ένδυσης (82%), τέχνες/ψυχαγωγία (82%), κατασκευή επίπλων (80%), παραγωγή και επεξεργασία μετάλλων (73%), εκπαίδευση και διδασκαλία (64%), ναυτιλιακά (63%), εκδόσεις (63%) και λιανικό εμπόριο (62%). Στους περισσότερους από αυτούς τους κλάδους τα ποσοστά μειωμένης απασχόλησης είναι πρωτοφανή.
Το πρόγραμμα μειωμένου ωραρίου δίνει τη δυνατότητα στις εταιρίες να μειώνουν τις ώρες κατά τις οποίες απασχολούν τους υπαλλήλους τους και να λαμβάνουν γενναιόδωρες κρατικές επιδοτήσεις, ώστε να συνεχίσουν να καταβάλουν τουλάχιστον το 60% του μισθού τους.
Η λύση στην χρηματοπιστωτική κρίση
Στη λύση του καθεστώτος μειωμένου ωραρίου αποδόθηκε ο μικρός αριθμός απολύσεων στη Γερμανία κατά την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης (2008-2009). Τον Δεκέμβριο του 2009, το ποσοστό ανεργίας στη χώρα ήταν μικρότερο από ό,τι τον προηγούμενο χρόνο, ενώ, για παράδειγμα, ο αριθμός των ανέργων στις ΗΠΑ είχε διπλαδιαστεί την ίδια περίοδο.
Αντί να προχωρήσουν σε περικοπές προσωπικού, οι γερμανικές εταιρίες είχαν την ευελιξία να μειώσουν τις ώρες εργασίας και να έχουν διαθέσιμο προσωπικό, όταν η επιχειρηματική δραστηριότητα ανέκαμψε.
Οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να επιβιώσουν, παρά την κρατική βοήθεια
Στο πλαίσιο της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης, εντούτοις, έχουν υποβάλει, μέχρι στιγμής, αίτηση για κρατική επιδότηση 370.000 επιχειρήσεις, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι 10 εκατομμύρια εργαζόμενοι -το ¼ του συνόλου του εργατικού δυναμικού της χώρας- είναι πιθανό να τεθεί σε καθεστώς μειωμένου ωραρίου.
Αυτή η καινοφανής ζήτηση για κρατικές επιδοτήσεις σε συνδυασμό με την εκτιμώμενη πτώση-ρεκόρ 6,6% του ΑΕΠ της χώρας για το τρέχον έτος προκαλούν ανησυχία σε πολιτικούς και αναλυτές, οι οποίοι φοβούνται ότι η ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας στα προ κορονοϊού δεδομένα θα μπορούσε να διαρκέσει αρκετά χρόνια.
Εκτιμούν ότι η εμβάθυνση της ύφεσης θα μπρούσε να οδηγήσει δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις στην πτώχευση ή στις περικοπές προσωπικού, επομένως, και στην αύξηση της ανεργίας.
Το κακό αυτό σενάριο φαίνεται να επιβεβαιώνεται ως έναν βαθμό ήδη από μία έρευνα του ifo που δημοσιεύθηκε χθες: το 58% των εστιατορίων, το 50% των ξενοδοχείων, το 43% των ταξιδιωτικών πρακτορείων και το 39% των αυτοκινητοβιομηχανιών προχώρησαν σε απολύσεις τον Απρίλιο.
Υψηλότερα από τα συνήθη ποσοστά σε απολύσεις σημειώθηκαν και σε άλλους κλάδους, πλην της φαρμακοβιομηχανίας.
Σε άλλη μελέτη του ινστιτούτου που πραγματοποιήθηκε τον προηγούμενο μήνα, το 1/3 των γερμανικών εταιριών δήλωνε ότι, εάν παραμείνουν τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, θα μπορούσαν να επιβιώσουν το πολύ για τρεις ακόμη μήνες, ενώ περίπου το 50% τοποθετεί το διάστημα επιβίωσής του στο εξάμηνο.
Και αυτό, παρά τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ που παρέχει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπό μορφή επιδομάτων και δανείων από τον Μάρτιο.
Επιτακτικές οι διαρθρωτικές αλλαγές στη γερμανική οικονομία
Μία παράταση της υγειονομικής κρίσης θα καταστήσει ακόμη πιο επιτακτικές τις διαρθρωτικές αλλαγές με τις οποίες η γερμανική οικονομία βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
Ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας, λόγου χάρη, έχει ήδη προειδοποιήσει ότι θα χρειάζεται πολύ μικρότερο αριθμό εργαζομένων την εποχή της ηλεκτροκίνησης, η κλιματική αλλαγή ήδη έχει οδηγήσει σε στροφή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ενισχυση της αυτοματοποίησης θα σημάνει αναπόφευκτα περαιτέρω αλλαγή του εργασιακού σκηνικού.
Ένα δεύτερο κύμα του κορονοϊού ή μία μακρά ισχύς των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης θα δυσχεράνει την ανάκαμψη των εξαγωγών, οι οποίες αποτελούν το 40% του ΑΕΠ της Γερμανίας, και θα κρατήσουν την εγχώρια ζήτηση σε χαμηλά επίπεδα για καιρό.
“Εάν η γερμανική οικονομία χρειαστεί διαρθρωτικές αλλαγές, το καθεστώς μειωμένου ωραρίου θα είναι αναποτελεσματικό”, επισημαίνει ο Λαρς Φελντ, πρόεδρος του Γερμανικού Συμβουλίου Ειδικών στην Οικονομία, στη Deutsche Welle, και διευκρινίζει: “Εάν η ύφεση συνεχιστεί, οι επιδοτήσεις για μειωμένο ωράριο θα κρατήσουν ζωντανές εταιρίες-ζόμπι. Είναι προτιμότερο το ανθρώπινο δυναμικό να εργάζεται σε εταιρίες με επιχειρηματικά μοντέλα περισσότερο προσανατολισμένα στο μέλλον”.
Όσο περισσότερο εφαρμόζεται το μειωμένο ωράριο, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πίεση η οποία θα ασκείται στη γερμανική κυβέρνηση για αύξηση της αποζημίωσης που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι για την απώλεια εισοδήματός τους.
Προτεραιότητα των πολιτικών αυτή τη στιγμή είναι οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι οι οποίοι λαμβάνουν επιπρόσθετη κρατική βοήθεια. Αυτό το μέτρο, ωστόσο, είναι απίθανο να ενισχύσει την κατανάλωση, όσο τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης συμπιέζουν την ζήτηση.
Θα θέλουν οι εργαζόμενοι να επιστρέψουν στο παλαιό καθεστώς;
Τα αρμόδια υπουργεία έχουν ήδη εγκρίνει αύξηση του μέσου μισθού που λαμβάνουν όσοι εργάζονται με μειωμένο ωράριο από ποσοστό 60% σε 70% των κανονικών αποδοχών τους. Αυτή η απόφαση, εντούτοις, έχει αναζωπυρώσει τους φόβους για εξάρτηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού από επιδόματα.
Παράλληλα, υπάρχει η ανησυχία ότι μέρος αυτών των υπαλλήλων ενδέχεται να μην θέλει να επιστρέψει σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης όταν η οικονομία ανακάμψει.
Έχουν υπάρξει σχετικές αναφορές ότι αμερικανοί χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι έχουν ζητήσει την παραμονή τους σε καθεστώς μειωμένου ωραρίου, καθώς τα επιδόματα που λαμβάνουν ξεπερνούν τον μισθό τους.
“Οι κυβερνήσεις ανά τον πλανήτη φοβούνται ότι αυτή θα είναι η μεγαλύτερη κρίση των τελευταίων 100 ετών, αλλά τα οικονομικά κίνητρα τα οποία έχουν εισαγάγει θα αποδυναμώσουν την ανάκαμψη, όταν αυτή έρθει”, προειδοποιεί ο Μόριτς Κουν, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, ο οποίος δε θεωρεί ότι το μειωμένο ωράριο θα αποτρέψει τελικά τις απολύσεις, επισημαίνοντας ότι το ποσό του μειωμένου μισθού και το επίδομα ανεργίας που λαμβάνουν οι περισσότεροι είναι περίπου ίδια.
Ο Κουν εκτιμά ότι η γερμανική οικονομία αποτίναξε τα κατάλοιπα της Μεγάλης Ύφεσης, χάρη στις επιτυχείς μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που έγιναν στη χώρα στις αρχές τις δεκαετίας του 2000, στο επίκεντρο των οποίων βρισκόταν η μη παροχή κινήτρων για λήψη επιδομάτων και η στασιμότητα των μισθών.
Ο Φελντ από πλευράς του θεωρεί ότι η Kurzarbeit είναι πιο αποτελεσματική από τα προγράμματα κινήτρων που χρησιμοποιούνται συχνά για να ανακάμψουν οι οικονομίες, επισημαίνοντας ότι το μειωμένο ωράριο αποτελεί ένα καθοριστικό εργσλείο το οποίο θα βοηθήσει άμεσα και βραχυπρόθεσμα τους εργαζόμενους κατά τη διάρκεια της ύφεσης.