Σήμερα, με την κατάσταση της πανδημίας και των έκτακτων περιοριστικών μέτρων, οι παρεμβάσεις των διανοουμένων είναι πολύ λιγότερες από ότι θα περίμενε κανείς.
Ενώ μερικοί διχογνωμούν ακόμη για το αν η ηγεσία της Κούβας είναι πραγματικά φιλάνθρωπη που στέλνει γιατρούς στο εξωτερικό (link)ώστε να μη θιγεί το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς, οι πιο σοβαρές συζητήσεις περιστρέφονται κυρίως γύρω από τη θεμελιώδη έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αφενός και τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας αφετέρου.
Θα ήθελα να σχολιάσω ενδεικτικά αυτές τις απόψεις, παίρνοντας ως παραδείγματα ορισμένους από τους επιφανέστερους εκπροσώπους τους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι οι μόνοι που τις υποστηρίζουν.
Αρχικά, είναι η περίπτωση του σύγχρονου Γάλλου στοχαστή, André Comte-Sponville Σύμφωνα με τον Comte-Sponville, η λήψη έκτακτων περιοριστικών μέτρων απέναντι στην πανδημία αποτελεί αυταπάτη, διότι έτσι ξεχνάμε το γεγονός είναι αναγκαίο συστατικό της ζωής.
Με το να παίρνουμε αυστηρά μέτρα για την υγεία μας, απλώς λησμονούμε τις υπόλοιπες πλευρές της ύπαρξής μας, όπως για παράδειγμα ο έρωτας. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η επιχειρηματολογία μπορεί ν’ αξιοποιηθεί για τη στήριξη του πλέον στυγνού καπιταλισμού.
Ας φανταστούμε έναν αδίστακτο κεφαλαιοκράτη, ο οποίος έχει ως μόνη επιδίωξη την αύξηση των κερδών του. Θα μπορούσε εύκολα να μας πει ότι καθώς ο θάνατος είναι όχι μονάχα αναπόφευκτος αλλά και κατά κάποιον τρόπο πανταχού παρών ως πιθανότητα, τότε το κράτος πρόνοιας δε διαθέτει λόγο ύπαρξης.
Πραγματικά, αν η κατοχύρωση απέναντι στον θάνατο είναι προβληματική στάση, όπως λέει ο Sponville, τότε γιατί, λόγου χάρη, θα πρέπει τα κράτη να ξοδεύουν εκατομμύρια για τη δημόσια υγεία, την εξωτερική ασφάλεια και την αστυνόμευση;
Γιατί να μην αφήσουν ακόμη μεγαλύτερο χώρο στο απρόβλεπτο εν γένει; Σε τελική ανάλυση, ο ίδιος ο πολιτικός φιλελευθερισμός ενός κράτους δικαίου δε θα κινδύνευε τότε να αμφισβητηθεί;
Το περίεργο είναι ότι ο ίδιος ο Sponville, ο οποίος πολιτικά πρόσκειται μάλλον στη δημοκρατική Αριστερά, στη συνέχεια υπερασπίζεται ακριβώς τα δικαιώματα των επόμενων γενεών, οι οποίες ενδέχεται να βιώσουν μια σοβαρή οικονομική κρίση εξαιτίας του πλήγματος του μακροχρόνιου lock out στην οικονομική ανάπτυξη.
Όπως αναφέρει, «οι ζωές που σώζονται είναι ουσιαστικά οι ζωές ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών. Τα παιδιά μας, όμως, είναι που θα πληρώσουν τα χρέη μας».
Όπως όμως ορθά τονίζει και ο Slavoj Žižek, το να σκεφτόμαστε ότι είναι αποδεκτό να αφήσουμε τους ηλικιωμένους και τους ασθενέστερους (υπάρχουν και αυτοί που κινδυνεύουν από τον ιό) για χάρη των νεότερων, είναι κάτι που θυμίζει ευγονική και φέρνει στον νου μας δυσάρεστες αναμνήσεις περασμένων εποχών.
Το ερώτημα εδώ είναι: πού πρέπει να τραβήξουμε τη διαχωριστική γραμμή; Διότι βέβαια αν είναι κυνισμός το να στερείς την οικονομική ευημερία από τους απογόνους σου για να προστατευτείς εσύ, δεν είναι τάχα ακόμη μεγαλύτερος κυνισμός το να επιτρέπεις τον θάνατο μερικών χιλιάδων ηλικιωμένων παγκοσμίως τη στιγμή που θα μπορούσες να τον αποτρέψεις με θεσμικό έλεγχο;
Σε τελική ανάλυση, το σκεπτικό του Sponville απολήγει λογικά σε μια εξιδανικευμένη αναπόληση περασμένων εποχών, όπου οι άνθρωποι ήταν βασικά υποταγμένοι στα στοιχεία της φύσης, ο θάνατος ήταν καθημερινή πραγματικότητα, η απολυταρχία δεδομένη και η θρησκευτική ευλάβεια διέθετε έναν ασυγκρίτως σπουδαιότερο ρόλο από αυτόν που διαθέτει σήμερα.
Το ερώτημα είναι: πόσοι από αυτούς θα επιθυμούσαν πραγματικά να ζουν σε έναν τέτοιο κόσμο; Ερώτημα όχι τόσο υποθετικό, δεδομένου ότι ο κόσμος μας εν μέρει είναι ακόμη τέτοιος, αν υπολογίσει κανείς την πολύπαθη αφρικανική ήπειρο που μαστίζεται από ασθένειες τις οποίες εμείς στη Δύση έχουμε από καιρό εξαλείψει.
Είναι γεγονός: χάρη στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο που έφερε ο Δυτικός πολιτισμός, η ζωή μας έχει σε μεγάλο βαθμό πάψει να είναι ένα συνεχές παιχνίδι με τον θάνατο. Ας δούμε για παράδειγμα πως γινόταν ένα ταξίδι πριν από διακόσια πενήντα χρόνια και ας κάνουμε τη σύγκριση με σήμερα.
Άλλοτε οι άνθρωποι που επιχειρούσαν ένα ταξίδι (ιδιαίτερα ένα μακρινό ταξίδι) ήταν εκτεθειμένοι σε δεκάδες απρόβλεπτους παράγοντες: ο κίνδυνος της πειρατείας, της κακοκαιρίας, της ασθένειας, ακόμη και των ίδιων των φυσικών δυνάμεων (πχ φουρτουνιασμένη θάλασσα) είχε ως συνέπεια τα μακρινά ταξίδια να αποτελούν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο ορισμένων τολμηρών εξερευνητών, που με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους τα επιχειρούσαν.
Δεν είναι τυχαίο που υπήρχε η ρήση ότι τα «λόγια των ναυτικών» δεν πρέπει να τα παίρνει κανείς στα σοβαρά, δηλαδή ότι οι ναυτικοί τείνουν να επινοούν κάθε λογής ψέμα σχετικά με όσα είδαν στα ταξίδια τους, ακριβώς επειδή δεν υπήρχε τρόπος αυτό να επαληθευτεί ή να διαψευστεί άμεσα από την εμπειρία του κοινού ανθρώπου.
Σήμερα το συνηθέστερο απρόβλεπτο ενός υπερατλαντικού ταξιδιού είναι η παρατεταμένη καθυστέρηση μιας πτήσης, κάτι όχι ασήμαντο, δεδομένης της χρονικής ακρίβειας των σημερινών ταξιδιών, ιδιαίτερα των επαγγελματικών.
Ο Γάλλος διανοητής Bernard-Henri Lévy ισχυρίζεται (όπως και ο Sponville) ότι τόσο το 1957-1958 («ασιατική γρίπη») όσο και το 1968 («γρίπη του Hong Kong») είχε ως συνέπεια εκατομμύρια νεκρούς, δεν τέθηκε καν όμως το ζήτημα ενός lock out, σε αντίθεση με σήμερα, που προς το παρόν έχουμε νεκρούς λιγότερους από εκατόν πενήντα χιλιάδες.
Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει ότι ο λόγος που σήμερα οι νεκροί είναι πολύ λιγότεροι, είναι ακριβώς αυτό το παρατεταμένο lock out το οποίο ο Bernard-Henri Lévy δείχνει να μέμφεται. Βέβαια, ο ίδιος ομολογεί ότι ο πλανήτης έχει προοδεύσει και ότι πλέον η ιδέα μαζικών θανάτων είναι για μας πολύ πιο ανυπόφορη από ότι άλλοτε, προτάσσοντας μάλιστα τη ζωή έναντι της οικονομίας.
Τότε όμως πού στηρίζεται η κριτική του; Μέλημά του μοιάζει να είναι το να μη θιγούν τα στοιχειώδη ατομικά δικαιώματα. Άραγε όμως το δικαίωμα στη ζωή δεν είναι ένα από αυτά, αποτελώντας μάλιστα και τη βάση των υπολοίπων; Αδυνατώ λοιπόν να καταλάβω τι μας συστήνει να πράξουμε αυτή τη στιγμή ο Bernard-Henri Lévy.
Με τη σειρά του, ο Νοτιοκορεάτης φιλόσοφος Byung-Chul Han προειδοποιεί για τον κίνδυνο εμφάνισης του κινέζικου μοντέλου αυταρχικής διακυβέρνησης στη Δύση. Σαφώς, η κριτική εγρήγορση δεν είναι κακό, αντίθετα είναι sine qua non για τους πολίτες στις σύγχρονες δημοκρατίες.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να αφήσουμε κάθε μέτρο προστασίας και να παραδοθούμε πλήρως στη λεγόμενη «ανοσία της αγέλης». Από την άλλη, δεν είναι πειστική η άποψη πως το lock out συνιστά πλήρη αντιστροφή της ιεράρχησης των αξιών υγεία και ευτυχία σε σχέση με είκοσι πέντε αιώνες πολιτισμού, όπως μας λέει πάλι ο Sponville.
Νομίζω μάλιστα πως ο φόβος που διακατέχει διανοούμενους σαν τον Sponeville είναι περισσότερος και ακόμη πιο αβάσιμος από αυτόν απέναντι στον οποίο μας προειδοποιεί. Προσωπικά δε συμμερίζομαι την αισιοδοξία που εκφράζεται στο ποίημα της Kitty O’Meara “And the people stayed home” αλλά ούτε και η απαισιοδοξία του Γάλλου διανοητή φαίνεται ιδιαίτερα πειστική.
Οι ίδιοι οι διανοούμενοι που μας μέμφονται ότι εμφορούμαστε από πανικό, εκφράζουν ακόμη μεγαλύτερους φόβους σχετικά με τον κίνδυνο μιας επερχόμενης δικτατορίας σε τοπικό ή παγκόσμιο επίπεδο.
Διανοούμενοι που χρόνια τώρα κινδυνολογούν ασταμάτητα για μια επερχόμενη απώλεια της δημοκρατίας και της ευζωίας, μας λένε να μη φοβόμαστε τόσο πολύ μια πανδημία. Δε γίνεται όμως από τη μια μεριά να κατηγορεί κανείς την Παγκοσμιοποίηση ότι ισοπεδώνει έθνη, λαούς και πολιτισμικές αξίες στο όνομα του οικονομικού κέρδους, και από την άλλη να καταγγέλλει το κλείσιμο των συνόρων για λόγους πρόληψης της υγείας.
Κατά τη γνώμη μου, η επιχειρηματολογία για το lock out θα πρέπει να περιστρέφεται όχι γύρω από γενικούς και απρόσωπους κινδύνους στο μέλλον, αλλά γύρω από το πως θα εξασφαλιστεί η προστασία όσο των δυνατόν περισσότερων ζωών σήμερα.
Όσο για το ζήτημα τον φόβο του θανάτου, αν πιστεύουμε πως η ζωή μας έχει καταντήσει βαρετή και ανούσια, λόγω της ασφάλειας και των ανέσεων που απολαμβάνουμε, τουλάχιστον στον προνομιούχο Δυτικό κόσμο, μπορούμε να αναζητήσουμε άλλους τρόπους να της δώσουμε νόημα.
Η επιστροφή σε άλλες εποχές δεν αποτελεί μια εφικτή λύση.