Το πρόβλημα με τους ποικίλους μετανάστες τους οποίους μεθοδικά και προκλητικά προωθεί η Τουρκία στην Ελλάδα (και κατ’ επέκταση στην Ευρώπη) από θάλασσα και στεριά, καθώς και η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο θέμα αυτό που χαρακτηρίζεται από αναποφασιστικότητα, αμηχανία και αβουλία, επιβάλλει μια αναδρομή στα γεγονότα που σημάδεψαν τον εικοστό αιώνα, σε ό,τι αφορά στις γερμανο-τουρκικές και ελληνο-γερμανικές σχέσεις.
Παρακολουθώντας την προκλητική και εκβιαστική συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι στην Ευρώπη (και την Ελλάδα φυσικά) από την μια και τη στάση της Γερμανίας από την άλλη, διαπιστώνουμε ότι αυτή κατευθύνεται από τα οικονομικά συμφέροντα που έχει στην Τουρκία αλλά και από τα εκατομμύρια Τούρκων μεταναστών που έχει στο έδαφός της.
Κάπως έτσι, όχι όμως τόσο φανερά, κινούνται και οι άλλες χώρες της Δύσης που εξακολουθούν να καλοπιάνουν την Τουρκία, επειδή πιστεύουν ότι τους είναι απαραίτητη σύμμαχος. Δεν έχουν αντιληφθεί ακόμα ότι οι Τούρκοι γνωρίζουν καλά να παζαρεύουν και να εκβιάζουν.
Με αφορμή λοιπόν όλα αυτά, θα επιχειρήσουμε μία αναδρομή σε κάποια χαρακτηριστικά γεγονότα που αναφέρονται στη μακρά γερμανο-τουρκική φιλία και συμμαχία, αλλά και στη στάση της Γερμανίας απέναντι στον Ελληνισμό της Μ. Ασίας.
Επίσης θα δούμε και πώς εξελίχτηκαν οι ελληνο-γερμανικές σχέσεις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολύτιμα στοιχεία γι’ αυτά τα θέματα αντλούμε από το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο με τίτλο «Ο “μακρύς” ελληνογερμανικός εικοστός αιώνας» (Εκδόσεις Επίκεντρο), το οποίο περιλαμβάνει δεκαεπτά σχετικές μελέτες.
Ήδη από την εκτενή Εισαγωγή (σσ. 15-37) των Επιμελητών του τόμου (καθηγητή Στράτου Δορδανά και ο δρος ιστορίας Νίκου Παπαναστασίου), δίνεται μία συνοπτική εικόνα των ελληνο-γερμανικών σχέσεων διαχρονικά, από την εποχή του βασιλιά Όθωνα έως τις ημέρες μας.
Σε όλη αυτή την μακρά διαδρομή η Γερμανία στήριξε την Ελλάδα μόνο κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και ειδικότερα κατά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913), όταν άλλοι Ευρωπαίοι στήριζαν την Βουλγαρία στην διεκδίκηση των περιοχών Δράμας και Καβάλας.
Αλλά μόλις λίγα χρόνια αργότερα, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία στήριξε την Βουλγαρία στο να καταλάβει ελληνικά εδάφη. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά την αποτυχημένη ιταλική επίθεση, η Γερμανία επιτέθηκε και αυτή εναντίον της Ελλάδος και την κατέλαβε. Η σκληρή γερμανική κατοχή με τις χιλιάδες εκτελέσεις αμάχων Ελλήνων είναι γνωστή.
Τότε η γερμανική κυβέρνηση είχε διαβεβαιώσει εγγράφως την Βουλγαρία για παραχώρηση εξόδου στο Αιγαίο, για τον ίδιο δε σκοπό είχαν προηγηθεί ανάλογες διαπραγματεύσεις με την Γιουγκοσλαβία με δέλεαρ την Θεσσαλονίκη.
Από τότε και έως σήμερα αγκάθι παραμένει στις ελληνο-γερμανικές σχέσεις το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων. Οι Γερμανοί υποστηρίζουν ότι με την παρέλευση 50 ετών από την λήξη του Β΄ Παγκ. Πολέμου, το ζήτημα θεωρείται λήξαν και συγχρόνως υπενθυμίζουν την διαχρονική γερμανική πολιτική και οικονομική υποστήριξη της Ελλάδος και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην ένταξη στην ΟΝΕ (Οικονομική και Νομισματική Ένωση).
Και ερχόμαστε τώρα στην μελέτη του ιστορικού – ομότ. καθηγητή του Παν/μίου Δυτ. Μακεδονίας Κων/νου Φωτιάδη, με τίτλο «Οι ανθελληνικοί διωγμοί στον Πόντο μέσα από τα αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών της Αυστρίας και της Γερμανίας» (σ. 85-107).
Ο καθηγητής Κων. Φωτιάδης έχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως με τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας και του Πόντου και έχει γράψει και εκδώσει σχετικά βιβλία.
Επομένως η μελέτη του για τους ανθελληνικούς διωγμούς στον Πόντο που περιλαμβάνεται στον εν λόγω τόμο έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Ας δούμε τα βασικότερα στοιχεία της.
Η Γερμανία μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) ανέλαβε πρωταγωνιστικό και προστατευτικό ρόλο στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερα μετά το κίνημα των Νεοτούρκων καθοδηγούσε την στρατιωτική, πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της.
Ανταγωνιστές της στην πολιτική της αυτή θεωρούσε τους αυτόχθονες χριστιανικούς λαούς της Μ. Ασίας (Έλληνες, Αρμένιους και Ασσύριους). Από τα Αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών της Αυστρίας και της Γερμανίας που μελέτησε ο Κ. Φωτιάδης καταγράφεται η ιμπεριαλιστική πολιτική της και η προπαγάνδα σε βάρος των Χριστιανών.
Στις 24 Απρ. 2015 ο πρόεδρος της Γερμανίας Ιωακείμ Γκάουκ παραδέχτηκε δημοσίως την ηθική συμμετοχή της χώρας του στο έγκλημα της γενοκτονίας των Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων.
Παρά το γεγονός ότι τότε ο βασιλιάς της Ελλάδος Κωνσταντίνος Α΄ ήταν γαμπρός επ’ αδελφή του κάιζερ της Γερμανίας Γουλιέλμου, ήδη από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων η Γερμανία είχε προαναγγείλει τον αφανισμό του Ελληνισμού της Μ. Ασίας σε περίπτωση που τα νησιά του Αιγαίου παραχωρούνταν στην Ελλάδα.
Ας δούμε συγκεκριμένες ενέργειές τους σε βάρος των Ελλήνων.
α) Συκοφαντούσαν συστηματικά τους Έλληνες στον σουλτάνο.
β) Γερμανοί αξιωματικοί ανέλαβαν καίριες θέσεις στον τουρκικό στρατό και στο δημόσιο από το 1913 κ.ε. Ο Liman von Santers, ως ανώτατος στρατιωτικός σύμβουλος, ήταν ο ηθικός αυτουργός των εκτοπίσεων και της εξοντώσεως πολλών χιλιάδων Ελλήνων, υπό το πρόσχημα στρατιωτικών αναγκών.
Όταν δε επισκέφτηκε την Ιωνία, τον Μάρτιο του 1914, επιτίμησε σκαιότατα τις οθωμανικές αρχές, επειδή είχαν επιτρέψει σε λίγους Έλληνες να παραμείνουν στην περιοχή. Ο Liman von Santers υπήρξε φερέφωνο και ψυχρός εκτελεστής της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής.
Στις γερμανικές εφημερίδες δημοσιεύονταν ανθελληνικά άρθρα, γίνονταν στρατευμένες εκδόσεις, κυκλοφορούσαν προκλητικές προκηρύξεις και διαδίδονταν ένα σωρό συκοφαντίες εις βάρος των Ελλήνων της Μ. Ασίας.
Για τον ίδιο σκοπό πλήρωναν τουρκικές εφημερίδες και ως κοινή τακτική συνιστούσαν να ακολουθηθεί η συκοφάντηση των Ελλήνων ως απολύτως γαλλόφιλων και αγγλόφιλων και ότι η Τουρκία έπρεπε να ξαναπάρει τα νησιά του Αιγαίου.
Το ίδιο δήλωσε τελευταία και ο ηγέτης της κεμαλικής αντιπολίτευσης Κιλιντσάρογλου, ο οποίος μάλιστα συμπεριέλαβε και την Κρήτη στις τουρκικές διεκδικήσεις!
γ) Ο εκτοπισμός των Ελλήνων γινόταν συνήθως τον χειμώνα και απαγόρευαν στους Έλληνες να πάρουν μαζί τους τρόφιμα, ρούχα ή στρώματα. Οι σταθμεύσεις γίνονταν στην ύπαιθρο και σε ακατοίκητες περιοχές, ώστε να είναι αδύνατος ο ανεφοδιασμός, ενώ δεν επέτρεπαν την περίθαλψη των αρρώστων και την ταφή των νεκρών!
Απαγορευόταν ακόμη, επί ποινή θανάτου, η ελεημοσύνη από ομογενείς και η παροχή ασύλου στα εγκαταλειμμένα βρέφη! Η εγκατάσταση των εναπομεινάντων εκτοπισμένων Ελλήνων γινόταν σε απομονωμένα χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας με αμιγή τουρκικό πληθυσμό.
δ) Ήταν τόσο βάναυση και απάνθρωπη η συμπεριφορά των τουρκικών αρχών προς τους Έλληνες που έκανε ακόμη και τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς δημοσιογράφους ή και κάποιους αξιωματούχους να την καταγγέλλουν, χωρίς βεβαίως να εισακούονται.
Οι σχετικές αναφορές και οι επιστολές διαμαρτυρίας των Ελλήνων δεν έφταναν ποτέ στον προορισμό τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα όσα επισήμανε ο Γερμανός πρόξενος της Αμισού M. Kückhoff στις 16 Ιουλίου 1916 προς το υπουργείο Εσωτερικών στο Βερολίνο: «Ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Κασταμονής έχει εξοριστεί. Εξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δεν δολοφονείται, πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την πείνα».
ε) Τον Δεκέμβριο του 1916 και τον Ιανουάριο του 1917 ο Αυστριακός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Johann von Pallavicini έγραφε στην κυβέρνησή του: «11 Δεκεμβρίου 1916 (;). Λεηλατήθηκαν 5 ελληνικά χωριά, κατόπιν κάηκαν.
Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. 12 Δεκ. 1916 (;). Στα περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά. 14 Δεκ. 1916. Ολόκληρα χωριά καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες. 17 Δεκ. 1916. Στην περιφέρεια της Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά.
Η λεηλασία συνεχίζεται. Οι χωρικοί κακοποιούνται. 31 Δεκ. 1916. 18 περίπου χωριά κάηκαν εξ ολοκλήρου, 15 εν μέρει. 60 γυναίκες περίπου βιάστηκαν. Ελεηλάτησαν ακόμη και εκκλησίες».
Οι Τούρκοι έως σήμερα εξακολουθούν να τα αρνούνται αυτά. Είναι ικανότατοι στο να διαστρεβλώνουν την αλήθεια. Οι σχεδιαστές όμως όλων αυτών των εγκλημάτων εις βάρος των Ελλήνων ήσαν οι Γερμανοί.
Ας δούμε και πώς εξελίχτηκαν οι ελληνο-γερμανικές σχέσεις στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Στη μελέτη του Δημήτρη Κ. Αποστολόπουλου, δρος ιστορίας Τεχνικού Παν/μίου Βερολίνου, με τίτλο «Επαναπροσέγγιση και συμφιλίωση: Από την εξομάλυνση του κατοχικού παρελθόντος στην κοινή δράση για την εδραίωση της δημοκρατίας στην Ελλάδα (1950-1979)» (σσ. 347-366), εξετάζονται οι ενέργειες τόσο της Ελλάδος όσο και της Δυτ. Γερμανίας για αποκατάσταση των σχέσεών τους αμέσως μετά την λήξη του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα. Μόλις το 1950 η δυτικογερμανική κυβέρνηση μία από τις πρώτες διπλωματικές αποστολές της την έστειλε στην Ελλάδα και τον ίδιο χρόνο ο τότε αντιπρόεδρος της Ελληνικής κυβερνήσεως Γεώργιος Παπανδρέου επισκέφτηκε την Δυτική Γερμανία.
Αυτά έγιναν διότι η μεν Γερμανία ήθελε να καθιερωθεί ως φιλειρηνική χώρα που διέφερε από το Γ΄ Ράιχ, η δε Ελλάδα για λόγους οικονομικής επιβιώσεως, μετά την τριπλή κατοχή και τον καταστροφικό Εμφύλιο, επεδίωκε να αποκαταστήσει εμπορικές σχέσεις με την Δυτ. Γερμανία.
Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε και το ψυχροπολεμικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί τότε μεταξύ των δυτικών χωρών και της κομμουνιστικής ανατολικής Ευρώπης. Οι δύο χώρες βρέθηκαν στο ίδιο δυτικό στρατόπεδο και μάλιστα στην πρώτη γραμμή αντιπαραθέσεως. Η Ελλάδα μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952, η Δυτ. Γερμανία από το 1955.
Ο Γερμανός καγκελάριος Αντενάουερ επισκέφτηκε την Αθήνα τον Μάρτιο του 1954 και ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξ. Παπάγος ανταποδίδοντας επισκέφτηκε την Βόννη λίγους μήνες αργότερα. Σημειωτέον ότι ο στρατηγός Παπάγος το 1943 είχε συλληφθεί ως αιχμάλωτος και είχε κλειστεί στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως Φλόσσενμπουργκ και Νταχάου.
Το 1956 επισκέφτηκε την Ελλάδα και ο πρόεδρος της Δυτ. Γερμανίας Τέοντορ Χέους (Heuss). Στις 17 Μαΐου 1956 υπογράφηκε ελληνογερμανική συμφωνία βάσει της οποίας ξανάρχιζαν επισήμως οι πολιτισμικές διμερείς σχέσεις. Έτσι επαναλειτούργησαν το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, οι Γερμανικές Σχολές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κ.ά.
Καθοριστική για την βελτίωση των ελληνο-γερμανικών σχέσεων ήταν η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Βόννη τον Νοέμβριο του 1958. Αυτή απέφερε ένα δάνειο της Δυτ. Γερμανίας προς την Ελλάδα ύψους 200 εκατ. μάρκων και επενδύσεις 100 εκατ. μάρκων.
Από την άλλη η Ελλάδα παραιτήθηκε από την δίωξη των Γερμανών εγκληματιών πολέμου, ανάμεσα στους οποίους και ο περιβόητος Μέρτεν. Ως μέγα θέμα παρέμεινε αυτό των γερμανικών αποζημιώσεων και η επιστροφή του κατοχικού αναγκαστικού δανείου.
Η ελληνική πλευρά είχε εκτιμήσει το ύψος τους σε 17,5 δισεκατ. δολάρια, ενώ οι νικήτριες δυνάμεις είχαν ορίσει τις απαιτήσεις της Ελλάδος για αποζημιώσεις, εκτός του κατοχικού δανείου, στο ποσό των 7,5 δις δολαρίων. Τελικά η Ελλάδα δεν έλαβε μέχρι σήμερα ουσιαστικά τίποτα.
Με το Σύμφωνο του Λονδίνου (27 Φεβ. 1953) η Δυτ. Γερμανία πέτυχε να ρυθμίσει με τον πιο συμφέροντα τρόπο γι’ αυτή τα προπολεμικά και μεταπολεμικά χρέη της. Οι πολεμικές αποζημιώσεις αναβάλλονταν μέχρι να ρυθμιστεί το «Γερμανικό Ζήτημα», δηλ. η ένωση των δύο Γερμανιών, γεγονός που συνέβη το 1990.
Το κατοχικό δάνειο δόθηκε αναγκαστικά με την σύμβαση που υπέγραψαν στις 14 Μαρ. 1942, με αναδρομική ισχύ από 1 Ιαν. 1942, οι πληρεξούσιοι της Γερμανίας και της Ιταλίας χωρίς παρουσία ελληνικής αντιπροσωπείας.
Σύμφωνα με τους όρους του Δανείου η ελληνική κυβέρνηση υποχρεωνόταν να καταβάλει ως έξοδα Κατοχής 1,5 δις δραχ. μηνιαίως. Οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος πέραν του ποσού αυτού θα χρεώνονταν στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας ως άτοκο δάνειο, το οποίο θα επιστρεφόταν αργότερα.
Οι αναλήψεις ξεπέρασαν σύντομα το δεκαπλάσιο των «εξόδων Κατοχής» και λίγο αργότερα ξεπέρασαν το εικοσαπλάσιο. Σύμφωνα με επίσημα γερμανικά έγγραφα στο τέλος του πολέμου το χρέος αυτό ανερχόταν σε 476 εκατ. μάρκα, ενώ από ελληνικής πλευράς αυτό είχε υπολογιστεί το 1944 σε 228 εκατ. δολάρια. Σύμφωνα με την σημερινή ισοτιμία και με τους τόκους το ελληνικό Γενικό Λογιστήριο του Κράτους το 2015 το υπολόγισε σε 11 δις ευρώ.
Με την ελληνο-γερμανική Συμφωνία της 18 Μαρ. 1960 η γερμανική κυβέρνηση διέθεσε στην Ελλάδα το συμβολικό ποσό των 115 εκατ. μάρκων για τα θύματα του Ναζισμού, κυρίως για τους Έλληνες Εβραίους. Η Ελλάδα διευκρίνισε τότε ότι παρέμεναν οι αξιώσεις της για καταβολή γενικών επανορθώσεων.
Το 1960, εκτός από τα 115 εκατ. μάρκα που έδωσε η Γερμανία στην Ελλάδα, εγκαινιάστηκε μια νέα φάση στις διμερείς σχέσεις. Υπεγράφη διακρατική συμφωνία για απασχόληση ελληνικού εργατικού δυναμικού στη Δυτ. Γερμανία και εξασφαλίστηκε η υποστήριξη της Βόννης προς την Ελλάδα για την σύνδεσή της με την τότε ΕΟΚ.
Πράγματι στις 9 Ιουλίου 1961 υπογράφτηκε η συμφωνία συνδέσεως της Ελλάδος με την ΕΟΚ. Παράλληλα βελτιώνονταν συνεχώς οι εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών.
Κατά την περίοδο της Απριλιανής δικτατορίας η Γερμανία δεν διέκοψε τις διπλωματικές της σχέσεις με την Ελλάδα, αλλά λάμβανε σοβαρά υπόψη της την κοινή γνώμη και εμμέσως δήλωνε ότι περίμενε την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ενώ στις ελληνικές ραδιοφωνικές εκπομπές τους η Deutsch Welle στην Κολωνία και ο Ρ.Σ. του Μονάχου εξέπεμπαν μηνύματα κατά του δικτατορικού καθεστώτος των Αθηνών.
Τις εκπομπές αυτές δεν άκουγαν μόνον οι Έλληνες του Εξωτερικού αλλά και πολλοί εντός Ελλάδος λαμβάνοντας βεβαίως τα σχετικά μέτρα προφυλάξεως. Επίσης η Γερμανία δέχτηκε Έλληνες αντικαθεστωτικούς (π.χ. Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης).
Μετά την Μεταπολίτευση (1974), χάρη στις στενές σχέσεις που δημιούργησε ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός Κων/νος Καραμανλής με τον τότε Γερμανό Καγκελάριο Χέλμουτ Σμίτ, συναντήθηκαν πέντε φορές, η Γερμανία βοήθησε την Ελλάδα να ενταχθεί πλήρως στην ΕΟΚ. Η σχετική συμφωνία υπεγράφη στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 1979 και από την 1 Ιαν. 1981 η Ελλάδα ήταν πλέον πλήρες μέλος της ΕΟΚ.
Οι γερμανικές αποζημιώσεις όμως δεν δόθηκαν ακόμα στην Ελλάδα και το Κατοχικό Δάνειο δεν επεστράφη επίσης. Και φυσικά ούτε στο μέλλον θα ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματα της Ελλάδος.
Οι στενές γερμανο-τουρκικές σχέσεις δεν διακόπηκαν ποτέ, μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 140 και πλέον ετών. Τα αμοιβαία συμφέροντά τους ήταν και είναι μεγάλα.
Αυτά είναι που καθορίζουν πάντα τις διεθνείς σχέσεις όλων των κρατών. Αρκεί βεβαίως να υπάρχουν ικανές κυβερνήσεις, οι οποίες να τα αντιλαμβάνονται και να γνωρίζουν πώς να τα υπερασπίζονται.