Γράφει ο Florian Savelsberg
Μπορεί ο εργαζόμενος να μην προσέλθει στην εργασία του, επειδή φοβάται μη μολυνθεί από τον ιό;
Επί εργαζόμενου, ο οποίος δεν έχει προσβληθεί, υφίσταται υποχρέωση παροχής της συμφωνηθείσας εργασίας.
Η υποχρέωσή του αυτή δεν μεταβάλλεται από το γεγονός και μόνο ότι η πιθανότητα μόλυνσης στο δρόμο από και προς την εργασία ή και στο ίδιο το εργασιακό περιβάλλον είναι αυξημένη.
Μπορεί όμως ο εργοδότης να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την εργασία του χωρίς καταβολή του μισθού. Τη σχετική απόφαση θα τη λάβει ο εργοδότης.
Κατά περίπτωση ο εργοδότης μπορεί επί συγκεκριμένου κινδύνου να υποχρεούται λόγω της υποχρέωσης προστασίας που έχει, να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την εργασία του ή να του επιτρέπει την εργασία στο σπίτι (home office), εφόσον υπάρχει αυτή η δυνατότητα.
Τι μέτρα πρέπει να ληφθούν άμεσα στην επιχείρηση σε περίπτωση μόλυνσης ή υποψίας μόλυνσης;
Εργαζόμενοι με συμπτώματα επιμόλυνσης από τον κορωνοϊό πρέπει να έρθουν άμεσα τηλεφωνικά σε επαφή με την ιατρική υπηρεσία ή τον οικογενειακό τους ιατρό, προκειμένου να πληροφορηθούν αν υπάρχει ειδικό επισκεπτήριο για την περίπτωση και τι μέτρα θα πρέπει να ληφθούν.
Θα ακολουθήσει ένα τεστ για τον ιό Covid-19 και με ειδικό ερωτηματολόγιο θα ερευνηθεί, με ποια άτομα ήρθε άμεσα ο ασθενής σε επαφή.
Λόγω του εξαιρετικά υψηλού κινδύνου εξάπλωσης η δήλωση της επιμόλυνσης με τον ιό είναι υποχρεωτική.
Τη δήλωση προς την αρμόδια υγειονομική υπηρεσία την αναλαμβάνει κατόπιν η ιατρική υπηρεσία ή ο οικογενειακός γιατρός.
Σε περίπτωση που υπάρχει έστω και υπόνοια επιμόλυνσης με τον ιό, ο εργοδότης πρέπει να μεριμνήσει άμεσα στα πλαίσια της υποχρέωσής του προστασίας των εργαζομένων για μέτρα στο χώρο της εργασίας.
Στην περίπτωση αυτή η δημοσιοποίηση της πληροφορίας ότι ο εργαζόμενος έχει επιμολυνθεί με τον ιό, αποτελεί νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Αυτό έχει ως στόχο το δικαιολογημένο συμφέρον προστασίας της υγείας και της ζωής των λοιπών εργαζόμενων.
Ποιες είναι οι συνέπειες για την περαιτέρω λειτουργία της επιχείρησης;
Εφόσον δεν έχει διαταχθεί από τις Αρχές η θέση υπό περιορισμό (καραντίνα, βλ. σημείο 4), θα πρέπει για την προστασία των λοιπών εργαζόμενων να εξεταστεί, κατά πόσον εξακολουθεί να είναι δυνατή η συνέχιση της εργασίας τους.
Στη χειρότερη περίπτωση η επιχείρηση πρέπει να κλείσει μέχρι να παρέλθει ο κίνδυνος. Οι εργαζόμενοι σε αυτήν την περίπτωση καταρχήν απαλλάσσονται από την εργασία τους επί καταβολής όμως του μισθού τους (εφόσον ο περιορισμός δεν έχει διαταχθεί από τις Αρχές).
Εφόσον δηλαδή οι εργαζόμενοι είναι ικανοί και πρόθυμοι προς εργασία, υπάρχει υποχρέωση της συνέχισης καταβολής του μισθού τους ακόμα και εάν η επιχείρηση κλείσει και εφόσον η παύση αυτή της λειτουργίας της δεν οφείλεται σε διαταγή της Αρχής για θέση υπό περιορισμό (καραντίνα).
Εδώ έχουμε κίνδυνο που ανήκει στη σφαίρα του εργοδότη και για το λόγο αυτό ο χρόνος εργασίας που δεν παρασχέθηκε κατά τον τρόπο αυτό δεν πρέπει να αναπληρωθεί.
Επειδή βέβαια σε τέτοιες περιπτώσεις η επιβάρυνση των εργοδοτών μπορεί να είναι υπέρογκη, θα έπρεπε κανείς να σκεφθεί εναλλακτικές λύσεις, γεγονός που προϋποθέτει την κατανόηση και καλή πρόθεση και των εργαζόμενων.
Οι εργοδότες θα μπορούσαν π.χ. να ξεκαθαρίσουν, εάν οι απασχολούμενοι στην επιχείρησή τους θα ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν μεμονωμένες ημέρες άδειας αναψυχής ή λόγω υπερωριών, όπου θα έπρεπε να ερωτηθεί και το συμβούλιο των εργαζομένων (Betriebsrat).
Εφόσον στην επιχείρηση υπάρχει η δυνατότητα για εργασία από το σπίτι (home office), ο εργοδότης μπορεί επίσης στο πλαίσιο των υφιστάμενων ρυθμίσεων να αναθέσει στους εργαζόμενούς του να εργαστούν στο σπίτι.
Προκειμένου να ανακουφιστεί προσωρινά η επιχείρηση οικονομικά μειώνοντας το κόστος προσωπικού, μπορεί να διαταχθεί από τον εργοδότη εργασία με μειωμένο ωράριο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό ρυθμίζεται από την ατομική σύμβαση.
Πρώτα απ ‘όλα όμως θα πρέπει να εξαντληθούν όλες οι άλλες δυνατότητες. Εάν υπάρχει συμβούλιο εργαζομένων, έχει δικαίωμα συμμετοχής στις σχετικές αποφάσεις.
Επιπλέον οι εργοδότες έχουν τη δυνατότητα να αιτηθούν επίδομα μειωμένης απασχόλησης. Εάν η αίτηση εγκριθεί, ο αρμόδιος οργανισμός απασχόλησης καταβάλλει μέρος των μισθολογικών δαπανών.
Τι συμβαίνει εάν οι εργαζόμενοι δεν επιτρέπεται να εργαστούν, επειδή ασθενούν από κορωνοϊό;
Σε περίπτωση πανδημίας η αρμόδια Αρχή μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με τον νόμο περί προστασίας από λοιμώξεις και για παράδειγμα να επιβάλει καραντίνα.
Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης μπορεί να επιβάλλει απαγόρευση εργασίας στους εργαζόμενους. Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος δεν δικαιούται τη συνέχιση της καταβολής του μισθού του.
Ωστόσο ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει αποζημίωση για την απώλεια εσόδων που προκύπτει. Σύμφωνα με το άρθρο 56 πα. 1 και 2 του νόμου περί προστασίας από λοιμώξεις (IfSG), η εν λόγω αποζημίωση καταβάλλεται από τον εργοδότη για μέγιστη διάρκεια έξι εβδομάδων, ο δε εργοδότης έχει με τη σειρά του δικαίωμα αποζημίωσης έναντι της αρμόδιας αρχής. Από την αρχή της έβδομης εβδομάδας και μετά καταβάλλεται το επίδομα ασθενείας.
Αποζημίωση μπορούν να λάβουν και οι αυτοαπασχολούμενοι. Το ύψος της αποζημίωσης αυτής είναι το 1/12 του εισοδήματος από εργασία του τελευταίου έτους πριν την επιβολή της καραντίνας. Σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ. 4 του ίδιου νόμου οι αυτοαπασχολούμενοι μπορούν να ζητήσουν και εύλογη αποζημίωση για τα ακάλυπτα λειτουργικά έξοδα που συνεχίζουν να τρέχουν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Τι πρέπει να ληφθεί υπόψη σε περίπτωση καθυστέρησης εκπλήρωσης και μη εκπλήρωσης των συμβάσεων;
Λόγω δυσκολίας στην κυκλοφορία υλικών και πρώτων υλών ή ακόμη και λόγω κλεισίματος επιχειρήσεων θα μπορούσαν να υπάρξουν περιπτώσεις μη προσήκουσας ή καθυστερημένης εκπλήρωσης συμβατικών υποχρεώσεων.
Η ευθύνη για τις συνέπειες της υπερημερίας προϋποθέτει πταίσμα (πρόθεση ή αμέλεια). Το ξέσπασμα μιας επιδημίας μπορεί γενικά να χαρακτηριστεί ως ανωτέρα βία, πράγμα που σημαίνει ότι o οφειλέτης μιας παροχής δεν ευθύνεται για καθυστερήσεις. Αυτό θα κριθεί σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση ανάλογα με τις περιστάσεις.
Εάν μια επιχείρηση επηρεάζεται πραγματικά λόγω κλεισίματος της ίδιας ή κάποιου προμηθευτή λόγω του κορωνοϊού, συνιστάται να ενημερώνονται άμεσα οι συμβαλλόμενοι και όλοι οι άλλοι τυχόν πλήττονται ή επηρεάζονται από την κατάσταση, προκειμένου να μην μπορεί να στοιχειοθετηθεί, όσο είναι δυνατόν, η περίπτωση της αμέλειας.