“Είμαι πλούσια, είμαι ευτυχισμένη, είμαι περήφανη για τα παιδιά μου που ΣΠΟΥΔΑΣΑΝΕ, γίνανε επιστήμονες και δεν μπλέξανε με κακά πράματα παρά τις δυσκολίες που περάσαμε“. Είναι τα λόγια της Άννας μιας νέας γυναίκας από την Παλαιστίνη, που έχασε τον άντρα της και ήρθε με πλαστική βάρκα στο νησί της Λέσβου, στην Μυτιλήνη πριν από 18 χρόνια.
Εργάζεται πλέον ως διερμηνέας και βοηθάει τους πάντες με χαμόγελο, με ευσυνειδησία και υπακοή. Με εντολή του κ. Σταύρου Μυρογιάννη, Διευθυντή του οικισμού στον Καρά Τεπέ, με υποδέχτηκε ευγενικά και με μια ζεστή αγκαλιά.
Ένας οικισμός που φιλοξενεί τις ευάλωτες ομάδες και κυρίως οικογένειες με μικρά παιδιά και προβλήματα υγείας. Όχι δεν υπάρχουν κάγκελα και αστυνομικοί, ούτε κρατάνε όπλα οι φύλακες, μήτε κραυγές ακούς, μήτε μοιρολόγια.
Είναι πεντακάθαρα, είναι μια όμορφη ήσυχη κατασκήνωση που ο αυθορμητισμός και η γλύκα των παιδιών, που με τα μάτια αυτά τα όμορφα τα πυρακτωμένα φωτίζουν το κάθε δρομάκι στις μικρές γειτονιές και αφήνουν στο πέρασμα τους ίχνη ελπίδας, προσευχής και ευγνωμοσύνης.
Η ζωή κυλάει εδώ με αναμονή για το πολυπόθητο αύριο που ή θα τους φέρει κοντά στους δικού τους ανθρώπους σε άλλη χώρα ή θα ξεκινήσουν μια νέα ζωή σε μια νέα πατρίδα όπου θα στήσουν το σπιτικό τους από τα ερείπια της ψυχής τους.
Υποβάλουν αίτηση ασύλου και περιμένουν..είναι όμως τόσοι πολλοί και η ροή των αφίξεων συνεχίζει την πορεία της. Ο Σταύρος, ο αξιαγάπητος τούτος άνθρωπος φροντίζει νύχτα μέρα για την ανθρώπινη επιβίωση, των φίλων του από πολλές Εθνικότητες, που πρώτα τον αγαπούν και μετά τον σέβονται και τον βοηθούν σε ότι χρειαστεί.
Ένας νέος, με παρουσία ευγενική και με φευγαλέα θλίψη στα όμορφα σκούρα μάτια του, κάθισε δίπλα μου και πιάσαμε κουβεντούλα, η Άννα εκεί να μεταφράζει και να τον αγγαλιάζει με το βλέμμα της το γεμάτο στοργή και νόημα.
Νίκησες, έτσι φώναζε και ας μη το έλεγε με λόγια. Είσαι καλά εδώ; Ω ναι, είμαι πλέον καλά, αν και δεν έχω πατρίδα. Θέλεις κάποια στιγμή να επιστρέψεις; ΟΧΙ. Κοφτή η άρνηση, πληγωμένη, θυμωμένη, οργισμένη και πάμε παρακάτω..
Είμαι από Συρία, τα οικονομικά μας προβλήματα ήτανε μεγάλα, πήγα εφτά χρόνια σχολείο και έφυγα στον Λίβανο για να βοηθήσω την οικογένεια μου, δούλεψα παντού αμέτρητες ώρες όμως ο πόλεμος μας κατέστρεψε, πιάσε εδώ και εδώ, είναι βλήματα από τους βομβαρδισμούς, ενθύμια μιας πάλης με την επιβίωση.
Είμαι νέος γεμάτος ενέργεια και δύναμη, έχασα πολλούς δικούς μου ανθρώπους, συγγενείς φίλους. ΑΔΕΛΦΙΑ. Καταλαβαίνεις; Και εγώ τι να πω τώρα, πως καταλαβαίνω; Έσκυψα και χάζευα το μυρμηγκάκι που κουβαλούσε ένα φτερό, τι να το ήθελε άραγε..Ξέρεις με φυλακίσανε δυο μήνες, το σπίτι μας έγινε στάχτη από τους βομβαρδισμούς, οι γονείς μου συγκέντρωσαν χρήματα πληρώσανε και με αφήσανε ελεύθερο επιτέλους.
Ο πόλεμος είναι κακός, με τον αδελφό μου και την νύφη μου που ήτανε έγκυος, φύγαμε μια Παρασκευή θυμάμαι από το χωριό και πήγαμε σε μια μεγάλη πόλη για να σωθούμε, έτσι ελπίζαμε.
Ειρωνεία, πόλεμος παντού, γκρεμισμένα τα πάντα, από που να αρχίσεις, δεν υπήρχε νερό, ρεύμα, δεν υπήρχε τίποτε, μόνο συντρίμμια και τσακισμένα όνειρα.
Η νύφη μου σκοτώθηκε με το μωρό στην κοιλιά, ο αδελφός μου σχεδόν νεκρός μπροστά μου, καταλαβαίνετε, ναι παιδί μου, καταλαβαίνω. Έχασε το ένα του μάτι, χειρουργήθηκε 14 φορές σε διάφορα σημεία του σώματος και τώρα είναι σχετικά καλά, είναι ζωντανός και αυτό έχει σημασία..
Χρειαζόμασταν χρήματα, έπρεπε να σωθούμε. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου και στον αδελφό μου, ότι εγώ θα φύγω, θα βοηθήσω τους γονείς και εκείνον. Έκανα εφτά φορές προσπάθεια να φτάσω Τουρκιά, δε θέλω να μιλώ για ταλαιπωρία, η δύναμη μου ατελείωτη και η επιμονή μου άλλη τόση.
Τους δυο συντρόφους μου τους πυροβολούν μπροστά στα μάτια μου, εγώ γλιτώνω και μετά από πενήντα μέρες μπαίνω στην βάρκα αφού η μητέρα μου συγκεντρώνει και πάλι χρήματα και έτσι πληρώνω τους διακινητές.
Μας βάλανε στην βάρκα, μας δείξανε τα φώτα απέναντι, αυτή είναι η Μυτιλήνη μουρμούρισαν και έφυγαν ανέκφραστοι. Το ταξίδι άρχισε.
Είπα, αυτό ήταν, εδώ μυρίζει θάνατο, όμως ο ένας έδινε δύναμη και κουράγιο στον άλλον, τα παιδιά κλαίγανε, οι γυναίκες προσεύχονταν και εμείς προσπαθούσαμε όλοι μαζί να σώσουμε εμάς και τους αδελφούς μας.
Τρεις ώρες απερίγραφτες, τρεις ώρες έβλεπα τον θάνατο, η βάρκα πλαστική, τα άτομα πολλά και όλοι ζαλιζόμασταν και κάναμε εμετό. Το 2016 ήτανε Ιούλιος μηνάς, 48 άτομα στοιβαγμένοι χωρίς σύνοδο, με ελπίδα την προσευχή μας ακολουθούσαμε τα φώτα που βλέπαμε μπροστά μας.
Όταν πατήσαμε στεριά, κάπου εκεί προς το αεροδρόμιο ήμασταν εξαντλημένοι αλλά με μια χαρά και ανείπωτη ευτυχία, αγκαλιαζόμασταν και δοξάζαμε τον Θεό!
Του χάιδεψα το χέρι, δεν ήξερα, ήθελα να κλάψω αλλά του χαμογέλασα και σαν να μου διηγήθηκε την πιο απλή ιστορία τον ρώτησα χαζά…που θα πας τώρα; Θέλω να φύγω στην Ολλανδία, έχω συγγενείς και φίλου εκεί, θα δουλέψω, δε θέλω να σκοτώνω, δε θέλω να πολεμώ, δε θέλω να ξαναγυρίσω πίσω!
Είμαι τυχερός, πήρα άσυλο και τώρα περιμένω την άδεια παραμονής. Η Άννα είπε…δουλεύει εδώ εθελοντικά, είναι από τα καλύτερα παιδιά μας, βοηθάει πολύ και τον αγαπάμε όλοι! Πέρασε μια νοστιμούλα, χαιρετήθηκαν, της ευχήθηκε στα Αγγλικά να έχει μια όμορφη μέρα, χαμογέλασε τόσο όμορφα που χάρηκα τόσο πολύ αυτή την νεανική επικοινωνία, αυτό το Hi ενός σκουρόχρωμου και μιας κατάλευκης ξανθούλας που εργαζόταν σε κάποια ΜΚΟ.
Μου είπε πως χάρηκε που τα είπαμε, είναι ελεύθερος δεν έχει κάνει κακό σε κανέναν και ευχαριστεί όλους όσους τον βοηθάνε, τον αγκαλιάζουν και του μιλάνε. Είμαι ευγνώμων για τους κατοίκους του νησιού, μας βοήθησαν πολύ και μια μέρα θέλω να επιστρέψω εδώ να βοηθάω όπου και όσο χρειαστεί!
Να είσαι καλά και να μη χάνεις πότε την ελπίδα του είπα…Τον φώναξαν, είχανε καινούριες αφίξεις. Η Άννα με πήρε απ το χέρι και μου είπε, έλα πάμε να γνωρίσεις μια όμορφη οικογένεια.. Ένα μικρό κοντέινερ με ένα κρεβάτι παιδικό, ένα κρεβάτι για το ζευγάρι, ένα ψυγείο και ένα τραπεζάκι κολλημένο στον τοίχο.
Το βρήκα τέλειο, καθαρό, γεμάτο παιδικές μυρουδιές και τσάντες στους τοίχους, λίγα λούτρινα ζωάκια και έξι χεράκια χτυπήσανε την παλάμη μου φωνάζοντας με ένα στόμα. Hi.
Έτσι χαιρετιούνται με τα παιδιά της Ευρώπης.. 3 πολύ πολύ όμορφα πιτσιρικάκια, στριφογυρνούσαν στον μικρό χώρο και ένα ζευγάρι πανέμορφο στα αλήθεια με κάλως όριζε στο αρχοντικό τους. Είπαμε διάφορα πάντα με την βοήθεια της Άννας.
Νέα παιδιά, ξεριζωμένα, με φρικτές αναμνήσεις από τον πόλεμο. Το αγόρι έχασε συγγενείς και τον πατέρα του, τα αδέλφια και τους φίλους του. Είχε τρία παιδάκια από άλλη σύζυγο, παντρεύτηκε τούτο το όμορφο κορίτσι και αποφάσισε να περάσει Ελλάδα και να φύγουνε για Γερμανία όπου εκεί δικοί τους άνθρωποι θα τους βοηθήσουν να βρούνε δουλειά και να αρχίσουνε μια καινούρια ζωή.
Σήμερα ήτανε πολύ χαρούμενοι γιατί επιτελούς το αίτημα τους έγινε δεκτό, πήρανε άσυλο και σύντομα θα ξεκινήσουν το νέο τους ταξίδι, θα διαβούν το ονείρου τον δρόμο, του έρωτα και της αγάπης επιτέλους, γιατί πολύ καθυστέρησαν να γευτούν την νιότη τους!
Καλλιεργημένα παιδιά, με μάτια που βγάζουν σπίθα και ζωή, αγώνα, και πάλη και το αίμα τους να κοχλάζει μέσα στις φλέβες.. Τι θα θυμάστε από όλη την λαίλαπα του πολέμου, τους ρώτησα.
Μμμ..”το ταξίδι μέσα στην θάλασσα” μου είπε το γλυκό κορίτσι με τα κατάλευκα δόντια και τα μάτια που θύμιζαν κάρβουνο σβηστό. “Πρώτη φορά έβλεπα αυτό το απέραντο, το βαθύ, το σκούρο νερό που θάλασσα το λένε“.
“Φοβόμουν, έτρεμα, ζαλιζόμουν, μύριζε η βενζίνη, ή το πετρέλαιο, κλαίγανε τα παιδιά, πιάναμε την θάλασσα και νόμιζα πως θα μας καταπιεί, ΦΟΒΟΜΟΥΝ! Η θάλασσα ήτανε ήσυχη αλλά εγώ νόμιζα ότι κουνιόμασταν συνεχεία. 50 άτομα, μέσα στην βάρκα, 50 άτομα διαφόρων εθνικοτήτων άγνωστοι μεταξύ μας, με διαφορετικές θρησκείες κουλτούρα και πολιτισμό!”
“Όμως αμέσως γίναμε ένα, στον κίνδυνο οι άνθρωποι αγκαλιάζονται, λειτουργούν ενστικτωδώς, είχαμε γίνει όλοι ένα σώμα μια ψυχή! Προσευχόμουν συνέχεια, ανησυχούσα για τα παιδιά για τον άντρα μου. Στην Συρία ήμασταν οικονομικά πολύ καλά, όμως ο πόλεμος, οι βομβαρδισμοί…όλα τα ισοπεδώσανε, από που να κρατηθούμε, με τι δύναμη να συνεχίσουμε;”
“Πληρώσαμε 600 δολάρια για το κάθε άτομο, η τιμή ίδια και για τα παιδιά. Μας βάλανε με άλλους 50 και με GPS ευτυχώς φτάσαμε ζωντανοί στο λιμάνι. Μας υποδέχτηκαν πολύ ανθρώπινα, εμείς τους αγαπάμε τους ντόπιους, νοιώθουμε ευγνωμοσύνη και αυτό είναι αλήθεια!”
Εδώ όλα καλά; Αν ήσουν εσύ διευθύντρια, τι θα άλλαζες τι θα έκανες, τι θα διόρθωνες;
“Μμμ τίποτε απολύτως, λειτουργούν όλα τόσο ανθρώπινα, μας νοιώθουν γνωρίζουν τα όσα περάσαμε, μέχρι και κομμώτρια έρχεται, καταλαβαίνετε; Ο κ. Σταύρος, όλοι, όλοι – όλοι, τους αγαπάμε τους ευχαριστούμε, τους ευγνωμονούμε!”
Τα πιτσιρίκια είχαν κουρνιάσει στις αγκαλιές των γονιών τους, εκεί ένοιωθαν ζεστασιά, σιγουριά, ασφάλεια. Ήταν εκεί να τους δροσίσουν να τους νανουρίσουν, να διώξουν τους εφιάλτες από τα όνειρά τους και σφραγίσουν τις καρδούλες τους για να μη μπορέσει καμία πλέον τρικυμία να τα τρομάξει, να τα ζαλίσει, να κρύψει τον ήλιο απ’τα χαλάσματα και να τον φέρει λαμπερό φωτεινό στα καινούρια τους όνειρα..
Σήμερα γνώρισα υπέροχους δυνατούς ανθρώπους που μπροστά τους φαντάζω ένα ανίδεο μικρό μυρμηγκάκι, Ευχαριστώ Σταύρο, ευχαριστώ Άννα, ευχαριστώ όλους, σήμερα θα δω αλλιώς την ζωή και θα την απολαύσω!!
Λέξεις: Ανθούλα Βαμβουρέλλη