Η ελληνική κίνηση στη Βαυαρία βρίσκει τις απαρχές της στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1826 εγκρίνεται η ίδρυση του πρώτου ελληνικού συλλόγου με σκοπό τη φροντίδα των παιδιών των αποθανόντων αγωνιστών.
Οι πρώτοι που εγκατάσταθηκαν στη βαυαρική γη ήταν δυο προσωπικότητες που διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Αυτοί ήταν ο Αλέξανδρος Ραγκαβής και ο Σκαρλάτος Σούτσος. Οι δύο τους ήρθαν από το Βουκουρέστι.
Τους υποδέχθηκε ο Friedrich Thiersch και παρέλαβαν ως δωρεά την υποτροφία του βαυαρικού κράτους.
Και οι δύο, παρά τις αρχικές δυσκολίες με την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας, κατατάχθηκαν στο πυροβολικό. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος εντυπωσιασμένος από την επίδοση των νεαρών υποσχέθηκε ότι θα προτείνει κάλεσμα και σε άλλους Έλληνες.
Έτσι, ο Λουδοβίκος παίρνει την απόφαση να καλέσει τα ορφανά ελληνόπουλα των αγωνιστών. Ο Φιλέλληνας και επικεφαλής σε θέματα παιδείας στη Βαυαρία Thiersch ανέλαβε τα παιδιά υπό την επίβλεψή του.
Ο αριθμός των παιδιών φτάνει το 1827 τα 30. Ανάμεσα σε αυτά υπάρχουν γιοι επωνύμων αγωνιστών όπως του Καραΐσκάκη, του Ανδρούτσου, του Κανάρη κ. ά.
Το αυξημένο ενδιαφέρον των παιδιών για διορισμό στο στρατό οδήγησε στην κατασκευή του πρώτου ελληνικού σχολείου ονόματι Griechisches Institut (Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον). Εκεί θα μάθαιναν πρώτα τα γερμανικά και μετά θα κυνηγούσαν τα επαγγελματικά τους όνειρα.
Ο Καποδίστριας μάλιστα με γραπτή του επιστολή εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη φροντίδα των οικότροφων από το βαυαρικό κράτος.
Σχετικά με το θέμα των ιερέων της ελληνικής κοινότητας, ο πρώτος ήταν ο Γρηγόριος Καλλαγάνης από τη Λέσβο. Εκτέλεσε το καθήκοντα του το 1829 και 1830. Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε και ως δάσκαλος Θρησκευτικών. Ακολούθησε για δύο χρόνια ο Αποστολίδης (1830-1832) οποίος με την επιστροφή του στην Ελλάδα ανακηρύχθηκε καθηγητής στο νεοϊδρυθέν τότε Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι περισσότεροι από τους Έλληνες του Μονάχου ανέλαβαν σημαντικότατες θέσεις στα ελληνικά δημόσια δρώμενα. Πολιτικοί, καθηγητές και καλλιτέχνες ήταν μερικές από τις ιδιότητές τους μετά τον επαναπατρισμό τους.
Ο βασιλιάς Λουδοβίκος σε όλο αυτό το διάστημα χρηματοδοτούσε διαρκώς με μεγάλα ποσά την ελληνοχριστιανική κοινότητα. Επιπρόσθετα, ενδιαφερόταν διαρκώς για τους Έλληνες, όσο κανένας άλλος ηγέτης εκείνη την εποχή δεν το έκανε.
Ειδικότερα, επισκεπτόταν τους μαθητές στο ελληνικό σχολείο του Μονάχου και ρωτούσε για την επίδοσή τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές μάλιστα που έτρωγε στο ίδιο τραπέζι με αυτούς.
Ο Βαυαρός συνθέτης Caspar Ett (1788-1847) επηρέασε την εκκλησιαστική μουσική των Ελλήνων του Μονάχου.
Επίσης, μελοποίησε το ποίημα του Λουδοβίκου An die Hellenen (Στους Έλληνες).
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα οι οικογένειες που έζησαν μόνιμα για σύντομο ή μακρύτερο χρονικό διάστημα στο Μόναχο δεν ξεπερνούσαν τις 5.
Πηγή
Turczynski, Emanuel, Die deutsch-griechischen Kulturbeziehungen bis zur Berufung König Ottos, München: Oldenbourg 1959.