Ξημερώματα Σαββάτου 22 Οκτωβρίου 1994. Ο Στέφαν Γκέρικε, που επί τριάντα χρόνια μπαινόβγαινε στις ελληνικές φυλακές, το έσκασε για μία ακόμη φορά. Ο «μεγαλύτερος αρχαιοκάπηλος που έδρασε ποτέ στη χώρα» ήταν ένας αδίστακτος Γερμανός που είχε την τάση να επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος.
Ο Στέφαν Γκέρικε γεννήθηκε το 1931 στην Ινδονησία από Γερμανούς γονείς. Μόλις αποφοίτησε από το σχολείο, πήγε στο Μόναχο, όπου ξεκίνησε τις σπουδές του στην αρχαιολογία. Ειδικεύτηκε στην προϊστορία και τις καλές τέχνες, αντικείμενα πάνω στα οποία ολοκλήρωσε και την διδακτορική του διατριβή. Μεταξύ των δεξιοτήτων που ανέπτυξε, ήταν η άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας. Έτσι, μόλις τελείωσε την πολυετή του φοίτηση κι έχοντας πλέον τον τίτλο του δόκτορα, ταξίδεψε στην Ελλάδα.
Ο σκοπός του δεν ήταν να πάρει μέρος σε αρχαιολογικές ανασκαφές και να μελετήσει νέα ευρήματα. Ο γερμανός επιστήμονας είχε αποφασίσει να εκμεταλλευτεί τις γνώσεις του για να πλουτίσει μέσω της αρχαιοκαπηλίας.
Στο εξωτερικό είχε ήδη αρκετές διασυνδέσεις για να πουλάει τις κλεμμένες αρχαιότητες. Και γνώριζε ότι η Ελλάδα ήταν μία αστείρευτη πηγή αρχαίου πλούτου, που την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν αφύλαχτη και προσβάσιμη σε όποιον είχε τα μέσα και τις γνώσεις να την εξερευνήσει, ακόμη και για παράνομους σκοπούς.
Η αρχή της δράσης
Εκτιμάται ότι η δράση του στη χώρα ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Επειδή ο Γκέρικε προωθούσε αμέσως το «εμπόρευμά» του σε συλλέκτες του εξωτερικού είναι αδύνατο να υπολογιστεί με ακρίβεια ο αριθμός και η αξία των αρχαιοτήτων που έκλεψε κατά το πρώτο διάστημα.
Οι αρχές οδηγήθηκαν στα ίχνη του μόλις το Νοέμβριο του 1963, ενώ ο Γερμανός ήταν έτοιμος να απογειωθεί από την Ελλάδα με ιδιωτικό αεροσκάφος φορτωμένο με αρχαία κοσμήματα μεγάλης αξίας.
Παραπέμφθηκε στη δικαιοσύνη με την κατηγορία της λαθραίας εξαγωγής αρχαιοτήτων. Ωστόσο, με τη βοήθεια ενός καλού δικηγόρου που ισχυρίστηκε ότι τα κοσμήματα ήταν απλώς απομιμήσεις, αφέθηκε ελεύθερος.
Αυτή η πρώτη περιπέτεια με το νόμο δεν τον πτόησε. Συνέχισε την αρχαιοκαπηλική του δράση σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, φροντίζοντας να αλλάζει συχνά ταυτότητα, εμφάνιση και συνεργάτες και να μην αφήνει πίσω του στοιχεία. Έτσι, καθυστέρησε την πρώτη καταδίκη του για μία πενταετία.
Τον Ιούνιο του 1968, η Χωροφυλακή οδηγήθηκε στα ίχνη του και πάλι, όταν εξάρθρωσε μία σπείρα αρχαιοκαπήλων, της οποίας ο Γκέρικε ήταν εγκέφαλος. Αυτή τη φορά, ο 37χρονος Γερμανός συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 12μηνη κάθειρξη.
Πριν ακόμα εκτίσει τα μισά της ποινής του στις φυλακές Θεσσαλονίκης, ο εισαγγελέας αιτήθηκε να μεταφερθεί στην Αθήνα. Κατά τη μεταφορά του, ο Γερμανός κατάφερε να αποδράσει.
Δεν έχασε χρόνο κι επέστρεψε στην παλιά του «δουλειά». Έτσι, ένα μήνα αργότερα, το Νοέμβριο του 1968, οι αρχές τον συνέλαβαν και πάλι. Αυτή τη φορά προσπαθούσε να διαφύγει από τη χώρα οδικώς, φορτωμένος με αρχαία αντικείμενα και με πλαστά χαρτιά. Το δικαστήριο δεν έδειξε επιείκεια. Τον καταδίκασε σε 7,5 χρόνια φυλάκιση, τα οποία και εξέτισε στην Κέρκυρα.
Ένας αδίστακτος αρχαιοκάπηλος
Αν και έμεινε όλη την διάρκεια της ποινής του στη φυλακή, ο Στέφαν Γκέρικε δε σωφρονίστηκε. Όταν αποφυλακίστηκε το 1975, ανέλαβε ξανά δράση πιο οργανωμένος από ποτέ. Πλέον δεν περιοριζόταν σε αρχαία αγαλματίδια και κοσμήματα. Στο στόχαστρο της νέας σπείρας που «διοικούσε» βρίσκονταν βυζαντινές εικόνες αμύθητης αξίας, μεγάλα αγάλματα, πήλινα αγγεία, νομίσματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα.
Ενδεικτικά, ο Γερμανός μαζί με το «δεξί του χέρι», έναν 37χρονο Έλληνα εργολάβο από την Αθήνα, έκλεψαν το τέμπλο της Αγίας Τριάδας Μετεώρων, τεμαχίζοντάς το σε 30 κομμάτια, και το ξεπούλησαν στο εξωτερικό. Αυτή ήταν η διαδικασία για τα περισσότερα αντικείμενα της λείας τους. Αφού τα μοίραζαν μεταξύ τους, τα μεταπωλούσαν. Επί 4 χρόνια, η συμμορία δρούσε σχεδόν ανενόχλητη, έχοντας αποσπάσει κλοπιμαία ανυπολόγιστης αξίας.
Αφορμή για να αποκαλυφθεί η δράση τους στάθηκε μία δολοφονία στην οποία εμπλέκονταν τρία από τα μέλη. Οι αστυνομικοί που ανέλαβαν να την εξιχνιάσουν γρήγορα οδηγήθηκαν στη σπείρα. Τότε, φτάνοντας στον πυρήνα της, ήρθαν αντιμέτωποι με ένα γνώριμο πρόσωπο: τον Στέφαν Γκέρικε. Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και ο Γερμανός, όπως και οι περισσότεροι από τους 32 συγκατηγορουμένους του προφυλακίστηκαν. Εξαιτίας της κωλυσιεργίας των δικαστικών αρχών, η δίκη τους καθυστέρησε σχεδόν 5 χρόνια. Μέχρι τότε όμως, είχε παρέλθει το 18μηνο της προφυλάκισης. Ο Γκέρικε αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους και πολύ σύντομα έγινε άφαντος.
Όπως αποδείχθηκε αργότερα, ο αδίστακτος αρχαιοκάπηλος δεν εγκατέλειψε τη χώρα. Παρέμεινε στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας πλαστές ταυτότητες και εξασκώντας το ίδιο «επάγγελμα».
Το 1990 νοίκιασε ένα σπίτι στα Εξάρχεια, δίπλα στα γραφεία της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Εκεί έμελλε να συλληφθεί για τελευταία φορά. Ανήμερα των εορτασμών του Πολυτεχνείου, ο γερμανός αρχαιοκάπηλος θεώρησε ότι οι αρχές θα ήταν απασχολημένες και βρήκε την ευκαιρία να γεμίσει ένα τροχόσπιτο με κούτες που περιείχαν αρχαία αντικείμενα μεγάλης αξίας. Ωστόσο, μετά από καταγγελία, οι αστυνομικοί εντόπισαν το όχημα και έπιασαν τον Γκέρικε.
Η καταδίκη του αυτή τη φορά ήταν 15 έτη και 9 μήνες κάθειρξη.
Ο 60χρονος πλέον Στέφαν Γκέρικε μεταφέρθηκε στις φυλακές Αλικαρνασσού στην Κρήτη. Στις 18 Οκτωβρίου του 1994, προφασιζόμενος δυνατούς πόνους στο έντερο, ζήτησε να εισαχθεί επειγόντως στο νοσοκομείο. Πράγματι, με τη συνοδεία αστυνομικών διακομίστηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, όπου παρέμεινε για μερικές μέρες μέχρι να γίνουν όλες οι απαραίτητες εξετάσεις.
Τα ξημερώματα της 22 Οκτωβρίου και ενώ ο φύλακας πήγε να πάρει καφέ για να συνεχίσει τη βάρδια, ο Γερμανός βρήκε την ευκαιρία να το σκάσει. Παρότι η απουσία του έγινε αντιληπτή εντός μισαώρου, το ανθρωποκυνηγητό που ακολούθησε δεν απέδωσε καρπούς. Σύντομα στάλθηκε επείγον σήμα σε όλες τις διωκτικές υπηρεσίες, καθώς και στην Ιντερπόλ.
Τον Ιανουάριο του 1995, η Ελληνική Αστυνομία ενημερώθηκε ότι ο Στέφαν Γκέρικε είχε εντοπιστεί και συλληφθεί στην Ελβετία, όπου διαπραγματευόταν την πώληση αρχαιοελληνικών αντικειμένων. Αφού εκδόθηκε στην Ελλάδα, οδηγήθηκε και πάλι στις φυλακές Κορυδαλλού.
Υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, για μία ακόμη φορά αφέθηκε ελεύθερος και από τότε τα ίχνη του αγνοούνται. Σύμφωνα με πληροφορίες, τον Ιούνιο του 1996 έφυγε από τη χώρα κουβαλώντας στις αποσκευές του κειμήλια και αρχαιότητες. Πολλοί υποστηρίζουν ότι επέστρεψε για να συνεχίσει τη δράση του και στις αρχές του 2000. Πάντως, με την Ελληνική Αστυνομία δεν «ξανασυναντήθηκε» ποτέ.
Ο Στέφαν Γκέρικε έχει μείνει στην ιστορία ως ο μεγαλύτερος αρχαιοκάπηλος που έδρασε ποτέ στη χώρα. Με εξαίρεση τις σύντομες περιόδους που πέρασε πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, ο γερμανός αρχαιολόγος δρούσε ασταμάτητα από τις αρχές του ’60 έως και τα τέλη του ’90. Η αξία των αρχαιολογικών θησαυρών που έβγαλε από την Ελλάδα, αν και δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, είναι τεράστια.