Σε παράταση του ισχύοντος από τις αρχές Νοεμβρίου μερικού lockdown στη Γερμανία μέχρι και τις 20 Δεκεμβρίου φέρονται να έχουν συμφωνήσει οι πρωθυπουργοί των 16 κρατιδίων, με τις σχετικές τελικές αποφάσεις να αναμένονται κατά την αυριανή κοινή σύσκεψη με την καγκελάριο Μέρκελ.
Στην πράξη αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι τα καταστήματα εστίασης, ξενοδοχεία, θέατρα, μουσεία και κινηματογράφοι θα παραμείνουν καταρχήν κλειστά.
Εντούτοις και για να εξισορροπηθούν ως ένα βαθμό οι τεράστιες απώλειες των πληττόμενων κλάδων, η γερμανική κυβέρνηση προσανατολίζεται και σε παράταση του μέτρου της -ιδιαίτερα γενναιόδωρης- οικονομικής στήριξής τους.
Οι Χριστιανοδημοκράτες εισηγούνται μάλιστα τη διεύρυνση του μέτρου και για τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στις παραδοσιακές υπαίθριες χριστουγεννιάτικες αγορές και που δεν θα γίνουν φέτος λόγω της πανδημίας.
Η οικονομική ενίσχυση αφορά όλες εκείνες τις επιχειρήσεις, ελεύθερους επαγγελματίες, καλλιτέχνες αλλά και συλλόγους που αναγκάστηκαν να διακόψουν την επιχειρηματική τους δράση λόγω του απαγορευτικού και συνεπώς πλήττονται άμεσα.
Επιχορηγήσεις προβλέπονται και για τα ξενοδοχεία, παρότι θεωρητικά μπορούν και παραμένουν ανοικτά (για επαγγελματικά ταξίδια).
Γενναιόδωρες επιχορηγήσεις
Δικαίωμα να λάβουν άμεση οικονομική ενίσχυση έχουν επίσης επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες που δεν πλήττονται μεν άμεσα, αλλά έμμεσα, επειδή συνεργάζονται με άλλες επιχειρήσεις που εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία (πρέπει να αποδείξουν ότι το 80% του τζίρου τους προκύπτει από τη συνεργασία με επιχειρήσεις που έχουν κλείσει λόγω lockdown, για παράδειγμα ένα καθαριστήριο που δουλεύει ως επί το πλείστον με ξενοδοχεία και εστιατόρια).
Επί της αρχής οι πληττόμενοι επιχειρηματίες λαμβάνουν το 75% του τζίρου που δήλωσαν τον Νοέμβριο του 2019. Δεδομένου ότι σε ορισμένους κλάδους, όπως στους καλλιτέχνες, οι τζίροι δεν είναι πάντα σταθεροί, μπορεί να ληφθεί ως βάση το μέσο μηνιαίο εισόδημα της περσινής χρονιάς.
Ειδική ρύθμιση ισχύει για τις νέες επιχειρήσεις: όσες ιδρύθηκαν μετά τις 31 Οκτωβρίου του 2019 μπορούν να επιλέξουν ως βάση υπολογισμού της επιχορήγησης που θα λάβουν είτε τον τζίρο του Οκτωβρίου του 2020 είτε τον μέσο όρο από την έναρξη της επιχείρησής τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εάν μια επιχείρηση καταγράφει τον τρέχοντα Νοέμβριο και παρά το απαγορευτικό, έσοδα που ξεπερνούν το 25% του περσινού τζίρου, τότε το ποσό αυτό αφαιρείται από την επιχορήγηση.
Προκειμένου να μην αντιβαίνουν στην ευρωπαϊκή νομοθεσία περί αθέμιτου ανταγωνισμού, έχει οριστεί πλαφόν ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ για μεμονωμένες επιχορηγήσεις.
Κερδισμένη η εστίαση
Οι μεγάλοι κερδισμένοι του ιδιαίτερα γενναιόδωρου αυτού μέτρου οικονομικής στήριξης είναι ασφαλώς οι επιχειρήσεις από το χώρο της εστίασης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, σε αρκετές περιπτώσεις το ποσό της επιχορήγησης υπερκαλύπτει τα πάγια έξοδα της επιχείρησης.
Το Spiegel εξηγεί το παράδοξο στο παράδειγμα ενός εστιάτορα από το Αμβούργο με δηλωθέν το 2019 μέσο μηνιαίο τζίρο 118.000 ευρώ μετά φόρων.
Το ένα τρίτο περίπου προορίζεται για την αγορά εμπορευμάτων, το 14% για πάγια έξοδα (ενοίκιο, ρεύμα, νερό), 44% για έξοδα προσωπικού. Αφαιρώντας και τα έξοδα λογιστή, τα συνολικά έξοδα αντιστοιχούν περίπου στο 96% του τζίρου.
Εντούτοις -και εδώ έγκειται τώρα η διαφορά- κατά τη διάρκεια του lockdown ο επιχειρηματίας δεν έχει φυσικά έξοδα για την αγορά εμπορευμάτων αφού το κατάστημα είναι κλειστό. Παρόλα αυτά το κράτος θα του εμβάσει το 75% του περσινού τζίρου, δηλαδή περίπου 88.500 ευρώ.
Στην πραγματικότητα όμως έχει πολύ χαμηλότερα κόστη, και συγκεκριμένα, ύψους «μόλις» 74.000 ευρώ. Συνεπώς είναι «κερδισμένος» κατά 14.500 ευρώ.
Η «γενναιοδωρία» αυτή της γερμανικής κυβέρνησης ήταν μια συνειδητή επιλογή. «Στόχος μας είναι να βοηθήσουμε με απλές και μη γραφειοκρατικές διαδικασίες», σχολιάζει το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας σύμφωνα με το Spiegel.
Σημαντικό ρόλο έπαιξαν αναμφίβολα και οι συνεχείς εκκλήσεις του κλάδου, που εδώ και μήνες επισείει τον κίνδυνο μαζικών λουκέτων.
Αξίζει να σημειωθεί βέβαια πως καθότι η επιχορήγηση γίνεται στη βάση των δηλωθέντων εισοδημάτων, το μέτρο ωφελεί φυσικά περισσότερο τους ειλικρινείς φορολογούμενους. Και αυτό σε έναν κλάδο που θεωρείται «άντρο» φοροδιαφυγής στη Γερμανία.