Ολοσέλιδες διαφημίσεις σε εφημερίδες, αφίσες στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, ένας ειδικός ιστότοπος: Για μήνες, η σουηδική κατασκευάστρια εταιρεία ποτών βρώμης και σόγιας Oatly δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να προσπαθεί να εφαρμόσει μια ιδέα στη Γερμανία και να εμφανιστεί στο κοινοβούλιο. «Hey Bundestag! πρέπει να μιλήσουμε» ήταν ο τίτλος της εκστρατείας. Στο τέλος συγκεντρώθηκαν 57.000 υπογραφές για υποχρεωτική αναγραφή επισήμανσης CO2 στα τρόφιμα.
Στην Επιτροπή Αναφορών της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής, τα μέλη του κοινοβουλίου εξετάζουν τακτικά αιτήματα και καταγγελίες των πολιτών. Οφείλουν να το κάνουν διότι αυτό προβλέπει το Σύνταγμα.
Ωστόσο, μόνο εάν μια αναφορά έχει περισσότερους από 50.000 υποστηρικτές και υπάρχει δημόσιο συμφέρον, ο καταγγέλλων μπορεί να παρουσιάσει τις ανησυχίες του προσωπικά στην επιτροπή και να συζητήσει το θέμα με τους βουλευτές.
«Πολύ λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι το σύστημα τροφίμων είναι υπεύθυνο για το 25% του συνόλου των παγκόσμιων εκπομπών ρύπων», υποστήριξε ο επικεφαλής της Oatly στη Γερμανία, Τόμας Γκογ ενώπιον της επιτροπής. «Οι εκπομπές αυτές CO2 είναι περισσότερες από όλες τις εκπομπές που προκαλούν μαζί τρένα, αεροπλάνα, αυτοκίνητα και πλοία στον κόσμο» υπογράμμισε.
Όλο και περισσότερες εταιρείες ευαισθητοποιούνται
Προς το παρόν, ωστόσο, μόνο το 9% των Γερμανών γνωρίζει για το διαφορετικό κλιματικό κόστος των τροφίμων, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη. «Το 77% των καταναλωτών θέλει, εμείς, η βιομηχανία τροφίμων να δίνουμε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των προϊόντων μας», τόνισε ο Τόμας Γκογ.
Η Oatly εδώ και ενάμιση χρόνο αναγράφει το αποτύπωμα CO2 των προϊόντων της στις συσκευασίες. Για παράδειγμα κατά την παραγωγή του ποτού βρώμης εκπέμπονται 0,29 κιλά CO2 ή παρόμοια αέρια ανά χιλιόγραμμο.
Η Oatly δεν είναι η μόνη που ζητά μια σφραγίδα, η οποία να αφορά την επιβάρυνση του κλίματος. Όλο και περισσότερες εταιρείες υποστηρίζουν αυτή την ιδέα, ανάμεσά τους η Frosta, κατασκευάστρια εταιρεία κατεψυγμένων τροφίμων, η εταιρεία παραγωγής λουκάνικων Rügenwalder Mühle και πιο πρόσφατα ο όμιλος Nestlé. Η κλιματική αλλαγή, με τις συνέπειές της όπως η ξηρασία, επηρεάζει το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Οι πρώτες ύλες γίνονται πιο ακριβές και έχουν δυσκολίες να τις προμηθευτούν.
Η Nestlé έχει θέσει ως στόχο να γίνει κλιματικά ουδέτερη έως το 2050 και αυτό έχει θετική απήχηση στους πελάτες. Ο όμιλος αντιδρά επίσης στην αυξανόμενη ζήτηση για φυτικά προϊόντα και έχει δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξή τους. Επίσης η Rügenwalder Mühle κάνει περισσότερες πωλήσεις με χορτοφαγικά και vegan προϊόντα παρά με το κλασικό λουκάνικο.
Οι πελάτες απρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερα
Δεν είναι μόνο τα αέρια του θερμοκηπίου που είναι επιβλαβή. Επιστήμονες από το πανεπιστήμιο του Άουγκσμπουργκ σε μελέτη τους το 2018 υπολόγισαν το κόστος που προκαλεί η γεωργία και δεν έχουν πληρώσει μέχρι στιγμής ούτε οι κατασκευαστές ούτε οι καταναλωτές.
Για παράδειγμα μέσω της μαζικής κτηνοτροφίας, η οποία οδηγεί σε εδάφη με υπερβολική κοπριά και μολυσμένο πόσιμο νερό, το οποίο στη συνέχεια πρέπει να υποβληθεί σε επεξεργασία με μεγάλο κόστος. Ή οι συνέπειες για το σύστημα υγείας που συνεπάγεται η χρήση αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία.
Εξετάστηκαν οκτώ προϊόντα από το σουπερμάρκετ Penny που ανήκει στον κολοσσό Rewe. Πάνω στα προϊόντα αναγράφονται δυο τιμές: η τιμή πώλησης και η τιμή του πραγματικού κόστους.
Η τιμή του γάλακτος μακράς διαρκείας είναι 79 σεντ και το «πραγματικό κόστος» 1,75 ευρώ. Για τον βιολογικό κιμά στη συσκευασία των 250 γραμμαρίων εκτός από την τιμή λιανικής των 2,25 ευρώ αναγράφεται και το «πραγματικό κόστος» των 5,09 ευρώ.
Θα πληρώσουν όμως οι πελάτες το πραγματικό κόστος; Σχεδόν δυο και τρεις φορές πάνω την τιμή του κιμά; Σε καμία περίπτωση, λένε οι περισσότεροι πελάτες των discounter. Ένας άνδρας πάντως δηλώνει διατεθειμένος να πληρώσει περισσότερα για τα τρόφιμα εάν αυτό θα βοηθούσε το περιβάλλον.
Με την προϋπόθεση όμως ότι θα αυξάνονταν και ο μισθός του. H αλήθεια είναι πως τα τρόφιμα στη Γερμανία είναι φθηνά και ο ανταγωνισμός πάρα πολύ σκληρός. Μια διπλή ετικέτα με την τιμή λιανικής αλλά και το πραγματικό κόστος για το περιβάλλον θα βοηθούσε ενδεχομένως μόνο στην ενημέρωση των καταναλωτών για το τι πραγματικά συμβαίνει.