Του Thomas Clausen*
Στην μελέτη της PISA για το 2018 που δημοσιεύθηκε στις 3 Δεκεμβρίου, η Γερμανία για μια ακόμη φορά έλαβε ένα απλό πιστοποιητικό συμμετοχής.
Τα τρόπαια απονεμήθηκαν στις κινεζικές πόλεις και περιοχές του Πεκίνου, της Σαγκάης, της Τσιανγκσού και της Τσετσιάνγκ των οποίων τα εισοδηματικά επίπεδα – μολονότι, όχι οι πληθυσμοί τους – είναι σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Όπως παρατηρεί λακωνικά ο Γενικός Γραμματέας το ΟΟΣΑ Άνχελ Γκουρία στην πρώτη κιόλας εισαγωγική παράγραφο της έκθεσης: “Η ποιότητα των σχολείων τους σήμερα θα τροφοδοτήσει την ισχύ των οικονομιών τους αύριο”.
Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία συμπεριφέρεται όπως ένας μαθητής που προσπαθεί να περάσει απλώς με τη βάση ένα διαγώνισμα – επαναπαύεται ικανοποιημένη και μετά βίας πιάνει τη βάση.
Η ποιότητα όμως του εκπαιδευτικού συστήματος της Γερμανίας θα έχει κι αυτή επίδραση στην οικονομική επιτυχία της χώρας. Καθώς η γερμανική οικονομία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην πρωτοπόρα παγκοσμίως τεχνολογία, η βαθμολόγηση απλώς με τη βάση μπορεί πολύ γρήγορα να μετατραπεί σε τελμάτωση. Συνεπώς κάποια φιλελεύθερη ενισχυτική διδασκαλία είναι επιτακτικά αναγκαία.
Η μελέτη PISA του ΟΟΣΑ επιχειρεί να καταγράψει τις σχολικές επιδόσεις στα πεδία της κατανόησης ανάγνωσης, των μαθηματικών και των επιστημών.
Σε σύγκριση με την πρώτη μελέτη της PISA το 2000 η οποία, σε μεγάλη αντίθεση προς τον σημερινό εφησυχασμό είχε προκαλέσει το περίφημο “σοκ PISA”, τα πεδία αυτά έχουν ελαφρώς αλλάξει.
Ο ορισμός του εγγραμματισμού έχει πλέον διευρυνθεί για να περιλαμβάνει και τη χρήση των ιστοσελίδων. Για παράδειγμα, οι μαθητές πλέον αξιολογούνται βάσει της ικανότητάς τους να εντοπίσουν χρήσιμες πληροφορίες μέσα από μια περίπλοκη πλημμύρα δεδομένων.
Ακόμα, η επίδραση του κοινωνικο-οικονομικού τους περιβάλλοντος εξετάστηκε ξανά για να διατυπωθούν υποθέσεις σχετικά με την αμεροληψία.
Για πρώτη φορά όμως λήφθηκε επίσης υπόψη και η ευημερία των μαθητών. Συνολικά, 600.000 συμμετέχοντες ηλικίας περί τα 15 έτη συμμετείχαν στη μεγαλύτερη σχετική έρευνα μέχρι σήμερα – 5.451 μαθητές ηλικίας 15 ετών προέρχονταν από τη Γερμανία.
Αποτελέσματα
Το σημαντικότερο αποτέλεσμα: σε σύγκριση με τη μελέτη PISA για το 2015 η Γερμανία σημειώνει αλλαγές προς το χειρότερο ως προς τα μέσα αποτελέσματά της.
Το γεγονός ότι αυτό δεν αντανακλάται άμεσα στην κατάταξη της χώρας οφείλεται και στο γεγονός ότι μαθητές από χώρες που θεωρούνταν μέχρι πρότινος πρότυπα, όπως η Φινλανδία δυσκολεύτηκαν επίσης, μολονότι συνεχίζουν να βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τη Γερμανία.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, η καταγεγραμμένη επιδείνωση της κατανόησης κειμένου, το σημείο εστίασης της μελέτης του 2018, δεν είναι στατιστικώς σημαντική. Οι επιδόσεις όμως στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες έχουν “σημαντικά” επιδεινωθεί για δεύτερη φορά από το 2015.
Συγκριτικά, η Εσθονία που καταγράφει την καλύτερη επίδοση στην Ευρώπη, συγκεντρώνει κατά μέσο όρο 523 βαθμούς στην εγγραμματοσύνη, 523 βαθμούς στα μαθηματικά και 530 βαθμούς στις φυσικές επιστήμες.
Τα γερμανικά αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα κακά αν κανείς δει τους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες: το 20,7% των Γερμανών μαθητών καταλήγει με ένα επίπεδο εγγραμματοσύνης 1a έως 1c. Όπως ορθά επισημαίνει η Heike Schmoll πρόκειται για λειτουργικά αναλφάβητους.
Το 11,3% όμως κατέγραψε τα υψηλότερα επίπεδα επάρκειας (5-6), ένα καλό αποτέλεσμα σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα, μολονότι οι συνήθεις ύποπτοι βρίσκονται ξανά σε υψηλότερες θέσεις από τη Γερμανία.
Δεν προκαλεί ανησυχία μόνο η σχολική επίδοση, αλλά και το αποτέλεσμα του κοινωνικού υποβάθρου στα αποτελέσματα των μαθητών στη Γερμανία που παραμένει υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ>
Σε ό,τι αφορά την κατανόηση κειμένου, το κοινωνικό υπόβαθρο παίζει ακόμη μεγαλύτερο ρόλο το 2018 απ’ ό,τι έπαιζε το 2009. Η διαφορά στη Γερμανία ανέρχεται στους 113 πόντους.
Μόνο στο Ισραήλ και το Λουξεμβούργο το κοινωνικό υπόβαθρο έχει ακόμη αρνητικότερο αποτέλεσμα σ’ αυτή την κομβική δεξιότητα.
Μολονότι το 10% των μη προνομιούχων μαθητών είναι “ακαδημαϊκώς ανθεκτικοί”, δηλαδή έχουν άριστες επιδόσεις, η Γερμανία και σ’ αυτή την κατηγορία υπολείπεται χωρών όπως η Εσθονία (16%), ο Καναδάς (14%), ή η Φινλανδία (13%).
Την ίδια ώρα, σε ό,τι αφορά την ευημερία, η Γερμανία βρίσκεται στην καλύτερη ομάδα μαζί με το φλαμανδικό κομμάτι του Βελγίου.
Πριν όμως επανεισαγάγουμε τη βίτσα και τις διαβόητες σχολικές φυλακές Karzer, ευτυχώς δεν υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ της πρόκλησης φόβου αποτυχίας στα παιδιά στη Γερμανία και του επιπέδου της εγγραμματοσύνης.
Όπως υπογραμμίζουν οι συγγραφείς της μελέτης: “Οι υψηλές επιδόσεις και το υψηλό επίπεδο ευημερίας δεν είναι αλληλοαποκλειόμενα”.
Είναι μια ευπρόσδεκτη προσθήκη στη μελέτη το γεγονός ότι η ευημερία των νέων, ο εκφοβισμός και το σχολικό κλίμα πλέον περιλαμβάνονται σ’ αυτήν. Το ερώτημα τι εντέλει σημαίνει το σχολείο για τη ζωή και την προσωπική ανάπτυξη του ανθρώπου είναι σημαντικότερο από το κυνήγι του καλύτερου δείκτη επιδόσεων.
Παρ’ όλα αυτά, το ερώτημα παραμένει: τι χρειάζεται να γίνει για να ανασχεθεί η αρνητική αυτή τάση στην εκπαίδευση.
Η ώρα μίας φιλελεύθερης διόρθωσης
Το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση ενός καλύτερου εκπαιδευτικού μέλλοντος είναι απλό: αρκεί να ακούσουμε τους ανθρώπους που στέκονται μπροστά από τις τάξεις κάθε μέρα.
Ιδιαίτερα σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους στον ΟΟΣΑ, οι διευθυντές σχολείων στην Γερμανία παραπονιούνται πολύ συχνότερα για την ανεπάρκεια των ανθρώπινων και υλικών πόρων.
Το ομοσπονδιακό “Ψηφιακό Σύμφωνο” ήταν ένα σημαντικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση σε ό,τι αφορά την ψηφιοποίηση και τη σύγχρονη μάθηση στα σχολεία, όμως η Γερμανία χρειάζεται επίσης ανακαινισμένα σχολικά κτίρια, επαρκές διδακτικό υλικό, και πάνω απ’ όλα πολλούς περισσότερους καλά εκπαιδευμένους και κινητροδοτημένους δασκάλους.
Για να αποφορτιστεί το εκπαιδευτικό προσωπικό είναι επίσης σημαντικό να γίνουν βιώσιμες επενδύσεις σε τομείς όπως οι ψηφιακές υποδομές που θα περιλαμβάνουν για παράδειγμα έναν “ψηφιακό επιστάτη” που θα απαλλάσσει τον απελπισμένο δάσκαλο από την ανάγκη να περάσει τη μισή ώρα του μαθήματος προσπαθώντας να ανοίξει τον υπολογιστή.
Τα σχολεία σε κοινωνικώς μειονεκτικές περιοχές χρειάζονται επιτακτικά επιπρόσθετη στήριξη. Οι πιο αδύναμοι μαθητές χρειάζονται τους πιο ενεργητικούς δασκάλους.
Πρέπει γι’ αυτό να θεσπιστούν οικονομικά κίνητρα για να αποφευχθεί μεταξύ άλλων η γκετοποίηση των μυαλών και των συγκεκριμένων περιοχών.
Καθώς κάθε σχολείο αντιμετωπίζει διαφορετικές προκλήσεις, είναι επίσης αναγκαία η δημιουργία ελεύθερου χώρου στον οποίο θα μπορούν να αναπτυχθούν και να εφαρμοστούν καινοτόμες ιδέες που αρμόζουν ακριβώς στις συγκεκριμένες περιστάσεις.
Τα εκπαιδευτικά κουπόνια μπορούν να διασφαλίσουν ότι οι καλύτερες ιδέες θα κυριαρχήσουν μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού – και ότι οι κακές ιδέες θα τιμωρούνται.
Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: Αν κανείς επιδιώκει να βελτιώσει τα επίπεδα εγγραμματισμού, η ανάγνωση είναι το παλαιότερο κόλπο που υπάρχει.
Η Γερμανία χρειάζεται βιώσιμα προγράμματα προώθησης της ανάγνωσης, ιδιαίτερα για εκείνους τους μαθητές που δεν βρίσκουν κάποιο ράφι με βιβλία στα σπίτια τους. Εξάλλου, ο αριθμός των βιβλίων στο πατρικό σπίτι παραμένει ο καλύτερος προβλεπτικός παράγοντας της σχολικής επιτυχίας.
Η εκπαίδευση δεν αφορά μόνο τη σχολική τάξη – επηρεάζει ολόκληρη την κοινωνία.
Για παράδειγμα, διαφορές στις επιδόσεις μπορούν να εντοπιστούν σε σχέση με το φύλο: τα επίπεδα εγγραμματοσύνης των κοριτσιών είναι κάπως υψηλότερα από αυτά των αγοριών, που τα πάνε κάπως καλύτερα στα μαθηματικά – με μεγαλύτερη όμως κατανομή επιδόσεων.
Εδώ, πρέπει να δημιουργηθούν και να προβληθούν θετικά πρότυπα. Ακόμη σημαντικότερες είναι οι ολιστικές προσεγγίσεις στη μετανάστευση και την ενσωμάτωση.
Οι συγγραφείς της μελέτης της PISA επισημαίνουν ότι “Ο αριθμός των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία 20 χρόνια” και συνεχίζουν: “Το πώς τα σχολεία και τα εκπαιδευτικά συστήματα ανταποκρίνονται στις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που αναδύονται με τις μεταναστευτικές ροές επιδρά έντονα στην οικονομική και κοινωνική ευημερία όλων των μελών της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των ίδιων των μεταναστών”.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος αφορά την τάση του “δυισμού”, δηλαδή του ολοένα και μεγαλύτερου διαχωρισμού μεταξύ ντόπιων και ξένων.
Στο πεδίο της εγγραμματοσύνης, υπάρχει ένα τεράστιο μέσο χάσμα επιδόσεων 63 βαθμών ανάμεσα στους μαθητές που έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο και σε αυτούς που δεν έχουν, μολονότι το 16% φτάνει στο ανώτερο τεταρτημόριο.
Ιδίως υπό το πρίσμα των ανώτερων επιδόσεων που επιτυγχάνονται στα Gymnasien, καθίσταται ορατό το φάσμα ενός κοινωνικού χάσματος.
Ενώ ένα σημαντικό ποσοστό των μαθητών μπορεί να κινηθεί με επιτυχία στα περιβάλλοντα γνώσης του 21ου αιώνα, ένα άλλο βρίσκεται καθηλωμένο στην κινούμενη άμμο της άγνοιας.
Αυτό δεν συμβιβάζεται με μια φιλελεύθερη κατανόηση της εκπαίδευσης, η οποία έχει ως στόχο να επιτρέψει σε όλους να αναπτύξουν τα ταλέντα τους όσο το δυνατόν περισσότερο.
Συμπέρασμα
Η φιλελεύθερη ιδέα της εκπαίδευσης δεν μπορεί να μετρηθεί μόνο με αριθμούς. Το γεγονός ότι η μελέτη της PISA περιλαμβάνει και “ήπιους” παράγοντες είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, παρά το ότι στην καλύτερη περίπτωση μας υπενθυμίζει ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων στην εκπαίδευση έχουν τον ίδιο ρόλο με τη μέτρηση των θερμίδων σε μια δίαιτα: είναι αναγκαία για προσανατολισμό, αλλά δεν μας λένε τίποτα για τη γεύση.
Δεν είναι όμως όλα ζήτημα ατομικής προτίμησης. Για παράδειγμα, ένα εθνικό ίδρυμα για την καινοτομία και τη διασφάλιση της ποιότητας στην εκπαίδευση μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη των βέλτιστων εκπαιδευτικών συνταγών, οι οποίες στη συνέχεια μπορούν να παρασκευαστούν με τοπικά συστατικά.
Ένα απλό πιστοποιητικό συμμετοχής στα γερμανικά Ομοσπονδιακά Παιχνίδια Νεότητας δεν είναι ντροπή. Σε έναν όμως διεθνή εκπαιδευτικό διαγωνισμό, τα πρότυπά μας πρέπει να είναι πολύ υψηλότερα.
*Ο Thomas Clausen είναι σύμβουλος εκπαιδευτικής και ερευνητικής πολιτικής στο φιλελεύθερο ινστιτούτο του Ιδρύματος Friedrich Naumann για την Ελευθερία.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 27 Ιανουαρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης.