Από τις δύο, η πρώτη είναι η πλέον άμεση εν μέσω των αναγκαίων λόγω κορωνοϊού lockdowns διεθνώς. Η παροχή ρευστότητας σε επιχειρήσεις αποτελεί πρώτη προτεραιότητα για την εξασφάλιση της επιβίωσής τους.
Ωστόσο, αυτό δεν εγγυάται την επούλωση των πληγών τους ή την ανθεκτικότητα και ανάπτυξη τους. Τα ίδια κεφάλαια, στοιχείο αναγκαίο προκειμένου να επενδύουν και να ευδοκιμούν, είναι ουσιώδες κυρίως στο δεύτερο στάδιο της ανάκαμψης.
Σήμερα, πολλές επιχειρήσεις βλέπουν τα έσοδα τους σχεδόν να εξαφανίζονται και, ως εκ τούτου, βρίσκονται σε σοβαρή ταμειακή κρίση. Έχουν διατυπωθεί διάφορες προτάσεις για τη διοχέτευση χρημάτων στις επιχειρήσεις προτού αναγκαστούν να αποδεσμεύσουν τους υπαλλήλους τους, να ακυρώσουν τις παραγγελίες τους και να κλείσουν τελικά τις πόρτες τους.
Μία από αυτές τις προτάσεις είναι να αναλάβει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) – το δανειοδοτικό εργαλείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – να παρέχει μια πιστωτική γραμμή σωτηρίας στις επιχειρήσεις της ηπείρου με τη μορφή άμεσης, μαζικής χρηματοδότησης με μηδενικό επιτόκιο, προκειμένου να μπορέσουν οι τελευταίες να εξυπηρετούν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους, με τη χρηματοδότηση να προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Αυτό αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν αρκεί από μόνο του: διατηρεί βεβαίως τον ασθενή με μηχανική υποστήριξη στη ζωή, ωστόσο δεν του επιτρέπει να ανανήψει.
Πράγματι, καθώς η ρευστότητα θα φτάνει στις εταιρείες μέσω δανεισμού, θα αυξάνει τη μόχλευση τους μέσω του μεγαλύτερου χρέους και συνεπώς τον κίνδυνο αθέτησης, αφήνοντας τους έτσι ελάχιστο περιθώριο για επενδύσεις και ανάπτυξη.
Η ανάπτυξη, η οποία κινείται ήδη σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρωζώνης, ειδικά στην Ιταλία, θα επιβραδυνθεί ακόμη περισσότερο εάν οι επιχειρήσεις της ξεμείνουν από ίδια κεφάλαια μετά την κρίση, λόγω της απότομης αύξησης των δανειακών βαρών τους.
Η ασυμμετρία στις κρατικές ενισχύσεις
Από πού όμως μπορεί να προέλθει η απαραίτητη εισροή κεφαλαίου; Είναι δύσκολο να προέρχεται από τα νοικοκυριά, τα οποία επίσης υφίστανται τεράστια απώλεια εισοδήματος. Σε δημοσιονομικά “πιεσμένες” χώρες όπως η Ιταλία, δεν μπορεί να προέρχεται ούτε από το κράτος.
Τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους προ κρίσης, σε συνδυασμό με την τρέχουσα εκτίναξη των ελλειμμάτων, θα αποτελούσαν εμπόδιο σε κάτι τέτοιο.
Εντελώς αντίθετα, η ανακεφαλαιοποίηση με κρατική χρηματοδότηση θα είναι κομβικής σημασίας στις δημοσιονομικά ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως στη Γερμανία.
Εκεί, το κράτος, με τους ισολογισμούς του σε καλή κατάσταση και με τη νεοαποκτηθείσα απαλλαγή από την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα προχωρήσει σε ισχυρές κεφαλαιακές “ενέσεις” στις εταιρείες της χώρας, καθώς και σε άμεσες εθνικοποιήσεις σε ορισμένους κλάδους.
Μετά την κρίση, το πιθανότερο σενάριο είναι πολλές υποκεφαλαιοποιημένες εταιρείες χωρών με δημοσιονομικές δυσκολίες να αντιμετωπίσουν ανταγωνισμό από ισχυρότερους ξένους ανταγωνιστές, ενισχυμένους με γενναιόδωρη κρατική ενίσχυση, έτσι που οι αγορές να απέχουν πολύ από τους “ισότιμους όρους ανταγωνισμού” που επιδιώκονται επί δεκαετίες από τις αρχές ανταγωνισμού της Ε.Ε.
Αυτό θα αποτελούσε ακόμη έναν παράγοντα αδυναμίας των υπερχρεωμένων κρατών-μελών και θα οδηγούσε τον ρυθμό ανάπτυξής τους να αποκλίνει από τον μέσο όρο της Ένωσης.
Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές εταιρείες σε χώρες με ισχυρά δημοσιονομικά μεγέθη θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το πρόσφατα αποκτηθέν πλεονέκτημά τους, το οποίο θα οφείλεται εν πολλοίς στις ευρύτατες κρατικές ενισχύσεις, προκειμένου να ανταγωνιστούν πιο επιθετικά ή ακόμη και να εξαγοράσουν αδύναμους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους, διασαλεύοντας έτσι τους κανόνες ανταγωνισμού όχι μόνο στις αγορές προϊόντων της Ευρώπης, αλλά επίσης και στις κεφαλαιαγορές της.
Ο ρόλος ενός πανευρωπαϊκού Equity Fund
Υπάρχει εναλλακτική λύση σε αυτό το απαισιόδοξο σενάριο, το οποίο προμηνύει πρακτικά το τέλος του ευρωπαϊκού ονείρου; Θεωρούμε ως μόνη εφικτή πορεία προς τα εμπρός τη συντονισμένη παρέμβαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω της δημιουργίας ενός πανευρωπαϊκού ταμείου κεφαλαίων (Equity Fund), το οποίο θα χρηματοδοτείται από την ΕΤΕπ.
Το συγκεκριμένο ταμείο, το οποίο θα χρηματοδοτούσε την έκδοση νέου μετοχικού εταιρικού κεφαλαίου σε ολόκληρη την Ευρώπη, θα ήταν επίσης ανοιχτό στη συμμετοχή επενδυτών μακράς πνοής, όπως είναι οι διεθνείς εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τα κρατικά επενδυτικά ταμεία. Θα μπορούσε να συνοδεύεται από την έκδοση ομολόγων πολύ μακράς λήξης.
Είναι σημαντικό να θεσπιστούν αυστηροί κανόνες για τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο το ταμείο θα επιλέγει τις εταιρείες στις οποίες θα επενδύει.
Πρώτον, θα πρέπει να χρηματοδοτήσει εταιρείες οι οποίες ήταν μέχρι την κρίση του κορωνοϊού κερδοφόρες και αναπτυσσόμενες.
Δεύτερον, το ταμείο θα υποχρεούται να χρηματοδοτεί αποκλειστικά εταιρείες οι οποίες δεν θα έχουν λάβει κρατική ενίσχυση, διότι σκοπός του θα είναι να ισορροπήσουν οι εισροές κεφαλαίου μεταξύ επιχειρήσεων που στηρίζονται άμεσα από κράτη και των υπολοίπων.
Τρίτον, οι εταιρείες που θα λαμβάνουν χρηματοδότηση θα πρέπει να έχουν την υποχρέωση να μην διανέμουν μερίσματα και να μην προχωρούν σε αγορές ιδίων μετοχών για κάποιο χρονικό διάστημα, προκειμένου να εμποδιστεί η εισροή κεφαλαίου να αποβεί επ’ ωφελεία των υφιστάμενων μετόχων αντί να χρησιμοποιηθεί για νέες επενδύσεις.
Τέταρτον, οι αμοιβές των ανώτατων στελεχών αυτών των εταιρειών θα πρέπει να “παγώσουν” στα επίπεδα πριν από την κρίση, για παράδειγμα για τρία χρόνια.
Πέμπτον, το ταμείο θα διοικείται από διαχειριστές ανεξάρτητους από τις εθνικές κυβερνήσεις και δεν θα αποκτά ελέγχουσα συμμετοχή στις εταιρείες στις οποίες επενδύει, έτσι ώστε να μην καταστεί το ίδιο από πηγή αρωγής παράγοντας διαταραχής.
Οι όροι επιβίωσης του ευρωπαϊκού project
Η οικονομική λογική πίσω από τη δημιουργία ενός τέτοιου ταμείου είναι ότι θα επιτρέψει στις ευρωπαϊκές εταιρείες να επενδύσουν και να ανταγωνιστούν μεταξύ τους μόνο στη βάση την αποδοτικότητά τους, ανεξάρτητα από τη δημοσιονομική κατάσταση των κρατών στα οποία εδρεύουν.
Η οντότητα την οποία προτείνουμε θα είναι ο πλέον φιλόδοξος και μακρόπνοος μηχανισμός για την επιβολή του επιμερισμού κινδύνων που σήμερα – περισσότερο από ποτέ – φαντάζει ο πιο βαθύς και αληθινός λόγος για να αποτελεί κανείς μέρος του ευρωπαϊκού project.
Ποτέ δεν ήταν σαφέστερο το πόσο το κοινό καλό εξαρτάται από την υπεύθυνη συμπεριφορά όλων των ενδιαφερομένων: το κόστος που αναλαμβάνει κάθε χώρα για την καταπολέμηση του ιού περιορίζει την εξάπλωσή του πέρα από τα σύνορα και επομένως ωφελεί και τις υπόλοιπες.
Με παρόμοιο τρόπο, μετά την κρίση, οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης σε όλες τις χώρες και όχι μόνο σε λίγες εξ αυτών θα ωφελήσει όλους τους Ευρωπαίους πολίτες. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί ζωντανό το ευρωπαϊκό όνειρο.