Μετριοπάθεια στο ύφος και προβλεψιμότητα στις πολιτικές θέσεις προσδοκά η γερμανική οικονομία από τον Τζο Μπάιντεν. Αλλά μπορεί ο νικητής των αμερικανικών εκλογών να ακολουθήσει μία διαμετρικά αντίθετη πολιτική από τον απερχόμενο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ; Στην πραγματικότητα ούτε ο Μπάιντεν θεωρείται ένθερμος θιασώτης του ελεύθερου εμπορίου. “Δεν πρόκειται να αλλάξουν άρδην τα πάντα με τον νέο πρόεδρο”, επισημαίνει ο Άντον Μπέρνερ, πρόεδρος του Γερμανικού Συνδέσμου Εξαγωγικού Εμπορίου (BGA), για να προσθέσει ωστόσο ότι “η συζήτηση θα γίνεται πλέον σε διαφορετικό ύφος και αυτό διευκολύνει την όποια διαπραγμάτευση”.
Για τον Γκάμπριελ Φέλμπεμαγιερ, πρόεδρο του Ινστιτούτου της Παγκόσμιας Οικονομίας στο Κίελο, βασική αφετηρία είναι ότι “ο Μπάιντεν, όπως και ο Τραμπ, επικρίνει τα εμπορικά πλεονάσματα των εμπορικών εταίρων και επιχειρεί να τα περιορίσει επιβάλλοντας εμπορικούς δασμούς. Κατά κάποιον τρόπο ακολουθεί και εκείνος μία πολιτική με κεντρικό σύνθημα America First”.
Ωστόσο, εκτιμά ο Φέλμπεμαγιερ, η μεγάλη διαφορά είναι ότι ο Μπάιντεν αναμένεται να τηρήσει τους κανόνες που έχει θεσπίσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ).
Με αυτά τα δεδομένα θα είναι πιο εύκολο να επιλυθεί, για παράδειγμα, η διαμάχη για τις κρατικές ενισχύσεις στις αεροναυπηγικές βιομηχανίες Airbus και Boeing.
Παρά την επικείμενη αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόφσκις ξεκαθάρισε, τη Δευτέρα, ότι η ΕΕ θα επιβάλει νέους δασμούς στις αμερικανικές εισαγωγές λόγω των “παρανόμων ενισχύσεων” στην Boeing, αλλά παραμένει πρόθυμη να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Με απλά λόγια: Αν οι Αμερικανοί ανακαλέσουν τους δασμούς που έχουν επιβάλει στην Airbus, τότε,αλλά μόνο τότε, οι Ευρωπαίοι θα κάνουν το ίδιο με την Boeing.
“Αγκάθι” οι δασμοί στη χαλυβουργία
Στο Βερολίνο ο υπουργός Οικονομίας Πέτερ Άλτμαιερ εκφράζει την επιθυμία “να επιστρέψουμε το συντομότερο δυνατόν σε μία διατλαντική εμπορική ατζέντα και να διευθετήσουμε κάποια ζητήματα που είχαν πάρει δυσάρεστη τροπή τα τελευταία χρόνια”. Ευχής έργον θα ήταν να διευθετηθεί το πρόβλημα των δασμών στην ευρωπαϊκή χαλυβουργία, που είχε επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ για να “τιμωρήσει” τα πλεονάσματα παραγωγής των Ευρωπαίων, προκαλώντας εμπορικά αντίποινα της ΕΕ. Πάντως ο Άχιμ Βάμπαχ, πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών Οικονομικών Μελετών (ZEW) στο Μάνχαιμ, δεν βλέπει σοβαρές πιθαντότητες για άμεση επανέναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ με στόχο μία εμπορική συμφωνία.
Προσδοκίες για τις γερμανικές εξαγωγές
Ανακούφιση προκαλεί η εκλογική νίκη Μπάιντεν στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Στις αρχές του 2020 ο Ντόναλντ Τραμπ απειλούσε να επιβάλει νέους τιμωρητικούς δασμούς, ύψους 25%, στις εισαγωγές ευρωπαϊκών οχημάτων. Θα ήταν ένα βαρύ πλήγμα για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Ωστόσο, εκτιμά ο Μίχαελ Χόλσταϊν, επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας DZ Bank, με την αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο “μάλλον δεν πρόκειται να ξαναδούμε στην ατζέντα τις απειλές περί δασμών στην αυτοκινητοβιομηχανία”.
Αισιοδοξία επικρατεί και στον κλάδο του μηχανολογικού εξοπλισμού. Ήδη ο Μπάιντεν έχει εξαγγείλει ένα κρατικό πρόγραμμα στήριξης ύψους δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων για προγράμματα υποδομών. Ο Καρλ Χόισγκεν, πρόεδρος του γερμανικού συνδέσμου βιομηχανιών μηχανολογικού εξοπλισμού (VDMA) ευελπιστεί ότι “από το πρόγραμμα μπορεί να επωφεληθεί και η ευρωπαϊκή βιομηχανία κεφαλαιουχικών αγαθών”. ΄Αδηλο παραμένει ωστόσο, αν οι συσχετισμοί δυνάμεων στη Γερουσία θα επιτρέψουν τελικά στον Μπάιντεν να υλοποιήσει το πρόγραμμα.
Σε κάθε περίπτωση Γερμανία και ΗΠΑ εξακολουθούν να διατηρούν στενές εμπορικές σχέσεις. Ακόμη και στη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ, οι γερμανικές εταιρίες συνέχισαν να εξάγουν στην αμερικανική αγορά, η οποία παραμένει ο πιο σημαντικός προορισμός για τις γερμανικές εξαγωγές. Μάλιστα η συνολική αξία των γερμανικών εξαγωγών αυξήθηκε από τα 107 δισεκατομμύρια δολάρια το 2016, όταν ανήλθε στην εξουσία ο Τραμπ, στα 119 δισεκατομμύρια το 2019. Άνοδο σημείωσαν ωστόσο και οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ (71 δις το 2019 έναντι 59 δις το 2016). Μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις όπως οι VW και BMW συνέχισαν να επενδύουν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, ενώ αντιστρόφως αμερικανικές αλυσίδες όπως οι Amazon, Exxonmobil και John Deere επέκτειναν τις δραστηριότητές τους στη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης.