Tα επόμενα 24ωρα η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ και οι κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα παρατείνουν την ισχύ των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης πέρα της 19ης Απριλίου με την οικονομία να γονατίζει ή αν θα προχωρήσουν σε σταδιακή άρση τους με τον κίνδυνο μιας νέας εκθετικής αύξησης των κρουσμάτων της Covid-19, την ώρα που οι νεκροί από τον κορωνοϊό στη χώρα πλησιάζουν τους 1.900.
Είναι το δίλημμα που απασχολεί και κορυφαίους οικονομολόγους της Γερμανίας. Ποια είναι η απάντησή τους;
Να ξανανοίξουν οι επιχειρήσεις αλλά υπό λίαν αυστηρούς όρους και πολύ προσεκτικά. «Τις επόμενες εβδομάδες και μήνες πρέπει να προχωρήσουμε σε μια διαδικασία άγρυπνης επιστροφής στην κανονικότητα», λέει ο Κρίστοφ Σμιτ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας RWI-Leibniz.
Οι βασικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, όπως λέει, είναι να ενισχυθεί η δυνατότητα διενέργειας διαγνωστικών τεστ για το νέο κορωνοϊό, να τεθούν σε εφαρμογή ανοσολογικά τεστ και τέλος να αναπτυχθεί ένα εμβόλιο.
«Τότε θα μπορούμε βήμα-βήμα να επαναφέρουμε σε λειτουργία τομείς του δημόσιου και οικονομικού βίου υπό την προϋπόθεση πάντα ότι το ποσοστό μολύνσεων θα παραμένει ελέγξιμο», αφού σε περίπτωση νέας εκθετικής αύξησης των κρουσμάτων δεν θα είναι εφικτή η άρση του lockdown.
Ο χρόνος πιέζει
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου για κάθε μήνα που μένουν στάσιμες η βιομηχανία, το εμπόριο και ο κλάδος παροχής υπηρεσιών στη Γερμανία χάνονται από 150 έως και 260 δισ. ευρώ.
Και σ’ αυτές τις απώλειες θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το υψηλό κόστος για την κοινωνία και τη δημόσια υγεία από τα σωματικά και ψυχικά νοσήματα και την ανεργία, που αυξάνονται δυσανάλογα όσο διαρκεί η κρίση.
Όταν ξεκίνησαν τα περιοριστικά μέτρα στη Γερμανία με το κλείσιμο των σχολείων τον Μάρτιο, ο επικεφαλής του Ifo, Κλέμενς Φουστ, ένωσε τις δυνάμεις του με άλλους δώδεκα επιστήμονες διαφόρωΚρν ειδικοτήτων για να επεξεργαστούν μια στρατηγική εξόδου από την κρίση.
Στην 37σέλιδη έκθεσή τους, που συνυπογράφουν επιδημιολόγοι, μια ειδική στην Ιατρική Ηθική, μια ψυχολόγος, ένας καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου, θεωρούν εφικτή την επανεκκίνηση της οικονομίας μόνον υπό τους κάτωθι όρους:
Να είναι διαθέσιμες σε επαρκείς ποσότητες στολές προστασίας για το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό
Να αυξηθούν όσο το δυνατόν περισσότερες οι δυνατότητες επιθετικής διενέργειας διαγνωστικών εξετάσεων σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, ώστε να εντοπίζονται οι φορείς του κορωνοϊού κι όσοι ξεπέρασαν την Covid-19 κι ανέπτυξαν ανοσία.
Να φορούν όσο το δυνατόν περισσότεροι μάσκες, στο βαθμό που είναι διαθέσιμες.
«Ακούμε ότι σημειώνεται μεγάλη πρόοδος σε όλους τους τομείς, αλλά δεν γνωρίζουμε επακριβώς πως έχει η κατάσταση», λέει ο Φουστ και γι’ αυτό διστάζει να προτείνει συγκεκριμένη ημερομηνία για την άρση των περιοριστικών μέτρων.
Σταδιακή άρση του lockdown
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης πρώτα θα πρέπει να επαναλειτουργήσουν «τομείς με χαμηλό κίνδυνο μόλυνσης», όπως για παράδειγμα εργοστάσια με υψηλό βαθμό αυτοματοποιημένης παραγωγής, καθώς και σχολεία και νηπιαγωγεία όπου είναι λιγότερα τα ευάλωτα άτομα.
Εταιρείες με υψηλή προστιθέμενη αξία, για παράδειγμα από τον μεταποιητικό τομέα, θα πρέπει να επαναλειτουργήσουν το συντομότερο δυνατό.
Οι καταστηματάρχες θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να ανοίξουν ξανά τα καταστήματά τους, υπό την προϋπόθεση να διασφαλίζουν ότι οι υπάλληλοί τους και οι πελάτες τους κρατούν επαρκείς αποστάσεις μεταξύ τους.
Από την άλλη, μαθητές ή δάσκαλοι που συγκαταλέγονται σε κάποια από τις ομάδες υψηλού κινδύνου, θα πρέπει να παραμείνουν στα σπίτια τους.
Εταιρείες, όπου απαιτείται η του προσωπικού τους για να λειτουργήσουν προηγούνται εκείνων που μπορούν να ανταπεξέλθουν με τηλεεργασία.
Στην έκθεσή τους ο Φουστ κι οι συνεργάτες του σημειώνουν ότι δεν μπορεί να διαταχθεί υποχρεωτική επανέναρξη της παραγωγής.
Πολλές αυτοκινητοβιομηχανίες διέκοψαν επί παραδείγματα οικειοθελώς την παραγωγή, αφού στην παρούσα κρίση παρατηρείται από τη μία πλευρά έλλειψη σημαντικών ανταλλακτικών λόγω των προβλημάτων στις αλυσίδες τροφοδοσίας και από την άλλη μειωμένη ζήτηση για νέα ΙΧ.
Πολλά εστιατόρια δεν μπορούν να ξανανοίξουν αφού με τα περιοριστικά μέτρα δεν θα έχουν αρκετούς πελάτες στα τραπέζια τους. «Το λουκέτο σε τομείς με υψηλό κίνδυνο μόλυνσης θα πρέπει να παραμείνει προς το παρόν σε ισχύ, ειδικά εκεί όπου συγκεντρώνονται πολλά άτομα, όπως σε κλαμπ, ντισκοτέκ και νυκτερινά κέντρα».
Στήριξη στις επιχειρήσεις
Η οικονομία ως εκ τούτου μόνον με μικρά βήματα μπορεί να ανακάμψει γι’ αυτό και είναι ζωτικής σημασίας η κρατική στήριξη στους αυτοαπασχολούμενους και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως λέει ο επικεφαλής του RWI, επισημαίνοντας ότι μεγάλο κίνδυνο διατρέχουν οι καινοτόμες start-up «επειδή δεν διαθέτουν τις δομές και αποθέματα για να τα βγάλουν πέρα με μια παρατεταμένη κρίση. Ειδικά αυτά τα τρυφερά βλαστάρια, είναι που πρέπει τώρα να προστατέψουμε ιδιαίτερα, για να ξαναμεγαλώσουν μετά την κρίση».
Γι’ αυτό και εισηγείται τη συγκρότηση μιας ομάδας διαχείρισης της κρίσης που θα παρακολουθεί όλους τους σχετικούς οικονομικούς τομείς, θα αφουγκράζεται τις ανησυχίες τους σε κεντρικό επίπεδο και θα αναπτύσσει λύσεις στα προβλήματα.
Από την πλευρά του ο Κλέμενς Φουστ υπογραμμίζει την ανάγκη ο κρατικός μηχανισμός να μεριμνήσει τα μέγιστα τους επόμενους μήνες για την επιβίωση των επιχειρήσεων, μεταξύ άλλων με ενέσεις ρευστότητας, και με κρατικές επενδύσεις και ψηφιοποίηση της διοίκησης στον κατασκευαστικό κλάδο επί παραδείγματι.
Για τον Κρίστοφ Σμιτ η πανδημία του κορωνοϊού συνιστά μια ευκαιρία «για ποιοτικά άλματα, π.χ. στον τομέα της ηλεκτρονικής μάθησης ή του τεχνικού εξοπλισμού για την τηλεεργασία. Η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω τέτοιων επενδύσεων θα διαρκέσει πολύ περισσότερο από την τρέχουσα κρίση».
Ωστόσο, ακόμη κι αν αποδώσουν καρπούς τα προγράμματα αυτά η οικονομία της Γερμανίας θα βιώσει μια βαθιά ύφεση, όπως σημειώνει το περιοδικό Der Spiegel, αφού τα περιοριστικά μέτρα αναμένεται να διαρκέσουν πολύ και οι επιπτώσεις τους ίσως είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2009.
«Είναι ψευδαίσθηση μια βραχυπρόθεσμη ανάρρωση και στη συνέχεια μια επιστροφή στo business as usual», λέει ο επικεφαλής του Ifo. «Μια συρρίκνωση της οικονομίας της τάξης του 10%, όπως προβλέπουν κάποιες τράπεζες, δεν μπορεί να αποκλειστεί για φέτος»…