Ιανουάριος του 2019. Ένα αυτοκίνητο κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη λεωφόρο Autobahn3 της Γερμανίας. Δυνατή μουσική μπερδεμένη με μυρωδιά κάνναβης, έχει ένταση και χάσιμο η ζωή, φτάνει να μην πέσει σε μπλόκο.
Ο οδηγός φρενάρει απότομα, η γραμμή που αφήνουν τα λάστιχα στον δρόμο μοιάζει με εκείνη που θα ακολουθήσει σε λίγο καιρό η ελευθερία του: μικρή και τεθλασμένη.
Οι αστυνομικοί τού ζητούν άδεια και δίπλωμα, η μυρωδιά του «τσιγάρου» σε συνδυασμό με το προκλητικό του ύφος τους ωθεί σε μία πιο εξονυχιστική έρευνα. Κάνουν ταυτοποίηση στοιχείων, ο Ελληνας οδηγός Θ.Λ. είναι «καθαρός», κανένα παράπτωμα δεν έχει λεκιάσει το ποινικό του μητρώο.
Ή σχεδόν κανένα… Μέσα σε λίγη ώρα διαπιστώνουν ότι ο άνδρας που στέκει απέναντί τους δεν ανταποκρίθηκε ποτέ σε μία κλήση για δείγμα σάλιου αναφορικά με μία ανθρωποκτονία που είχε τελεστεί το καλοκαίρι του 2014 στο Pulheim της Κολονίας.
Του ζητούν να τους ακολουθήσει στο τμήμα, εκείνος αρνείται, δίνει επί τόπου το δείγμα, επιβιβάζεται στο αυτοκίνητο και συνεχίζει το ταξίδι του με προορισμό το σπίτι της Ελληνίδας μητέρας του σε κάποια περιοχή της Κολονίας. Ο χρόνος της ελευθερίας του έχει πλέον ξεκινήσει να μετρά αντίστροφα.
Κάποτε στην Αγχίαλο
Τριάντα οκτώ χρόνια πριν, στην παραθαλάσσια κωμόπολη του Παγασητικού, έρχεται στον κόσμο ο Θ.Λ. Οι γονείς του δεν θα μείνουν πολλά χρόνια μαζί, οι διαφωνίες οδηγούν σε αδιέξοδο, το διαζύγιο είναι μονόδρομος.
Μετά τον χωρισμό, ο πατέρας του Θ. φεύγει από τη ζωή και ο μικρός μένει μόνος με τη μητέρα του, Κ., μέχρι τη στιγμή που εκείνη γνωρίζει τον Γ., έναν Γερμανό που λατρεύει την Ελλάδα και περνά τα καλοκαίρια του στον όμορφο Βόλο και το μαγευτικό Πήλιο.
Όταν ο Θ. είναι 9 ετών η Κ. παντρεύεται τον Γ. και η οικογένεια μετακομίζει στην Τσεχία. Η δουλειά του Γ., ως μηχανικός-κατασκευαστής, είναι αρκετά καλή, τίποτα δεν λείπει από το σπίτι, και κυρίως η αγάπη. Ο Γ. καταλαβαίνει ότι οι οικογενειακές εντάσεις που βίωσε ο Θ. σε πολύ μικρή ηλικία έχουν αφήσει μέσα του χαρακιές, ωστόσο ο ίδιος είναι εκεί για να τις απαλύνει όσο μπορεί.
Λίγα χρόνια μετά, η οικογένεια μετακομίζει στη Γερμανία, ενώ το 1995 έρχεται στον κόσμο ακόμη ένα παιδί, ο Α. Οι συγγενείς και οι φίλοι του Γ. καλοδέχονται την οικογένειά του και περισσότερο απ’ όλους, η γιαγιά Ι., μία γλυκιά και καλοσυνάτη γυναίκα η οποία λατρεύει την οικογένεια και κυρίως τα παιδιά.
Όταν ο Θ. κλείνει τα δεκαοκτώ του χρόνια επιστρέφει στην Ελλάδα για να πάει στον Στρατό και τότε είναι ίσως η πρώτη φορά που οι δικοί του αντιλαμβάνονται την παραβατική του φύση.
Προβλήματα υπήρχαν πάντα, το μέγεθός τους όμως δεν το είχε συνειδητοποιήσει κανείς… Το νεαρό αγόρι έχει θέματα, και σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν, η στρατιωτική του θητεία θα λήξει όταν τον διώξουν και όχι αφότου την ολοκληρώσει.
Το 2003 η Κ. και ο Γ. συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να μείνουν άλλο μαζί. Το διαζύγιό τους, το 2011, δεν σημαίνει ωστόσο ότι ο Γ. αφήνει πίσω του όσα αγάπησε: την Ελλάδα και τα δύο παιδιά. Ο χρόνος του είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε Γερμανία και Πήλιο, σε ένα μαγευτικό χωριό του οποίου θα χτίσει ένα σπίτι και τη ζωή του από την αρχή στο πλάι μιας νέας γυναίκας. Κοντά του, έχει τον γιο του Α. και στην έγνοια του τον Θ.
Οι δυο τους μιλάνε ανά διαστήματα στο τηλέφωνο και κάθε φορά που ο Θ. ζητάει βοήθεια ο Γ. είναι εκεί, επαναλαμβάνοντάς του ότι έχει έναν άνθρωπο στον οποίο μπορεί να στηρίζεται. Τις κινήσεις και τη ζωή του Θ. ωστόσο δεν μπορεί να τις ελέγξει κανείς.
Η μητέρα του συνεχίζει να ζει στην Κολονία, εκείνος δεν έχει σταθερή δουλειά και μένει περιοδικά σε διαφορετικούς τόπους. Κάποιοι μιλάνε για ουσίες, όλοι όμως συμφωνούν πως είναι αργά για νουθεσίες και συμβουλές.
Η στυγερή δολοφονία, ο γάμος και η ώρα της αλήθειας
Μέσα Ιουνίου 2014. Ο κόσμος της Γερμανίας συγκλονίζεται από ένα έγκλημα στο Pulheim της Κολονίας και οι εφημερίδες της εποχής κυκλοφορούν με τίτλους: «Αδίστακτοι ληστές βασάνισαν μέχρι θανάτου ηλικιωμένη γυναίκα μέσα στο σπίτι της». Η ηλικιωμένη γυναίκα δεν είναι άλλη από τη μητέρα του Γ., την 78χρονη τότε Ι.
Το έγκλημα έγινε αντιληπτό όταν κάποιοι γείτονες είδαν την πόρτα του σπιτιού της μισάνοιχτη και κάλεσαν την Αστυνομία. Εκείνη, βρισκόταν νεκρή στην κρεβατοκάμαρά της, μπρούμυτα στο κρεβάτι, τα χέρια της ήταν δεμένα, το στόμα της φιμωμένο με μονωτική ταινία, ο θάνατός της χαρακτηρισμένος «αργός και βασανιστικός». Οι Αρχές κάνουν λόγω για ληστεία – από τα πράγματα της γιαγιάς λείπει ένα χρυσό ρολόι και κάποια μετρητά.
Ο Γ. δεν μπορεί να το πιστέψει. Η μητέρα του δεν είχε ούτε πολλά χρήματα, ούτε χρυσαφικά, όλοι το γνώριζαν, κανείς δεν είχε λόγο να τη βασανίσει τόσο σκληρά για ένα χρυσό ρολόι… Οι γερμανικές εφημερίδες ασχολούνται επί μέρες με το φονικό, οι διωκτικές αρχές αναζητούν για μεγάλο διάστημα τα πρόσωπα πίσω από το φρικτό αυτό έγκλημα, καθώς στο σώμα της γιαγιάς βρίσκεται DNA από τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους.
Κανένα σημάδι, κανείς ύποπτος, κανένα αποτέλεσμα. Ο Γ. είναι απογοητευμένος, αλλά σκέφτεται ότι η ζωή συνεχίζεται. Λίγα χρόνια μετά, όταν κρατά στα χέρια του το προσκλητήριο γάμου του θετού γιου του Θ. είναι βέβαιος γι’ αυτό…
Ο Θ. ντύνεται γαμπρός στον Βόλο, στο πλάι του έχει μια γυναίκα αλβανικής καταγωγής, μητέρα δύο παιδιών τα οποία ζουν με τον πατέρα τους. Μαζί αποκτούν δύο παιδιά, ο Θ. ανοίγει ένα μπαρ, η ζωή του φαίνεται για πρώτη ίσως φορά να ακολουθεί μια καλή πορεία.
Τα πράγματα ωστόσο στη δουλειά δεν πηγαίνουν τόσο καλά όσο εκείνος θέλει, και έτσι αποφασίζει να δουλέψει ως οδηγός σε νταλίκες. Ο Βόλος μοιάζει να μην τον χωρά, η απόφασή του να μετακομίσει με την οικογένειά του στην Ολλανδία είναι οριστική και αμετάκλητη. Ο Γ. του λέει να προσέχει, να είναι ευτυχισμένος και να θυμάται πως ό,τι θελήσει θα είναι πάντα δίπλα του.
Το Πάσχα του 2019 ο Θ. μαζί με την οικογένειά του βρίσκονται ξανά στην Ελλάδα προκειμένου να επισκεφθούν στην Αθήνα κάποιους συγγενείς της συζύγου του.
Το γλέντι δεν θα διαρκέσει πολύ. Άνδρες της Αστυνομίας τον συλλαμβάνουν στο πλαίσιο διεθνούς εντάλματος σύλληψης, ο 38χρονος άνδρας εκδίδεται στη Γερμανία και τίθεται υπό κράτηση στο σωφρονιστικό κατάστημα Cologne-Ossendorf, μέχρι την έναρξη της δίκης, η οποία έλαβε χώρα την περασμένη εβδομάδα.
Τα στοιχεία εις βάρος του συντριπτικά. Οπως αποδείχθηκε, το καλοκαίρι του 2014 και συγκεκριμένα την 13η Ιουνίου, ημέρα του φόνου, ο Θ., ο οποίος τότε ζούσε με μια φίλη του στη Σερβία, είχε μεταβεί οδικώς στην Κολονία, απ’ όπου αναχώρησε την επόμενη κιόλας ημέρα.
Ο αριθμός του κινητού του εμφανίστηκε επίσης με ύποπτη συχνότητα στις κεραίες της περιοχής τη βραδιά που έγινε το έγκλημα. Το μοιραίο στοιχείο της ενοχής του ωστόσο αναδείχθηκε μετά τον τυχαίο έλεγχο της Αστυνομίας τον Ιανουάριο του 2019, όταν τον είχε σταματήσει για υπερβολική ταχύτητα και του είχε πάρει δείγμα σάλιου.
Μετά από ανάλυση αποδείχθηκε ότι το ίδιο δείγμα DNA βρέθηκε στην παλάμη, στον βραχίονα, στην κλείδα και κάτω από τα νύχια της άτυχης γυναίκας. Ο υπεράνω πάσης υποψίας εγγονός ήταν, σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, ο άνθρωπος που είχε δέσει, φιμώσει και στερήσει τη ζωή από τη θετή γιαγιά του, η οποία προσπάθησε ανεπιτυχώς να αμυνθεί κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Ο Θ. ήταν ο δολοφόνος, ενώ υπήρχαν και συνεργοί καθώς στο σπίτι βρέθηκε δείγμα DNA από τρία ακόμη πρόσωπα.
Οι δικοί του άνθρωποι, ο θετός πατέρας του Γ., ο αδελφός του, η μητέρα του δεν μπόρεσαν και κάποιοι από αυτούς δεν μπορούν ακόμη να το πιστέψουν. Τον ρώτησαν επανειλημμένα, τον ικέτευσαν να τους πει την αλήθεια, ο ίδιος ωστόσο από την ημέρα της σύλληψής του δεν άρθρωσε κουβέντα για τίποτα και σε κανέναν.
Δεν άνοιξε το στόμα του ούτε κατά τη διάρκεια της δίκης όταν του ζητήθηκε από τον δικαστή να μιλήσει εκθέτοντας τη δική του εκδοχή.
Ο συνήγορος υπεράσπισης ισχυρίστηκε ότι ο Θ. αγαπούσε τη γιαγιά του, πως την επισκεπτόταν συχνά και ότι ως εκ τούτου ήταν απολύτως φυσικό να βρεθούν ίχνη DNA του πελάτη του στο σπίτι της. Δεν πείστηκε κανείς.
Ο ισχυρισμός του δε ότι κατά τον χρόνο του εγκλήματος βρισκόταν στη Σερβία καταρρίφθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας από ένα έγγραφο που πιστοποιούσε πως είχε περάσει τα σύνορα για Σερβία: «Ακόμη κι αν ισχυριστήκατε την αθωότητά σας, είμαστε πεπεισμένοι ότι είστε ένας από τους τέσσερις δράστες αυτής της τόσο αποτρόπαιης και υπό φρικτές συνθήκες πράξης», του είπε ο δικαστής λίγο πριν τον καταδικάσει σε ισόβια κάθειρξη.
Μετά την καταδίκη του Θ., ο Γ. επέστρεψε στο αγαπημένο του Πήλιο. Σήμερα, αισθάνεται δικαίωση για τον άδικο και άσχημο τρόπο με τον οποίο έχασε τη μητέρα του, μια γυναίκα δυναμική και υγιή η οποία υπεραγαπούσε και στήριζε ολόκληρη την οικογένεια.
Θέλει ωστόσο να πιστεύει πως το έργο της Αστυνομίας θα ολοκληρωθεί με τη σύλληψη και την τιμωρία των συνενόχων του Θ. Αν λάβει δε κανείς υπόψη του τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξιχνιάστηκε το φρικτό αυτό έγκλημα, οι ελπίδες του Γ. μάλλον δεν θα αργήσουν να γίνουν πραγματικότητα…