Η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε σήμερα (σ.σ χθες) να θεσπίσει ελάχιστη σύνταξη για τους πιο φτωχούς, ένα ζήτημα που απειλούσε για καιρό το μέλλον του συνασπισμού συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών της Άγγελα Μέρκελ, ενώ έρευνα γερμανών και άγγλων ερευνητών που δόθηκε προχθές, Τρίτη, στη δημοσιότητα έδειξε πως η εισαγωγή στη Γερμανία κατώτατου μισθού το 2015 αύξησε την παραγωγικότητα της εργασίας στη χώρα, καθώς προέτρεψε τους μισθωτούς να αλλάξουν επιχείρηση.
Σύμφωνα με νομοσχέδιο που υιοθετήθηκε σήμερα από το υπουργικό συμβούλιο, από την ερχόμενη χρονιά περίπου 1,3 εκατομμύριο χαμηλοσυνταξιούχοι θα μπορέσουν να λάβουν ένα συμπληρωματικό ποσό στο πλαίσιο ενός μέτρου το οποίο θα στοιχίζει 1,3 δισεκατομμύριο ευρώ τον χρόνο.
“Η δημιουργία αυτής της κατώτατης σύνταξης θα συνεισφέρει σε περαιτέρω κοινωνική δικαιοσύνη στη χώρα μας”, δήλωσε ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εργασίας Χουμπέρτους Χάιλ, ο οποίος εισηγήθηκε το εν λόγω νομοσχέδιο.
Αυτό το τελευταίο θα ωφελήσει “κυρίως τις γυναίκες”, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% των προσώπων στα οποία θα δοθεί το συμπληρωματικό ποσό, κυρίως τον τομέα των χαμηλά αμειβόμενων υπηρεσιών, όπως της εστίασης.
Επίσης θα επωφεληθεί “κυρίως η ανατολική Γερμανία”, η πρώην κομμουνιστική ΓΛΔ όπου η μέση αγοραστική δύναμη του πληθυσμού παραμένει κατώτερη εκείνης στο δυτικό τμήμα της χώρας, δίνοντας τροφή στην απογοήτευση που σε πολιτικό επίπεδο ωφελεί κυρίως την άκρα δεξιά. Αυτή η τελευταία έχει εκεί τα κύρια προπύργιά της.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, μια κομμώτρια που είχε κρατήσεις επί 40 χρόνια επί του κατώτατου μισθου θα πρέπει έτσι να δει τη μηνιαία σύνταξή της να αυξάνεται, από τα 512 ευρώ σήμερα, στα 960 ευρώ.
Οι συντηρητικοί της Άγγελα Μέρκελ εμπόδιζαν για καιρό αυτή τη μεταρρύθμιση, την οποία οι σοσιαλδημοκράτες του SPD είχαν θέσει ως προτεραιότητα της θητείας τους, απειλώντας πέρυσι ακόμη και να αποχωρήσουν από τον κυβερνητικό συνασπισμό αν δεν υπήρχε συμφωνία.
Οι συντηρητικοί της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) και της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) ήθελαν αρχικά να εξαρτήσουν την αύξηση της σύνταξης από τη συνολική περιουσία των συνταξιούχων, κάτι που οι σοσιαλδημοκράτες αρνούνταν.
Τελικά τα δύο στρατόπεδα συμφώνησαν να εξαρτάται μόνο από το επίπεδο του εισοδήματος των ενδιαφερομένων. Η αύξηση θα δοθεί πλήρης στους συνταξιούχους που έχουν κρατήσεις για τουλάχιστον 33 χρόνια και λαμβάνουν σύνταξη που δεν ξεπερνά τα 1.250 ευρώ — 1.950 ευρώ για ένα ζευγάρι.
Η ιδέα για τη μεταρρύθμιση γεννήθηκε από τη διαπίστωση ότι ορισμένοι φτωχοί συνταξιούχοι στη Γερμανία κατέληγαν, παρά το γεγονός ότι εργάζονταν σε όλη τη ζωή τους, να παίρνουν σύνταξη κατώτερη ή ίση με την κοινωνική αρωγή.
Τα συνδικάτα χαιρέτισαν το μέτρο, αλλά το έκριναν ανεπαρκές.
Στο μεταξύ, σύμφωνα με μελέτη γερμανών και άγγλων ερευνητών που δόθηκε χθες, Τρίτη, στη δημοσιότητα, η εισαγωγή κατώτατου μισθού το 2015 στη Γερμανία αύξησε την παραγωγικότητα στη χώρα.
Αντίθετα από τους φόβους που εκφράζονταν πριν από τη θέσπιση του κατώτατου μισθού, αυτός “δεν επέφερε πτώση της απασχόλησης”, εξηγεί σε ανακοίνωσή του ο Κρίστιαν Ντάστμαν του University College London (UCL).
Το μέτρο αυτό οδήγησε μάλιστα “στην αύξηση της παγκόσμιας αποδοτικότητας της παραγωγής, χάρη στην αναδιανομή των εργαζόμενων λιγότερο παραγωγικών επιχειρήσεων προς επιχειρήσεις πιο παραγωγικές”, προσθέτει.
Μετά την εισαγωγή του κατώτατου μισθού, ορισμένοι εργαζόμενοι με χαμηλό μισθό μετανάστευσαν προς επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους που προσέφεραν περισσότερες θέσεις πλήρους απασχόλησης και καλύτερης εξειδίκευσης, όπως και υψηλότερο μισθολογικό πριμ για ίση εργασία, παρατήρησαν οι ερευνητές του UCL και του γερμανικού Ινστιτούτου για την Αγορά Εργασίας (IAB).
Στις περιφέρειες στις οποίες ο μέσος μισθός ήταν χαμηλότερος και όπου η εισαγωγή ενός κατώτατου μισθού επέδρασε περισσότερο, διαπιστώθηκε υποχώρηση του αριθμού των μικρών επιχειρήσεων με λιγότερους από τρεις εργαζομένους ενώ αυξήθηκε ο αριθμός των μεγάλων επιχειρήσεων, βελτιώνοντας το “μίγμα” των επιχειρήσεων στις περιφέρειες αυτές, αναφέρεται επίσης στην έρευνα.
Η κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού της Άγγελα Μέρκελ είχε θέσει προς ψήφιση το 2014 τον νόμο, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2015.
Προέβλεπε την εισαγωγή κατώτατου μισθού 8,50 ευρώ την ώρα, από τον οποίο επρόκειτο να επωφεληθεί το 15% των εργαζομένων στη Γερμανία, που λάμβαναν μέχρι τότε υποδεέστερο μισθό.
Ο “Mindestlohn” αυξήθηκε στη συνέχεια στα 8,84 ευρώ το 2017 και μετά στα 9,19 ευρώ τον Ιανουάριο 2019. Η επόμενη προσαρμογή του προβλέπεται να γίνει το 2021.