Στο Μόναχο το προηγούμενο Σαββατοκύριακο η διπλωματία των Ευρωπαίων ήταν σε πρώτο πλάνο και όχι η οικονομία, ωστόσο η φράση του γερμανού προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Στάινμάγιερ ότι «η καρδιά της Ευρώπης δεν μπορεί να τρέμει» μια χαρά ταιριάζει και στην οικονομία της Γερμανίας, πέρα από τη γεωπολιτική (η οποία εδώ δεν είναι το αντικείμενό μας). Τι αποτελέσματα ήταν αυτά το τρίτο τρίμηνο του 2019.
Και μεγεθυντικό φακό να πάρεις, τη σχεδόν μηδενική ανάπτυξη δεν τη βλέπεις σαρκάζει ο ευρωπαϊκός Τύπος. Οσο για την πτώση της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής τον περασμένο Δεκέμβριο κατά 3,5%, ε, τι να πει κανείς..
Δείχνει ότι η γερμανική οικονομία παροπλίστηκε, ότι έχουμε μπροστά μας μία κατάσταση που μπορεί να επηρεάσει ολόκληρη την ήπειρο.
H γερμανική αγορά αυτοκινήτων σημείωσε πτώση 7,3% τον Ιανουάριο του 2020 σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του προηγουμένου έτους – και οι πωλήσεις αναμένεται να μειωθούν συνολικά κατά 4% μέσα στη διάρκεια του έτους.
Αλλά και πέρα από την αυτοκινητοβιομηχανία, σε κρίση ασφυξίας βρίσκονται όλοι οι υποτομείς του δευτερογενούς, όπως ο ηλεκτρικός, ο χημικός, η μεταλλουργία, χωρίς να διαφαίνεται τρόπος αναζωογόνησής τους.
Αντιθέτως, ο κίνδυνος της συνολικής ύφεσης παραμένει απειλητικός. Πέρα από τον «δομικό» εξαγωγικό προσανατολισμό, η γερμανική οικονομία έχει το επιπλέον πρόβλημα ότι είναι στενά συνδεδεμένη με την κινεζική οικονομία. Για μια χώρα όπως η Γερμανία λοιπόν, είναι προφανές ότι ο αποκλεισμός της Κίνας, λόγω κορονοϊού, από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία θα έχει περαιτέρω αρνητικές συνέπειες και στη δική της ανάπτυξη.
Οι λόγοι που οι Γερμανοί την πάτησαν είναι το βάρος που έριξαν στην εξωτερική ζήτηση ως δύναμη ανάπτυξης της οικονομίας τους. Ηταν μία στρατηγική επιλογή να καταστούν ελκυστικά τα εξαγώγιμα προϊόντα τους, όμως προϋπέθετε την εσωτερική λιτότητα και τον περιορισμό των δημοσίων επενδύσεων.
Τώρα τα συνδυαστικά χτυπήματα στο εξωτερικό (δασμοί του Τραμπ, επιδημία του Γουχάν, κ.λπ.) στάθηκαν αρκετά για να πιάσει η Γερμανία αναπτυξιακό πάτο. Κατ’ άλλους, η πτώση της εγχώριας ζήτησης στη Γερμανία αποδίδεται και στις αβεβαιότητες που δημιούργησε στους Γερμανούς το Brexit όσον αφορά το μέλλον της Ευρωπαϊκής Eνωσης και, φυσικά, του ευρώ: πρώτη τους κίνηση, ανακλαστική, ο ακόμη μεγαλύτερος περιορισμός της κατανάλωσης.
Τώρα μεγάλες τράπεζες, όπως η ολλανδική ING, εκτιμούν ότι η χρυσή εποχή της γερμανικής οικονομίας κατά πάσα πιθανότητα έχει τελειώσει. Η επιβράδυνση και η πτωτική πορεία του γερμανικού ΑΕΠ έως την ύφεση μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην Ευρωζώνη.
Αν η Γερμανία δεν ανακάμψει το τρέχον τρίμηνο, τότε πρέπει να στηριχθεί στην εγχώρια ζήτηση, η οποία όπως είπαμε έχει τάσεις μείωσης. Αν υπάρξει στασιμότητα, τότε πρέπει να επιληφθεί η Κριστίν Λαγκάρντ μέσω της ΕΚΤ.