Πριν από ακριβώς 50 χρόνια εμφανίστηκε στη Γερμανία η ένοπλη οργάνωση «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (RAF). Ήταν υπεύθυνη για δολοφονίες πολιτικών, επιχειρηματιών και αστυνομικών, ενώ απασχολεί μέχρι σήμερα τις αρχές.
Για τη Γερμανία τα τέλη της δεκαετίας του ’60 ήταν μία ιδεολογικά συγκεχυμένη εποχή με μαχητικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, αντιπαραθέσεις για τον πρώτο «μεγάλο συνασπισμό» με τη συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατών (SPD), αλλά και οδομαχίες κατά την επίσκεψη του Σάχη της Περσίας στο Βερολίνο.
Η επίσκεψη επισκιάστηκε από τον θάνατο του νεαρού φοιτητή της Θεολογίας Μπένο Όνεσοργκ από πυρά αστυνομικού, ο οποίος στη συνέχεια αθωώθηκε. Ακολούθησε η δολοφονία του Ρούντι Ντούτσκε, ηγέτη του φοιτητικού κινήματος, ο οποίος ζητούσε «την αποσταθεροποίηση στα κέντρα ισχύος του καπιταλισμού», αλλά διαβεβαίωνε ότι απορρίπτει τον «ένοπλο αγώνα».
Το 1968 σημειώνονται εμπρηστικές επιθέσεις σε πολυκαταστήματα στο κέντρο της Φρανκφούρτης, για τις οποίες συλλαμβάνονται ο Αντρέας Μπάαντερ, η Γκούντρουν Ένσλιν και δύο συνεργοί τους.
Η Ένσλιν υποστηρίζει ότι οι εμπρησμοί αποτελούν «κίνηση διαμαρτυρίας για την αδιαφορία, με την οποία ο κόσμος αντιμετωπίζει τη γενοκτονία στο Βιετνάμ». Την υπεράσπιση των κατηγορουμένων αναλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ο Όττο Σίλυ, μετέπειτα υπουργός Δικαιοσύνης σε κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων υπό τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, αλλά και ο Χορστ Μάλερ, ο οποίος αργότερα θα περάσει στο στρατόπεδο της Ακροδεξιάς και των αρνητών του Ολοκαυτώματος. Το ζεύγος Ένσλιν-Μπάαντερ διαφεύγει στη Γαλλία, αλλά επιστρέφει στη Γερμανία υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και τελικά συλλαμβάνεται τυχαία σε έλεγχο της τροχαίας στις 4 Απριλίου στο Βερολίνο.
Απόδραση με πολλά απρόοπτα
Στις 14 Μαίου 1970 ο Αντρέας Μπάαντερ οδηγείται υπό επιτήρηση στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Υποθέσεων στο προάστειο Ντάλεμ του Βερολίνου, όπου πρόκειται να συναντήσει την Ουλρίκε Μάινχοφ, αρχισυντάκτρια της αριστερής επιθεώρησης Konkret, για να συνεργαστούν στην έκδοση ενός βιβλίου.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για οργανωμένο σχέδιο με στόχο τη διαφυγή του Μπάαντερ. Τόσο ο Μπάαντερ όσο και η Μάινχοφ διαφεύγουν, πηδώντας από το παράθυρο.
Μετά από τρεις εβδομάδες η «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (RAF) δίνει το παρών, για πρώτη φορά με προκήρυξή της, στην οποία προειδοποιεί ότι «χωρίς τον Κόκκινο Στρατό τα γουρούνια θα συνεχίσουν…».
Έκτοτε η δράση της RAF απασχολεί τις γερμανικές αρχές. Ακόμη και σήμερα τρεις ύποπτοι, ο Ερνστ Φόλκερ Στάουμπ, ο Μπούρκχαρντ Γκάρβεγκ και η Ντανιέλα Κλέτε, καταζητούνται για τρομοκρατική δράση.
Το γερμανικό περιοδικό DER SPIEGEL αποκαλύπτει ότι το σχέδιο απελευθέρωσης του Μπάαντερ δεν εφαρμόστηκε όπως είχε προβλεφθεί. Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό η Μάινχοφ θα υποδυόταν τον ανίδεο παρατηρητή που απλώς παρακολουθεί την κατάσταση.
Ωστόσο την κρίσιμη στιγμή μπήκαν στο κτίριο τρεις φίλες του Μπάαντερ, μεταξύ αυτών και η Γκούντρουν Ένσλιν. Άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ένας υπάλληλος του Ινστιτούτου και τελικά ο Μπάαντερ, η Μάινχοφ και όλοι οι υπόλοιποι διέφυγαν με δύο αυτοκίνητα.
Η αστυνομία θα εντοπίσει στο σημείο γυναικείες περούκες, καθώς και ένα πιστόλι με σιγαστήρα. Λίγο αργότερα ο Αντρέας Μπάαντερ και 13 ομοϊδεάτες του ταξιδεύουν μέσω Ανατολικής Γερμανίας στην Ιορδανία για να συμμετάσχουν σε στρατιωτική εκπαίδευση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO).
Μετά την επιστροφή τους στη Δυτική Γερμανία αρχίζουν οι επιθέσεις σε τράπεζες, δημόσιες υπηρεσίες και αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Ο Μπάαντερ, γεννημένος στο Μόναχο το 1943 αλλά εγκατεστημένος στο Δυτικό Βερολίνο και ανεμειγμένος στο φοιτητικό κίνημα από το 1967 και η Γκούντρουν Ένσλιν, κόρη πάστορα, είναι οι πρωταγωνιστές στην «πρώτη γενιά» της RAF. Θα συλληφθούν το 1972 για να οδηγηθούν στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Στάμχαιμ, κοντά στη Στουτγάρδη.
Τον Απρίλιο του 1977 καταδικάζονται όλοι σε ισόβια. Προηγουμένως η Μάινχοφ είχε βρεθεί απαγχονισμένοι στο κελί της, λίγο αργότερα θα αυτοκτονήσουν και άλλοι τρεις πρωταγωνιστές της «πρώτης γενιάς»: ο Αντρέας Μπάαντερ, η Γκούντρουν Ένσλιν και ο Γιαν Καρλ Ράσπε. Παλαιστίνιοι τρομοκράτες είχαν επιχειρήσει να εκβιάσουν την απελευθέρωση των κρατουμένων στο Στάμχαιμ με αεροπειρατεία σε αεροσκάφος της Lufthansa. Όμως η αντιτρομοκρατική μονάδα της γερμανικής αστυνομίας κατάφερε να εξουδετερώσει τους αεροπειρατές λίγο μετά την προσγείωση του αεροσκάφους στο Μογκαντίσου της Σομαλίας.
47 νεκροί από τα πυρά των τρομοκρατών
«Συνολικά 47 νεκροί. Αυτός είναι ο απολογισμός επτά ετών ‘ένοπλου αγώνα’» συνοψίζει ο Στέφαν Άουστ, πρώην αρχισυντάκτης του DER SPIEGEL στο βιβλίο του για την RAF (Der Baader Meinhof Komplex), το οποίο θεωρείται ένα από τα πιο εμπεριστατωμένα έργα για την τρομοκρατία. «Στην ίδια περίοδο η Ομοσπονδιακή Γερμανία άρχιζε να εκσυχρονίζει το νομικό και αστυνομικό της οπλοστάσιο, χάνοντας όμως ένα κομμάτι από τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της», επισημαίνει ο Γερμανός αναλυτής.
Είχε ήδη αρχίσει να δραστηριοποιείται η «δεύτερη γενιά» της RAF, η οποία ευθύνεται, μεταξύ άλλων, για τη δολοφονία του Χανς Μάρτιν Σλάιερ, προέδρου της Ένωσης Γερμανικών Βιομηχανιών, του Ομοσπονδιακού Εισαγγελέα Ζίγκφριντ Μπούμπακ και του τραπεζίτη Γιούργκεν Πρόντο.
Και τελικά, όσο ξαφνικά εμφανίστηκε η RAF το 1970, άλλο τόσο απροειδοποίητα διαλύθηκε το 1998, με μία απλή προκύρυξη, στην οποία επισημαίνει ότι «ο ένοπλος αγώνας με τη μορφή της RAF αποτελεί πλέον παρελθόν».
Ακολουθεί ένας καταλόγος με τα ονόματα 26 μελών της οργάνωσης που έχασαν τη ζωή τους. Αλλά όπως επισημαίνει ο πολιτικός επιστήμων Βόλφγκανγκ Κράουσχαας: «Ούτε μία λέξη για όσους εγκατέλειψαν την οργάνωση, ούτε μία λέξη για όσους άλλαξαν στρατόπεδο, όπως ο Χορστ Μάλερ. Και κυρίως ούτε μία λέξη για τα θύματα. Καμία χειρονομία συγγνώμης, καμία έκκληση για συγχώρεση, τίποτα απολύτως…».