Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Σουηδία, η πορνεία στη Γερμανία δεν απαγορεύεται. Υπόκειται όμως σε αυστηρό νομικό πλαίσιο, το οποίο μεταξύ άλλων προβλέπει την καταγραφή, φορολόγηση και ασφάλιση όλων των εργαζομένων στον κλάδο.
Από τα μέσα Μαρτίου, όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού, άρχισαν να κλείνουν οι οίκοι ανοχής για ευνόητους λόγους. Τι συμβαίνει όμως σήμερα;
Δικαστικές αποφάσεις αναγκάζουν πλέον τις γερμανικές αρχές να ανακαλέσουν την πλήρη απαγόρευση.
Την αρχή έκανε το Διοικητικό Εφετείο της Κάτω Σαξονίας, στα τέλη Αυγούστου, επισημαίνοντας ότι δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας μία απόλυτη και άνευ εξαιρέσεων απαγόρευση της πορνείας, που αναγνωρίζεται νομοθετικά ως νόμιμο επάγγελμα και κατά συνέπεια εμπίπτει στη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της επαγγελματικής δραστηριότητας. Αντίστοιχη απόφαση έχει εκδώσει το Εφετείο της Σαξονίας-‘Ανχαλτ, ενώ τις επόμενες μέρες αναμένεται η ετυμηγορία δικαστηρίου στη Βρέμη για το ίδιο ζήτημα.
Υποχρεωτικές λίστες για ιχνηλάτηση κρουσμάτων
Την Τρίτη η Υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων του Αμβούργου, Μέλανι Λέοναρντ, ανακοίνωσε ότι, σε συμμόρφωση με τις τελευταίες δικαστικές αποφάσεις, οι τοπικές αρχές επιτρέπουν και πάλι τη λειτουργία των οίκων ανοχής από τις 15 Σεπτεμβρίου.
Το ίδιο συμβαίνει στα γειτονικά κρατίδια του Σλέσβιγκ-Χόλσταιν, της Κάτω Σαξονίας και της Βρέμης. Γερμανικά μέσα ενημέρωσης εκτιμούν ότι ακόμη και σε εποχές έξαρσης της πανδημίας η πορνεία δεν είχε εκλείψει εντελώς, αλλά πολλές φορές περνούσε στους δρόμους και στην παρανομία, με αυξημένους κινδύνους για όλους τους εμπλεκόμενους- τόσο για την υγεία τους, όσο και για την ασφάλειά τους. Τώρα η νομιμότητα επανέρχεται, αλλά συνοδεύεται από μέτρα ασφαλείας λόγω της πανδημίας.
Όπως διευκρινίζει η υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων του Αμβούργου, οι επισκέψεις σε οίκους ανοχής θα γίνονται μόνο με προκαθορισμένο ραντεβού, αλλά και με την υποχρεωτική τήρηση λίστας, στην οποία θα καταγράφονται τα στοιχεία των πελατών για πιθανή ιχνηλάτηση κρουσμάτων. Παράλληλα, εξακολουθεί να απαγορεύεται η πορνεία εκτός οργανωμένων χώρων, για παράδειγμα στο αυτοκίνητο.
Στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, το πολυπληθέστερο κρατίδιο της Γερμανίας, το ζήτημα απασχολεί ακόμη και τον αναπληρωτή πρωθυπουργό Γιόαχιμ Σταμπ. «Η ιχνηλάτηση δεν είναι απλή υπόθεση σε έναν χώρο στον οποίο επικρατεί ιδιαίτερη εχεμύθεια», προειδοποιεί ο Σταμπ, για να συμπληρώσει ότι «είναι δύσκολο να εξηγήσουμε στον κόσμο πως επιβάλλουμε τη χρήση μάσκας στις σχολικές αίθουσες, αλλά την ίδια στιγμή ανοίγουμε τους οίκους ανοχής».
Η εμπειρία του Βερολίνου
Την αρχή είχε κάνει το Βερολίνο, επιτρέποντας τη λειτουργία των οίκων ανοχής από τις 8 Αυγούστου, αλλά μόνο για μία περιορισμένη κλίμακα υπηρεσιών, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η ερωτική συνεύρεση.
Στη συνέχεια θα επιτρέπονταν και άλλες υπηρεσίες, αλλά με αυστηρά μέτρα ασφαλείας, όπως η υποχρεωτική χρήση μάσκας. «Σε διαφορετική περίπτωση», δηλώνει εκπρόσωπος της δημοτικής Αρχής στο τοπικό περιοδικό TIP, «οι γυναίκες (που επιδίδονται στην πορνεία) θα οδηγούνταν στην εξάρτηση λόγω οικονομικής δυσπραγίας ή στην παρανομία, με ακόμη πιο οδυνηρές συνέπειες για την υγεία τους».
Για τον αναπληρωτή πρωθυπουργό της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας Γιόαχιμ Σταμπ η κατάσταση που επικρατεί στο Βερολίνο είναι «τραγελαφική», αλλά ίσως τα όσα συμβαίνουν είναι και αφορμή «για να δούμε συνολικά το νομικό καθεστώς που επικρατεί». Στο ίδιο μήκος κύματος και σε κοινή επιστολή-έκκλησή τους 16 βουλευτές των συγκυβερνώντων Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) καλούν την πολιτική ηγεσία να διατηρήσει τις σημερινές απαγορεύσεις. «Ο λόγος για τον οποίο υπάρχει η πορνεία, είναι ότι σε αυτές τις γυναίκες δεν έδωσαν ποτέ άλλη δουλειά εκτός από την πορνεία», λέει ο εκπρόσωπος του SPD για την κοινωνική πολιτική Καρλ Λάουτερμπαχ. Ο ίδιος πιστεύει ότι η Γερμανία πρέπει να υιοθετήσει το αποκαλούμενο «σουηδικό μοντέλο», σύμφωνα με το οποίο η πορνεία απαγορεύεται και διώκεται ποινικά, αλλά τις ποινικές συνέπειες υφίστανται μόνο οι «πελάτες».