Τα Τάγματα Εργασίας ή αλλιώς «Αμελέ Ταμπουρού», εφαρμόστηκαν και κατά τη περίοδο της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου (1916-1923), προκειμένου να αφανιστεί μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.
Δεν είναι τυχαίο πως τα «Αμελέ Ταμπουρού» ονομάστηκαν και τάγματα βασανισμού και θανάτου, αφού οι συνθήκες εργασίας ήταν απάνθρωπες, ενώ το φαγητό και το νερό ήταν πάντα λιγότερο από το κανονικό.
Μπορεί να μη στόχευαν άμεσα στη εξόντωση των χιλιάδων επιταγμένων, αλλά τη σταδιακή ψυχολογική και σωματική εξασθένιση όσων αναγκάστηκαν να εργαστούν σε βαριές εργασίες υπό απάνθρωπες συνθήκες, είχε κατάληξη το θάνατό τους.
Οι περισσότεροι δεν άντεξαν, αφήνοντας την τελευταία τους πνοή από τη πείνα, τις κακουχίες και τις αρρώστιες.
Το σχέδιο εξόντωσης των ταγμάτων εργασίας, υποδείχθηκε στους Οθωμανούς από τους συμμάχους τους Γερμανούς, οι οποίοι φιλοδοξούσαν ν’ ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή, διαδραματίζοντας ενεργότερο ρόλο στην οικονομία και στο εμπόριο.
Πριν από τους Πόντιους, και γενικότερα τους Έλληνες της Ανατολής, τα ίδια σκληρά μέτρα ακολουθήθηκαν κατά των Αρμενίων της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιτυγχάνοντας πλήρως το στόχο τους, αφού ελάχιστοι επέζησαν από αυτά.
Εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος του 1918, έως 250.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου, έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτά τα τάγματα εργασίας.
Οι επιταγμένοι στα «Αμελέ Ταμπουρού» εκτελούσαν δημόσια έργα -κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες- με τη ζωή τους να μην έχει καμία απολύτως αξία, σπάζοντας πέτρες και ανοίγοντας δρόμους στα βουνά και όχι μόνο.
Ο δρόμος που ενώνει την πόλη Ουλουκίσλα με το Ερζερούμ στη Ν.Α. Τουρκία (850 χλμ) κατασκευάστηκε με χέρια Ελλήνων επιταγμένων. Αργότερα, όταν οι ανάγκες του πολέμου έγιναν πιο επιτακτικές, οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να εκτελέσουν κάθε έργο που θα κάλυπτε τις πολεμικές ελλείψεις.
Οι επιταγμένοι – αιχμάλωτοι στοιβάζονταν σε αποθήκες και παραπήγματα, έκθετοι σε μολυσματικές ασθένειες που μεταδίδονταν από όσους είχαν ήδη προσβληθεί. Οι φρουροί δίσταζαν να τους πλησιάσουν εξαιτίας της μεταδοτικότητας των ασθενειών.
Ο πρόξενος της Ελλάδας στο Ικόνιο, σε έκθεσή του με ημερομηνία 7 Μαρτίου 1917, έγραψε χαρακτηριστικά για τα τάγματα εργασίας: «Ο νόμος για την ίδρυση εργατικών ταγμάτων αποκλειστικά από Χριστιανούς καταστρέφει και εξοντώνει βαθμιαία αλλ’ ασφαλώς τους Έλληνες της Τουρκίας.
Οι δυστυχείς αυτοί στρατολογούμενοι και κατατασσόμενοι στα εργατικά τάγματα στέλλονται προς διάφορες κατευθύνσεις στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, από τα παράλια της Μικράς Ασίας και του Ευξείνου Πόντου, στα πέρατα της Βαγδάτης, του Καυκάσου, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Άλλοι μεν για τη κατασκευή στρατιωτικών δρόμων, άλλοι για τη διάνοιξη σηράγγων για το σιδηρόδρομο Βαγδάτης, άλλοι για την καλλιέργεια αγρών κλπ.
Χωρίς κανένα μισθό, κακώς τρεφόμενοι και ενδυόμενοι, εκτιθέμενοι στις καιρικές συνθήκες, στον καυτό ήλιο της Βαγδάτης και στο αφόρητο ψύχος του Καυκάσου. Προσβαλλόμενοι από ασθένειες, πυρετούς, εξανθηματικό τύφο, χολέρα, πεθαίνουν κατά χιλιάδες…».
Ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία την περίοδο εκείνη, Χένρι Μοργκεντάου, γράφει: «Τους είχαν μετατρέψει σε εργάτες διάνοιξης δρόμων και σε μεταφορικά ζώα. Ήταν υποχρεωμένοι να κουβαλούν στις πλάτες τους όλα τα εφόδια του στρατού, και όσο κουβαλούσαν το βαρύ τους φορτίο, υπέφεραν από το μαστίγιο και από τις ξιφολόγχες των Τούρκων».
Ο ίδιος αναφέρει περιστατικά στα οποία οι μη μουσουλμάνοι στήνονταν στη σειρά και εκτελούνταν ανά 50 και 100 άτομα από τους Τούρκους.
Όταν σταδιακά άρχισαν να φθάνουν πληροφορίες για τα δεινά και τις κακουχίες των επιστρατευμένων. Όσοι επρόκειτο να παρουσιαστούν δίσταζαν.
Η Τουρκική ηγεσία εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία αυτοί που δεν παρουσιάζονταν εντός έντεκα ημερών, θα χαρακτηρίζονταν ως λιποτάκτες, θα συλλαμβάνονταν και θα δικάζονταν.
Επιτροπή των Μεγάλων Δυνάμεων ανά τακτά διαστήματα επιθεωρούσε την κατάσταση των αιχμαλώτων και τις συνθήκες διαβίωσης τους.
Η Τούρκικη ηγεσία μεριμνούσε ώστε να απομακρύνονται τα πτώματα των νεκρών από την ύπαιθρο. Επιπλέον, στο στρατόπεδο παρέμεναν όσοι ήταν καλύτερα συντηρημένοι, ενώ οι υπόλοιποι κρύβονταν μέχρι την αποχώρηση της επιτροπής.
Οι προσπάθειες διαφυγής, από όσους είχαν τις δυνάμεις, δεν περιορίστηκαν παρά τους βασανισμούς και τις παραδειγματικές εκτελέσεις όσων συλλαμβάνονταν. Οι δραπέτες, βρισκόμενοι στην ενδοχώρα, αγωνίζονταν να επιβιώσουν παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατήσουν.
Η τύχη όσων συλλαμβάνονταν επ’ αυτοφώρω να δραπετεύουν ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Εξυβρίζονταν και μαστιγωνόταν για την απείθεια τους, παρουσία των υπολοίπων κρατουμένων. Στη συνέχεια, εκτελούνταν είτε δια πυροβολισμού είτε δια απαγχονισμού.
Τα πτώματα των απαγχονισμένων κρέμονταν σε δέντρα επί μακρό χρονικό διάστημα, προς παραδειγματισμό. Όσοι διέφευγαν και καταδιώκονταν στα δάση πυροβολούνταν εξ αποστάσεως.
Επίσης, οι αιχμάλωτοι που εντοπίζονταν στα βουνά εκτελούνταν επιτόπου. Ενώ όσοι είχαν λιποτακτήσει από τις αναρρωτικές άδειες συλλαμβάνονταν από την αστυνομία, οδηγούνταν στα κρατητήρια και από εκεί στέλνονταν ξανά στα τάγματα εργασίας.
Όταν η τουρκική ηγεσία αναγκάστηκε να παραχωρήσει κάποιες αναρρωτικές άδειες στους αιχμαλώτους, σημειώθηκαν εκατοντάδες λιποταξίες.
Όσοι επέστρεφαν στα χωριά τους δεν είχαν αποφύγει τον κίνδυνο. Όταν διαπιστωνόταν η φυγή τους από το τάγμα εργασίας ειδοποιούταν η αστυνομία. Η οποία έκανε έφοδο στο σπίτι του δραπέτη και σε άλλα σπίτια συγγενών, προς αναζήτησή του.