«Ελλάδα και Γερμανία στηρίζουν τις μεταξύ τους οικονομικές σχέσεις και θα τις εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο» δήλωσε, μεταξύ άλλων, η Γερμανίδα Καγκελάριος, Δρ. Άνγκελα Μέρκελ, μιλώντας στο «Ελληνογερμανικό Οικονομικό Φόρουμ –Όραμα και Ευκαιρίες Επενδύσεων», που πραγματοποιείται σήμερα, στο Βερολίνο ενώ ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, τόνισε ότι οι δύο χώρες, από μια σχέση πιστωτή δανειολήπτη, δημιουργούν μια σχέση ισότιμων εταίρων, διεκδικώντας κοινά οφέλη μέσα από το πεδίο των επενδύσεων.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος, μιλώντας από το βήμα της εκδήλωσης, που υλοποιείται με ευθύνη του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, σε συνεργασία με την Κεντρική Ένωση Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK e.V.) και με την υποστήριξη του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων (BDI e.V.), σημείωσε ότι η Ελλάδα έχει επιτύχει πολλά στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, όμως οι μεταρρυθμίσεις για να αποδώσουν απαιτούν χρόνο.
Η ίδια παρουσιάσθηκε αισιόδοξη για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, υπογραμμίζοντας ότι το 2020, το ΑΕΠ της χώρας αναμένεται ότι θα αυξηθεί κατά 2,4%, θα καταγράψει δηλαδή ρυθμούς κατά πολύ υψηλότερους του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ενώ την ίδια στιγμή η ανεργία μειώνεται.
Κατά την κα Άνγκελα Μέρκελ, η κατάρτιση του εργατικού δυναμικού έχει μεγάλη σημασία για την οικονομία κάθε χώρας, όπως και η καινοτομία, αφού λειτουργεί ως ο σημαντικότερος τροχός ανάπτυξης.
Αναφερόμενη στον ενεργειακό τομέα, η Γερμανίδα Καγκελάριος υπογράμμισε ότι: «Με τον Έλληνα Πρωθυπουργό έχουμε κοινές προσεγγίσεις για την Ενεργειακή Μετάβαση.
Οι ευκαιρίες καταγράφονται πολλές και στόχος όλων μας είναι το πώς εμείς οι Ευρωπαίοι θα γίνουμε πρωταθλητές στη νέα ενεργειακή αγορά», σημείωσε.Επίσης, σχολίασε ως πολύ σημαντικό το Μνημόνιο Συνεργασίας και Κατανόησης, που υπέγραψε σήμερα η ΔΕΗ με την RWE, ενώ στάθηκε και στη ΔΕΘ 2020, όπου τιμώμενη χώρα είναι η Γερμανία, σημειώνοντας ότι με αφορμή τη διοργάνωση «θα θεμελιώσουμε και θα ενισχύσουμε τις ελληνογερμανικές σχέσεις στην οικονομία, την επιστήμη και τον τουρισμό».
Από την πλευρά του, ο Έλληνας Πρωθυπουργός επεσήμανε ότι η όποια κρίση δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για λιγότερες μεταρρυθμίσεις, οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις πρέπει σε κάθε περίπτωση να κινηθούν με μεγαλύτερη ταχύτητα.Αναφερόμενος στις γερμανικές επενδύσεις, αναγνώρισε ότι άντεξαν και στήριξαν τη χώρα κατά τη διάρκεια της κρίσης, διατηρώντας σχεδόν όλες τις θέσεις εργασίας και πλέον οι Γερμανοί επενδυτές στρέφονται με μεγαλύτερο ενδιαφέρον προς την ελληνική οικονομία.
Ειδικότερα, επισήμανε τη συμφωνία των 130εκ. ευρώ μεταξύ των ΕΛΠΕ και της Juwi, όπως και το ΜoU μεταξύ ΔΕΗ και RWE, ενώ ιδιαίτερη ήταν η αναφορά του στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα ύψους 40 δισ. ευρώ έως το 2030, στο σχέδιο για την πλήρη απολιγνιτοποίηση έως το 2028, όπως και στις περιοχές πρότυπα για την ανάπτυξη «πράσινων» ενεργειακών κέντρων, που θα απαιτήσουν νέες βιομηχανικές επενδύσεις, για τις οποίες η κυβέρνηση θα προσφέρει περισσότερα κίνητρα.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη ΔΕΗ, ο κ. Μητσοτάκης αναγνώρισε τον καθοριστικό ρόλο που θα διαδραματίσει, τόσο για τη απολιγνιτοποίηση της χώρας, όσο και για την ηλεκτροκίνηση με την εγκατάσταση ενός οργανωμένου δικτύου σταθμών φόρτισης.
Μεταναστευτικό: Πλήρη και απόλυτη στήριξη στην Ελλάδα
Αξίζει να σημειώνει ότι η Γερμανίδα Καγκελάριος, κατά την ομιλία της στο Ελληνογερμανικό Οικονομικό Φόρουμ αναφέρθηκε και στο μεταναστευτικό ζήτημα, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα βρίσκεται στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει είναι μεγάλες, η ευθύνη της τεράστια και για το λόγο αυτό αξίζει και έχει την πλήρη και απόλυτη στήριξή μας.
Για το θέμα αυτό, ο Έλληνας Πρωθυπουργός είπε ότι: «Εισερχόμαστε σε μία νέα φάση, όμως για να συζητήσουμε σοβαρά με τον Τούρκο Πρόεδρο, θα πρέπει η Τουρκία να ξαναγίνει σύμμαχος της Ευρώπης στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού.
«Τάξη και ανθρωπισμός» με ερωτηματικά
Την απόφαση των συγκυβερντώντων κομμάτων στη Γερμανία (Χριστιανοδημοκράτες, Χριστιανοκοινωνιστές και Σοσιαλδημοκράτες) να δεχθεί τελικά η Γερμανία 1500 ασυνόδευτα προσφυγόπουλα από την Ελλάδα σχολιάζει η εφημερίδα TAZ του Βερολίνου παρατηρώντας: «Ο μεγάλος συνασπισμός θέλει να κρατήσει αναφορικά με την προσφυγική πολιτική το μότο ‘τάξη και ανθρωπισμός’.
H απόφαση στην οποία κατέληξαν κορυφαία στελέχη των CDU, CSU και SPD φαντάζει σπουδαία. Ωστόσο απέχει πολύ από τον ανθρωπισμό αλλά και από την τάξη, μιας και συνεχίζει να αποδέχεται το χάος στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ.
Η γερμανική κυβέρνηση θέλει ‘λόγω της δύσκολης ανθρωπιστικής κατάστασης να στηρίξει την Ελλάδα με την υποδοχή 1000 με 1500 παιδιά από προσφυγικά κέντρα των νησιώ’‘. Θέλει όμως να πάρει αυτά τα παιδιά άμεσα και χωρίς γραφειοκρατία;
Δυστυχώς όχι. Αντίθετα η Γερμανία θέλει να δεχθεί μόνο ένα ‘λογικό αριθμό’ και μόνο εφόσον βρεθούν κι άλλες χώρες εντός της ΕΕ που θέλουν να συνδράμουν. Όλα αυτά είναι τίποτα.
Στο προσφυγικό κέντρο της Μόριας στη Λέσβο ζουν 20.000 άνθρωποι μέσα στη βρωμιά και το κρύο. Κάθε παιδί που βγαίνει από εκεί μετράει. Aλλά για την πλουσιότερη και ισχυρότερη χώρα της ΕΕ η προσφορά που κάνει είναι μικρή και αναξιοπρεπής».
Από την πλευρά της η Süddeutsche Zeitung του Μονάχου σχολιάζει: «Το ότι ο υπ. Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ θέλει τώρα να ηγηθεί μιας Συμμαχίας του Καλού είναι θετικό, αν λάβει κανείς υπόψη τη ρητορική των προηγούμενων χρόνων.
Aλλά οι φίλοι του ανθρωπισμού δεν θα πρέπει να βιαστούν να χαρούν. Κι αυτό διότι ο αριθμός των προσφυγόπουλων που η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί ότι κινδυνεύουν υπολογίστηκε τελικά εν μία νυκτί χαμηλότερος.
Πριν από λίγες μέρες ο Ζεεχόφερ είχε μιλήσει για 5000 παιδιά, ενώ πλέον πρόκειται για 1000 με 1500. Και τα υπόλοιπα; Θα έχουν κακή τύχη για ακόμη μια φορά». Όπως παρατηρεί το σχόλιο ένα άλλο «αίνιγμα» είναι πότε αυτά τα παιδιά θα μεταφερθούν στη Γερμανία. «Σύντομα, απαντά το Βερολίνο. Πρώτα απ´ όλα πρέπει να επικρατήσει τάξη στα ελληνοτουρκικά σύνορα».
Αυτό βέβαια μπορεί να πάρει μήνες, εκτιμά το σχόλιο, δεδομένης της κατάστασης και παρατηρεί επίσης αναφορικά με την αναστολή της υποβολής αιτήσεων ασύλου: «Το ευρωπαϊκό δίκαιο για το άσυλο εγγυάται σε όλους το δικαίωμα να ζητήσουν άσυλο στην ΕΕ.
Όσο τα σημεία εισόδου στη νοτιοανατολική Ευρώπη παραμένουν κλειστά, η ΕΕ προδίδει όχι μόνο τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, που αποτελούν συστατικά στοιχεία της. Παραιτείται ταυτόχρονα από το ίδιο το νομικό της σύστημα. Ο μικρός αριθμός παιδιών που διασώζονται δεν αρκεί για να παραβλεφθεί το γεγονός αυτό».