«Έσβησε» στα 97 της χρόνια η Άλκη Ζέη. Στο σπίτι της με τα παιδιά της, την Ειρήνη και τον Πέτρο. Η κηδεία της θα γίνει την Τρίτη από το Α΄Νεκροταφείο, όπου αναπαύεται και ο σύζυγος της Γιώργος Σεβαστίκογλου.
Η αγαπημένη και πολυμεταφρασμένη συγγραφέας άφησε παρακαταθήκη στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» και στην παγκόσμια παιδική λογοτεχνία «Το καπλάνι της βιτρίνας» και «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου».
Τελευταία της δημόσια παρουσία ήταν τον Δεκέμβριο του 2019 στην κατάμεστη, από ενήλικες και μαθητές σχολείων, αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής, σε μια τιμητική βραδιά που διοργανώθηκε με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου «Ένα παιδί από το πουθενά» (εκδ.Μεταίχμιο).
Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1923 και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα της. Όταν άρχισε το σχολείο, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι και στη συνέχεια στην Αθήνα.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας.
Η σχέση της με το γράψιμο ξεκίνησε από τα γυμνασιακά της χρόνια, γράφοντας έργα για το κουκλοθέατρο, διηγήματα και νουβέλες, που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.
Παράλληλα με το γράψιμο, αγωνίστηκε ενεργά για την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, συμμετέχοντας στο αριστερό κίνημα από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Η συμμετοχή της σ’ αυτό τον αγώνα καθόρισε την προσωπική ζωή της.
Από το 1952 μέχρι το 1964 έζησαν μαζί με τον άντρα της, τον θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου, σαν πολιτικοί πρόσφυγες στη Σοβιετική Ένωση, αρχικά στην Τασκένδη και ύστερα στη Μόσχα, όπου γεννήθηκαν και τα δυο παιδιά τους.
Επέστρεψαν στην Ελλάδα το ’64 για να ξαναφύγουν το ’67 στο Παρίσι, όπου παρέμειναν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70 λόγω της δικτατορίας.
Ο καθαρός τρόπος γραφής της, η γλωσσική αρτιότητα, η κριτική στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις, το χιούμορ και η διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, είναι τα χαρακτηριστικά των έργων της Άλκης Ζέη που το έχουν κάνει να αγαπηθεί από το ελληνικό και το ξένο αναγνωστικό κοινό.
Εκτός από την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», τα βιβλία της απευθύνονται κυρίως στα παιδιά και τους εφήβους, πάντα όμως διαβάζονται με μεγάλη ευχαρίστηση και από τους ενήλικες. Εμπνέονται από προσωπικές της εμπειρίες υφαίνοντας την υπόθεσή τους παράλληλα με ιστορικά γεγονότα. Τα θέματα που πραγματεύονται είναι καθημερινά και πανανθρώπινα.
Το «Καπλάνι της βιτρίνας», το πρώτο της μυθιστόρημα, υπήρξε έργο – σταθμός για την ελληνική παιδική λογοτεχνία και θεωρείται πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά, με συνεχείς επανεκδόσεις από το 1963 που πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα και πολλές μεταφράσεις και διακρίσεις στο εξωτερικό.
Τα βιβλία της «Σπανιόλικα παπούτσια και άλλες ιστορίες» και «Με μολύβι φάμπερ νούμερο 2» αποτελούν ιδιότητες αυτοβιογραφίες της συγγραφέα με πολιτικά και υπαρξιακά στοιχεία που διατρέχουν όλη της τη ζωή.
Η Άλκη Ζέη έγινε πρέσβειρα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, καθώς το σύνολο του έργου της είναι μεταφρασμένο και κυκλοφορεί σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο.
Η ίδια έχει επίσης μεταφράσει από τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα ρωσικά αρκετά βιβλία, ανάμεσα στα οποία έργα των Τζιάννι Ροντάρι και Βέρα Πανόβα.
[su_youtube url=”https://youtu.be/91JfbWkv42Y”]
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ αναδημοσιεύει κείμενο με τίτλο «Ένας δάσκαλος φέρνει την άνοιξη» που είχε γράψει η αγαπημένη και πολυμεταφρασμένη συγγραφέας για τη στήλη «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ» του Πρακτορείου.
«Ένας δάσκαλος φέρνει την άνοιξη»
Όταν ήμουνα μικρή, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, τα σχολεία άνοιγαν την πρώτη Οκτωβρίου. Τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη που γυρίζαμε από την εξοχή περίμενα με ανυπομονησία ν’ αρχίσει το σχολείο. Το αγαπούσα πολύ.
Η μυρωδιά των καινούργιων βιβλίων, η διαδικασία του ντυσίματος με μπλε κόλλα και η άσπρη ετικέτα που κολλούσαμε για να γράψουμε όσο πιο καλλιγραφικά μπορούσαμε τον τίτλο του βιβλίου και το όνομά μας.
Θυμάμαι με τι καμάρι έγραφα… Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου Ανάβασις, της μαθητρίας Α΄ γυμνασίου Άλκης Ζέη. Δεν το πίστευα πως θα πήγαινα στο γυμνάσιο. Άσε που νόμιζα πως ο Κοσμάς και Δαμιανός είχανε γράψει την Κύρου Ανάβαση!
Στο γυμνάσιο! Ένιωθα μεγάλη πιά. Η αδελφή μου που ήδη πήγαινε στο γυμνάσιο, μου έλεγε με πολλή περηφάνεια πως είχανε πολλούς καθηγητές, έναν για κάθε μάθημα κι όχι μια δασκάλα για όλα όπως στο δημοτικό.
Εκεί, στην πρώτη γυμνασίου εκτός από τα τόσα θαυμαστά που συνέβαιναν γνώρισα και τη Ζώρζ Σαρή που γίναμε φίλες για μια ολόκληρη ζωή.
Το ίδιο το σχολείο που πήγαινα δεν το αγαπούσα. Η διευθύντρια ήτανε θαυμάστρια του Μεταξά και σε όλες τις τάξεις πλάι στον Χριστό κρεμόταν μια μεγάλη φωτογραφία του, που μας κοίταζε με γουρλωμένα μάτια μέσα από τα τεράστια γυαλιά του.
Όμως, μαζί με τη Ζωρζ κι άλλα τρία κορίτσια είχαμε κάνει μια τόσο στενή παρέα που τίποτε δεν μπορούσε να τη διαλύσει. Ούτε καν ότι η Ζωρζ αγαπούσε τον Μεταξά γιατί της άρεσε η στολή νεολαίας και τα χρυσά αστέρια που της είχανε κολλήσει στους ώμους. Ήτανε πολύ όμορφη η Ζωρζ, είχε μια δυνατή φωνή και πολύ θάρρος.
Έπαιρνε μέρος σε όλες τις γιορτές του σχολείου και πότε παρίστανε τον Ρήγα Φερραίο και πότε τον Ερμή. Με προστάτευε από τα μαλώματα της διευθύντριας επειδή στις εκθέσεις έγραφα τα δικά μου κι όχι τις τυποποιημένες φράσεις που μας έλεγε εκείνη σχετικά με την αποταμίευση και την αστυφιλία και άλλα τέτοια συγκλονιστικά.
Μια μικρή παρένθεση. Στην κατοχή η Ζωρζ ξέχασε τα χρυσά αστέρια, τον Μεταξά και τους βασιλιάδες και είμασταν μαζί στην Αντίσταση.
Είχαμε δύο καθηγήτριες, μια στα Αρχαία και μια στα Νέα Ελληνικά, που τις λατρεύαμε κι εύρισκαν τον μπελά τους από τη διευθύντρια γιατί μας φέρονταν φιλικά και δεν μας κρατούσαν σε απόσταση. Ώσπου τη μια, την πιο νέα, την έδιωξε γιατί μας υπερασπίστηκε όταν εκείνη μας κατσάδιασε άδικα. Παρ’ όλα αυτά το αγαπούσαμε το σχολείο επειδή η φιλία μας ήταν τόσο δυνατή που δεν την αλλάζαμε με τίποτα.
Όταν οι γονείς μας, που ήταν πολύ δημοκρατικοί, θέλησαν να μας αλλάξουν σχολείο και σε μια διαφωνία με τη διευθύντρια μάς πήραν στη μέση της χρονιάς για να πάμε στη σχολή Αηδονοπούλου που για κείνα τα χρόνια ήταν -μα ακόμα και για σήμερα μπορούσε να είναι – ένα προοδευτικό, ελεύθερο σχολείο.
Η απελπισία μου δεν περιγράφεται. Είπα πως άρχιζε η πιο δυστυχισμένη μέρα της ζωής μου. Άφηνα τις φίλες μου που για μένα, ακόμα και τώρα, η φιλία είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στη ζωή μου.
Πήγα με κατεβασμένα μούτρα, το σχολείο όμως εκείνο δεν ήθελε κανένα παιδί που να μην χαμογελάει. Σ’ έσπρωχναν να κάνεις κάτι που αγαπούσες, να ζωγραφίσεις, να παίξεις θέατρο, κουκλοθέατρο, να γράψεις. Εκεί έμαθα πως μ’αρέσει να γράφω.
Την πρώτη έκθεση που έγραψα χωρίς τον φόβο της διευθύντριας του άλλου σχολείου την δημοσίευσαν στο περιοδικό του σχολείου.
Κι ύστερα, μια επιτροπή από τις μεγάλες μαθήτριες που έβγαζαν μια φορά τη βδομάδα την εφημερίδα του τοίχου- την κολλούσαν στον τοίχο στους διαδρόμους του σχολείου-, μου ανέθεσαν να γράψω το χρονογράφημα γιατί βρήκαν από την πρώτη εκείνη έκθεση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό πως είχα χιούμορ.
Έγραψα το πρώτο χρονογράφημα κι από τότε το έγραφα σχεδόν κάθε βδομάδα ώσπου τελείωσα το σχολείο. Δεν ξέρω αν θα γινόμουν συγγραφέας, αν δεν είχα αλλάξει σχολείο.
Έκανα καινούριες φίλες χωρίς όμως να ξεχάσω τις παλιές που κάθε μεσημέρι όταν σχολούσαμε με περίμεναν στη γωνιά ενός δρόμου ν’αγκαλιαστούμε και να πούμε τα νέα μας.
Ήρθε ο πόλεμος. Ήτανε μια Δευτέρα και η πιο μεγάλη μου λύπη ήτανε ότι έκλεισε το σχολείο. Κι αργότερα, στην κατοχή, το σχολείο ήτανε σαν ένας φωτεινός φάρος μέσα στη μαυρίλα.
Ας συναντούσαμε στο δρόμο ανθρώπους σωριασμένους κάτω από την πείνα, ας βλέπαμε άλλους να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε, κι ας είχαμε δεί ένα πρωί δυο κρεμασμένους από ένα φανάρι της πλατείας.
Μόλις έκλεινε η πόρτα του σχολείου τα ξεχνούσαμε όλα, κι οι δάσκαλοί μας αδυνατισμένοι από την πείνα, με το κολάρο του πουκαμίσου τους να χάσκει στον λαιμό, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεχνάμε τη φρίκη και να έχουμε ενδιαφέρον για τη ζωή.
Παρ’ όλο που το σχολείο μας το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και στριμωχτήκαμε σε ένα άλλο κτήριο τρείς τρείς στα θρανία, τότε κάναμε τις παραστάσεις του κουκλοθέατρου που εγώ έγραφα τα έργα, άλλες έπαιζαν τους ρόλους κι άλλες έφτιαχναν σκηνικά και κοστούμια.
Δουλεύαμε με πάθος, τα ξεχνούσαμε όλα.Κι αυτό, το οφείλαμε στην καθηγήτρια των τεχνικών, την Ελένη Περράκη, που κράτησε μετά την κατοχή για ολόκληρα τριάντα χρόνια το κουκλοθέατρο με το όνομα «Μπάρμπα Μητούσης». Τότε που ήταν σχεδόν το μοναδικό θέαμα για παιδιά.
Και δεν ήτανε μόνο αυτή. Ο καθηγητής των αρχαίων ελληνικών ο Μιχάλης Αναστασίου-ξαδελφος του Καζαντζάκη- δεν μας άφηνε μόνο με τα εις μι ρήματα και δυο σελίδες από την Αντιγόνη να μάθουμε απ’ έξω. Μας διάβαζε από μετάφραση όλη την τραγωδία και ξέκλεβε λίγη ώρα πριν χτυπήσει το κουδούνι για να μας διαβάσει τη μεγάλη του αγάπη, τον Πέερ Γκυντ του Ίψεν.
Οι δάσκαλοι, αυτοί είναι το παν για το σχολείο. Τώρα περιμένω με ανυπομονησία να χτυπήσει το πρώτο κουδούνι για ν’ αρχίσω να επισκέπτομαι τα σχολεία, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα, να κουβεντιάσω με τα παιδιά.
Kι όλα αυτά τα χρόνια που πηγαίνω από σχολείο σε σχολείο, κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλα εξαρτώνται από τον δάσκαλο. Είτε το σχολείο βρίσκεται σε μεγάλη πόλη είτε σε μικρή ή και σε χωριό ακόμα, εντυπωσιάζομαι από τα παιδιά που κάνουν τόσα δημιουργικά πράγματα, που ξέρουν να συνομιλούν κι έχουν διαβάσει τόσα βιβλία που απορείς πώς βρίσκουν τον χρόνο.
Κι όλα αυτά γιατί υπάρχει ένας δάσκαλος που κλέβει ώρες από μαθήματα και από τη ζωή του για να κάνει τα παιδιά -δύσκολο πράγμα σήμερα -να αγαπήσουν το βιβλίο και να ξεφύγουν από το βαρετό πρόγραμμα του σχολείου .Τους θαυμάζω αυτούς τους δασκάλους.Μέσα στις δύσκολες και άχαρες μέρες που ζούμε, αυτοί είναι μια αχτίδα ελπίδας.
Σ΄ένα νησί, είχα επισκεφτεί ένα σχολείο, την έκτη τάξη Δημοτικού. Και τι δεν έκαναν αυτά τα παιδιά. Έπαιζαν σκηνές ολόκληρες από τα βιβλία μου, είχαν γράψει δικές τους σκέψεις, ως και τραγούδια είχαν γράψει σχετικά με τα βιβλία, τα τραγουδούσε μια μικρή χορωδία που μαέστρος ήταν ο δάσκαλος.
Ένας πολύ χαρούμενος δάσκαλος με ολοφάνερη την αγάπη του για τα παιδιά. Πριν αποχαιρετήσω τα παιδιά τα συγχάρηκα για τη δουλειά που είχανε κάνει μα είπα ακόμα πως τους συγχαίρω και για τον εξαίσιο δάσκαλό τους. Τότε σηκώθηκε ένα αγόρι και μου λέει:
Μας άξιζε όμως. Όταν βγήκαμε από την τάξη ρώτησα το παιδί. Γιατί είπες πως σας άξιζε ένας τέτοιος δάσκαλος; Και τότε εκείνο, μου διηγήθηκε μια απίστευτη ιστορία. Από την αρχή του χρόνου ως τις γιορτές, είχαν έναν δάσκαλο που φοβόταν τα μικρόβια, δεν άγγιζε την κιμωλία να γράψει στο πίνακα, ούτε τα τετράδιά τους, κι έβαζε τα ίδια τα παιδιά να γυρίζουν τα φύλλα κι αν κάποιο τον άγγιζε κατά λάθος, έβαζε τις φωνές κι έφευγε από την τάξη.
Τα παιδιά είχαν πέσει όλα σε κατάθλιψη κι όταν ήρθε ο καινούργιος δάσκαλος, έκανε μέσα σ’ ένα μήνα όλη την τάξη χαρούμενη και τα παιδιά με χαρά έκαναν χίλια δυο πράγματα μαζί του.
Ας αλλάζουν οι υπουργοί Παιδείας, ας αλλάζουν κάθε τόσο τους νόμους. Όταν υπάρχει ένας δάσκαλος με όρεξη και κέφι, τα παιδιά αποκτούν κι’ αυτά όρεξη και κέφι για δουλειά.
Είτε σε καινούριο σχολείο βρίσκονται είτε σε λυόμενο ή σε τάξεις με ξεχαρβαλωμένα θρανία. Βλέπεις τα μάτια τους να λάμπουν.
Δεν θ’ άξιζε λοιπόν ένα φωτοστέφανο για τον δάσκαλο; ‘Αραγε θα βρεθεί ποτέ χέρι να του το φορέσει;