Η τελευταία φονική ακροδεξιά επίθεση στο Χανάου, με τους δέκα νεκρούς θαμώνες καφενείων με ναργιλέδες και τη μητέρα του δράστη -έντεκα μαζί με τον ίδιο- απλώς ενισχύει την ματωμένη τεκμηρίωση για τη νεοναζιστική τρομοκρατική «επιδημία» που βιώνει η Γερμανία εδώ και χρόνια.
Η πολύνεκρη επίθεση στο Χανάου έλαβε χώρα μόλις λίγα 24ωρα μετά την ταυτόχρονη αστυνομική έφοδο σε έξι γερμανικά ομόσπονδα κρατίδια με στόχο μια ομάδα ακροδεξιών τρομοκρατών. Οι 12 συλληφθέντες ήταν όλοι Γερμανοί.
Σύμφωνα με την έρευνα, σχεδίαζαν επιθέσεις εναντίον πολιτικών, αιτούντων άσυλο και μουσουλμάνων. Τα σχέδια, τα οποία είχαν στόχο, σύμφωνα με εισαγγελικές πηγές, να προκαλέσουν εμφυλιοπολεμική κατάσταση στη Γερμανία, δεν είχαν ακόμη οριστικοποιηθεί.
Σύμφωνα με την εισαγγελία, σκοπός των συλληφθέντων, ανάμεσά τους ένας αξιωματικός της γερμανικής αστυνομίας, ήταν να «κάνουν κομμάτια» την «κρατική ασφάλεια» και την «πολιτική και κοινωνική τάξη» της Γερμανίας.
Η ακροδεξιά ομάδα πιστεύεται ότι σχηματίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2019. Οι έφοδοι της αστυνομίας έγιναν στη Βάδη-Βυρτεμβέργη, στη Βαυαρία, στην Κάτω Σαξονία, στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, στη Ρηνανία-Παλατινάτο και στη Σαξονία-Άνχαλτ.
Στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία αξιωματικός της αστυνομίας τέθηκε σε διαθεσιμότητα σε σχέση με την υπόθεση, όπως ανακοίνωσαν οι Αρχές του ομόσπονδου κρατιδίου αποφεύγοντας να δώσουν περισσότερες λεπτομέρειες.
Η δολοφονία Λίμπκε
Η επιχείρηση μπορεί να ήταν εντυπωσιακή, αλλά, όπως δείχνει η ζωή, ήταν μεμονωμένη και έγινε κάτω από το βάρος της πολιτικής δολοφονίας του στελέχους των Χριστιανοδημοκρατών -του κόμματος της Μέρκελ- Βάλτερ Λίμπκε, από νεοναζί τον Ιούνιο του 2019.
Άλλωστε, η τελευταία σφαγή στο Χανάου δείχνει ότι το γερμανικό πολιτικό σύστημα έχει πολλή δουλειά ακόμη να κάνει σε σχέση με την καταστολή του νεοναζισμού. Το ερώτημα είναι εάν πράγματι το θέλει.
Όταν ο Λίμπκε βρέθηκε νεκρός από σφαίρα στο Κάσσελ στις 2 Ιουνίου, ουδείς είχε αμφιβολία για τα κίνητρα και το ιδεολογικό υπόβαθρο του δράστη. Ούτε καν η αστυνομία, η οποία πολύ γρήγορα απέκλεισε κάθε άλλο ενδεχόμενο.
Αυτή η παραδοχή εκ μέρους της αστυνομίας μπορεί να ακούγεται εξαιρετική, αλλά στην πραγματικότητα, όπως σχολιάζει το Foreign Policy, δεν επρόκειτο παρά μια «αναγνώριση» της αδιαφορίας της, αν όχι την ανοχή της, έναντι της ακροδεξιάς τρομοκρατίας.
Ο Λίμπκε, μέλος του CDU, υπηρέτησε ως επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης του Κάσσελ από το 2009 έως τον θάνατό του, με μια δράση που τον κατέστησε σημαντικό πολιτικό πρόσωπο σε περιφερειακό επίπεδο.
Το 2015 έγινε ένας αγαπημένος στόχος των ακροδεξιών σε όλη τη Γερμανία, όταν, εν μέσω της προσφυγικής κρίσης, είπε σε μια συνέλευση κατοίκων στη δυτικογερμανική πόλη Λόχφέλντεν, με αφορμή την κατασκευή μιας δομής φιλοξενίας προσφύγων, ότι η Γερμανία είναι μια χώρα που βασίζεται σε χριστιανικές αξίες, συμπεριλαμβανομένης της φιλανθρωπίας, και «όποιος δεν μοιράζεται αυτές τις αξίες, όποιος δεν συμφωνεί, μπορεί να φύγει από τη χώρα ανά πάσα στιγμή. Κάθε Γερμανός έχει αυτή την ελευθερία».
Αμέσως μετά τη συνέλευση, ο Λίμπκε έλαβε πάνω από 350 υβριστικά και απειλητικά μηνύματα. Αν και βρισκόταν υπό την προστασία της αστυνομίας, οι ακροδεξιοί συντηρούσαν το μίσος εναντίον του. Έτσι δεν εξέπληξε κανέναν ότι ο δολοφόνος του Λίμπκε, ο Στέφαν Ερνστ, είχε ιστορικό ρατσιστικής βίας και δεσμούς με ακροδεξιές ομάδες.
Η δολοφονία του Λίμπκε προκάλεσε ακόμη ένα «τσουνάμι» μεγαλοστομίας εναντίον της ακροδεξιάς βίας ακόμη και από συντηρητικές φωνές, αλλά κανείς δεν είχε ψευδαισθήσεις για την ειλικρίνεια του γερμανικού κράτους εναντίον αυτής της βίας.
«Ποια ακροδεξιά τρομοκρατία;»
Ο Τάνζεφ Σουλτς, καθηγητής δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο Γιοχάνες Γκούτενμπεργκ στο Μάιντς και συγγραφέας ενός βραβευμένου βιβλίου για τη δεξιά τρομοκρατία στη Γερμανία, λέει ότι στο συλλογικό φαντασιακό των Γερμανών η τρομοκρατία τείνει να συνδέεται με την Αριστερά.
Η ανάμνηση της Φράξιας του Κόκκινου Στρατού είναι πολύ έντονη, σε αντίθεση με την «αμνησία» που επικρατεί για τις νεοφασιστικές τρομοκρατικές επιθέσεις όπως η βόμβα σε μπιραρία του Μονάχου το 1980.
Αυτή η «τύφλωση» στη δεξιά τρομοκρατία είναι ένας από τους λόγους για το ότι χρειάστηκε τόσο πολύ καιρός, ώστε οι Αρχές να αναγνωρίσουν ότι οι 10 δολοφονίες που διέπραξε η νεοναζιστική συμμορία NSU από το 2000 ήταν έργο τρομοκρατικής οργάνωσης.
Πράγματι, όπως είπε ο δημοσιογράφος Τζέικομπ Κούσνερ στο Foreign Policy, οι Αρχές προσπάθησαν σε μεγάλο βαθμό να περιορίσουν την έρευνα στα τρία βασικά μέλη της οργάνωσης, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις ότι είχαν σημαντική υποστήριξη από άλλους ακροδεξιούς εξτρεμιστές, καθώς και ενδείξεις ότι κάποια από αυτή την υποστήριξη μπορεί να προέρχεται από την ίδια την κυβέρνηση.
Αυτή η ανίερη σύνδεση αφαιρεί κάθε πίστη στα μεγάλα λόγια των Γερμανών πολιτικών για «χτύπημα» της ακροδεξιάς τρομοκρατίας. Όχι άδικα. Τον Δεκέμβριο του 2018 μια έρευνα στο εσωτερικό της αστυνομίας της Φρανκφούρτης αποκάλυψε μια ομαδική διαδικτυακή συζήτηση στην οποία υπήρχε συχνή «αγιοποίηση» του ναζισμού.
Στις 26 Ιουνίου, η αστυνομία έψαξε το διαμέρισμα ενός μέλους της ομαδικής συνομιλίας, που κατηγορήθηκε ότι έστειλε ρατσιστικά φαξ σε έναν από τους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν θύμα της NSU. Μάλιστα, απειλούσε να κάψει τη νεαρή κόρη του δικηγόρου. Υπέγραφε ως «NSU 2.0».
Στις 28 Ιουνίου έγινε γνωστό ότι μια ομάδα με την ονομασία Nordkreuz είχε χρησιμοποιήσει τα αρχεία της αστυνομίας για να συντάξει μια «λίστα θανάτου» περίπου 25.000 αριστερών και κεντροαριστερών πολιτικών, ενώ είχε επίσης αποθηκεύσει όπλα, σάκους πτωμάτων και ασβέστη.
Συνενοχή ή σιωπή
Ακόμη και η ελπίδα ότι οι ομοσπονδιακές αρχές θα παρεμβαίνουν στην περίπτωση που οι τοπικές αρχές «παρέλειπαν» να αναλάβουν δράση είναι επίσης αμυδρή, δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την Προστασία του Συντάγματος, συχνά κατηγορήθηκε για «συνέργεια» στη δεξιά δράση.
Αυτό φαίνεται, όπως γράφει ο Κούσνερ, στην αποτυχία της υπηρεσίας να χρησιμοποιήσει σωστά τους πληροφοριοδότες κατά τη διάρκεια της έρευνας για την NSU.
Πιο πρόσφατα, ο πρώην επικεφαλής της υπηρεσίας, Hans-Georg Maaßen, υπέστη σκληρή κριτική για τους αβάσιμους ισχυρισμούς του ότι τα βίντεο που κατέγραψαν τη δεξιά βία με τα πογκρόμ κατά των προσφύγων τον Αύγουστο του 2018 στο Κέμνιτς… ήταν «πειραγμένα».
Το 2013, κοινοβουλευτική εξεταστική επιτροπή που συστάθηκε για να ερευνήσει τις πιθανές σχέσεις αστυνομίας και άλλων κρατικών αρχών με τους νεοναζί με αφορμή τη φονική δράση της NSU, έκανε λόγο στην έκθεσή της για «μεγάλη αποτυχία των αρχών και ανικανότητα» τους σχετικά με τις έρευνες για μια σειρά ρατσιστικών δολοφονιών.
Ο πρόεδρος της επιτροπής έκανε λόγο για μια αποτυχία που δεν έχει «ιστορικό ανάλογο». Η επιτροπή υποστήριξε πως δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει μια ενδεχόμενη συνεργασία ανάμεσα σε μέλη της αστυνομίας και της ακροδεξιάς ή τη συμμετοχή οποιασδήποτε αρχής σε κάποιο από τα εγκλήματα αυτά, αλλά διαπίστωσε ότι η αστυνομία και η υπηρεσία πληροφοριών, η οποία είναι αρμόδια για το εσωτερικό, «υποτίμησαν σε μεγάλο βαθμό την επικινδυνότητα του βίαιου εξτρεμιστικού κινήματος της δεξιάς στη Γερμανία».
Η αστυνομία, ανέφερε στην έκθεσή της, διεξήγαγε τις έρευνές της με βάση την εσφαλμένη υπόθεση ότι οι δολοφονίες σχετίζονταν με το οργανωμένο έγκλημα, παρόλο που οι ενδείξεις ως προς αυτό αποδεικνύονταν εσφαλμένες η μια μετά την άλλη.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών της η επιτροπή κατήγγειλε επανειλημμένα ότι δεν της δόθηκε η πρόσβαση που είχε ζητήσει σε σχετικούς φακέλους της ομοσπονδιακής υπηρεσίας για την προστασία του συντάγματος.
Τον Απρίλιο του 2017, η υπηρεσία πληροφοριών του γερμανικού στρατού ερεύνησε 275 στελέχη των ένοπλων δυνάμεων, τα οποία βάρυναν υποψίες πως ανήκουν στην ακροδεξιά, συμπεριλαμβανομένου ενός στρατιωτικού που ακούστηκε να λέει «Χάιλ Χίτλερ», σύμφωνα με επιστολή του Υπουργείου Αμύνης προς την Μπούντεσταγκ, την ομοσπονδιακή κάτω Βουλή της Γερμανίας.
Τουλάχιστον 143 από τις υποθέσεις αυτές αναφέρθηκαν το 2016 και άλλες 53 το 2017, σύμφωνα με 15σέλιδη επιστολή του υπουργείου, στην οποία δίνονται λεπτομέρειες για στελέχη του στρατού που έκαναν ναζιστικούς χαιρετισμούς ή εκστόμισαν προσβλητικά, ρατσιστικά σχόλια εναντίον συναδέλφων τους που είναι γόνοι μεταναστών.
Στην επιστολή σημειώνεται ότι «επιδείχθηκε υπερβολική χαλαρότητα» στον τρόπο αντιμετώπισης ορισμένων από τα πιο σοβαρά κρούσματα.
Δεν αρκούν τα χρήματα
Πάντως, ο θάνατος του Λίμπκε ήταν το αποκορύφωμα της ακροδεξιάς βίας εναντίον και πολιτικών. Το 2015 και το 2017, αντίστοιχα, η δήμαρχος της Κολωνίας, Χενριέτε Ρέκερ και ο Αντρέας Χόλστάιν, δήμαρχος της πόλης της Αλτένα, έγιναν στόχοι δολοφονικών επιθέσεων με μαχαίρι.
Η Ρέκερ τραυματίστηκε σοβαρά, όπως και αρκετοί από τους συντρόφους της. Ο Χόλστάιν γλίτωσε με μικρούς τραυματισμούς, αφού οι υπάλληλοι του τουρκικού εστιατορίου, όπου έτρωγε, αφόπλισαν τον δράστη.
Το Foreign Policy εκτιμά ότι η κυβέρνηση της Μέρκελ θα πρέπει να κάνει κάτι πιο ριζοσπαστικό από μια απλή αύξηση των πόρων της αστυνομίας, αν θέλει να καταπολεμήσει αποτελεσματικά την άνοδο της ακροδεξιάς. Η δεξιά πτέρυγα του CDU είχε ήδη απογοητευτεί από την ανεκτική στάση της αρχηγού του κατά τη διάρκεια της κρίσης των προσφύγων και τώρα τα πιο κεντρώα μέλη του κόμματος κατηγορούν της δεξιά πτέρυγα για «συνενοχή» στο θάνατο του Λίμπκε.
Οι δε Σοσιαλδημοκράτες έχουν σπείρει την απογοήτευση στο προοδευτικό κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας από την προθυμία του να αποδεχθεί τις απαιτήσεις του CDU στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Όσο το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα στο Βερολίνο συνεχίσει να σπέρνει απογοητεύσεις, τόσο θα θερίζει νέες φασιστικές θύελλες.