Η Τζιν είναι 19 ετών και πάσχει από κατάθλιψη. Σε μια νοσηλεία της άρχισε να παίρνει το αντικαταθλιπτικό φάρμακο Venlafaxin και έκτοτε τα συμπτώματα της κατάθλιψης άρχισαν να μετριάζονται. Η κατάστασή της άρχισε να σταθεροποιείται.
Η ψυχική ισορροπία της όμως δοκιμάστηκε όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί πια να αγοράζει το εν λόγω φάρμακο στο φαρμακείο.
Δοκίμασε μία, δύο… έως και δεκεπέντε φορές μέχρι να το βρει. Είχε εξαντληθεί. Όπως λέει η ίδια, όταν άκουσε ότι το φάρμακο δεν είναι πια διαθέσιμο άρχισε να πανικοβάλλεται. Όλα τα αρνητικά συναισθήματα της κατάθλιψης επέστρεψαν.
Η περίπτωση της Τζιλ δεν είναι μοναδική. Σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Φαρμάκων και Ιατρικών Προϊόντων της Γερμανίας (BfArM) αυτή τη στιγμή καταγράφονται ελλείψεις σε 286 φάρμακα στη γερμανική αγορά.
Πρόκειται κυρίως για φάρμακα για την πίεση, φάρμακα για τη λευχαιμία, αντιβιοτικά, αναλγητικά, αντιεπιληπτικά, αντιδιαβητικά, φάρμακα για τον HIV αλλά και τη νόσο Πάρκισνον.
Αυξητική τάση στις ελλείψεις φαρμάκων
Από τότε που άρχισε η καταγραφή του BfArM το 2013, η τάση που παρατηρείται στις ελλείψεις φαρμάκων είναι αυξητική. Ωστόσο χρειάζεται προσοχή στην εξαγωγή συμπερασμάτων, δεδομένου ότι τα κριτήρια που θέτει τo BfArM έχουν αλλάξει από το 2017.
Επειδή πλέον οι καταχωρίσεις των ελλείψεων βασίζονται σε πληροφορίες που δίνουν οι παραγωγοί φαρμάκων, είναι πιθανό μεγάλος αριθμός να μην καταχωρείται. Επίσης οι φαρμακοβιομηχανίες υποχρεούνται εκ του νόμου να αναφέρουν τις προμήθειες σε νοσοκομεία και όχι απαραίτητα σε φαρμακεία.
«Φυσικά οι φαρμακοβιομηχανίες δεν έχουν συμφέρον να είναι δακτυλοδεικτούμενες» αναφέρει ο Βολφ-Ντίτερ Λούντβιχ, πρόεδρος της Επιτροπής Φαρμάκων του Γερμανικού Ιατρικού Συλλόγου. Σύμφωνα επίσης με το γερμανικό ινστιτούτο, μόλις το 15% των φαρμάκων που φτάνουν σε φαρμακεία λαμβάνεται υπόψη για τη συγκεκριμένη καταγραφή.
Επίσης οι ελλείψεις στην τροφοδότηση της αγοράς με φάρμακα, δεν σημαίνει πάντα ότι δεν χορηγούνται άλλα, εναλλακτικά φάρματα που αφορούν τις ίδιες ασθένειες.
Πάντως για τους φαρμακοποιούς ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην καθημερινότητα του επαγγέλματός τους είναι η δυσκολία να προμηθευτούν συγκεκριμένα φάρμακα λόγω ελλείψεων.
Πολλοί φαρμακοποιοί, όπως η Αντρέα Λίκβεγκ από το νοσοκομειακό φαρμακείο της Πανεπιστημιακής Κλινικής της Κολωνίας, αναγκάζονται να βρουν εναλλακτικούς τρόπους για να προμηθευτούν φάρμακα με παρόμοια δράση, είτε από Γερμανία είτε από το εξωτερικό.
Η ίδια μάλιστα έχει κάνει δική της λίστα με ελλείψεις φαρμακευτικών ουσιών, μιας και θεωρεί ότι η ήδη υπάρχουσα λίστα του BfArM δεν είναι πλήρης.
Πού οφείλονται οι ελλείψεις;
Οι αιτίες είναι πολλές και περίπλοκες. Όπως επισημαίνει ο Βολφ-Ντίτερ Λούντβιχ, πολλές βασικές πρώτες ύλες για φάρμακα δεν παράγονται πλέον στην Ευρώπη αλλά σε χώρες όπως η Ινδία ή η Κίνα.
Επιπλέον, υπάρχουν συχνά μονοπώλια μιας ή δύο εταιρειών στην αγορά φαρμάκων. «Τότε αν συμβεί κάτι και κλείσει ένα εργοστάσιο, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα» αναφέρει ο ίδιος.
Επίσης η σύνθετη διαδικασία παραγωγής φαρμάκων, με μεσάζοντες σε διάφορες χώρες, έχει συνέπειες στο κόστος των φαρμάκων.
Τέλος, μεγάλη είναι η πίεση που ασκείται στην αγορά φαρμάκου από τα γενόσημα φάρμακα που διατίθενται σε χαμηλότερο κόστος, οδηγώντας ορισμένες φαρμακοβιομηχανίες ακόμη και σε κατάρρευση.
Το όλο σύστημα παραγωγής και διάθεσης φαρμάκων είναι, λοιπόν, εξαιρετικά περίπλοκο και οποιαδήποτε αλλαγή δημιουργεί κλυδωνισμούς.
Για παράδειγμα η μειωμένη παραγωγή, οι καθυστερήσεις σε προμηθευτές, ποιοτικά προβλήματα, αποτυχίες στην παραγωγή, εργατικά ατυχήματα ή ακόμη και φυσικές καταστροφές μπορούν να επηρεάσουν την αλυσίδα στον χώρο του φαρμάκου.
Όπως και η ξαφνική αύξηση της ζήτησης για ένα φάρμακο πχ. λόγω επιδημίας. Αλλά υπάρχουν λύσεις; Στη Γερμανία ο υπουργός Υγείας Γενς Σπαν ζητά περισσότερη διαφάνεια μέσω της υποβολής εκθέσεων για ελλείψεις φαρμάκων και υποστηρίζει μέτρα αποθήκευσης κρίσιμων φαρμάκων.
Επίσης τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής φαρμακοβιομηχανίας. Και σε ευρωπαϊκό επίπεδο πάντως η τάση φαίνεται να είναι παρόμοια, με την Επίτροπο Υγείας Στέλλα Κυριακίδη να θέτει στο επίκεντρο τον διάλογο με τα κράτη-μέλη για το θέμα της παραγωγής περισσότερων φαρμάκων «made in Europe».