Με «σύμμαχο» το καλό όνομα που απέκτησε από την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, η Ελλάδα ρίχνεται στη μάχη της προσέλκυσης ξένων τουριστών για τη φετινή σεζόν. Από μια αισθητά μειωμένη τουριστική πίτα, η χώρα καλείται να κερδίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδια και να κρατήσει ζωντανή την «βαριά βιομηχανία της».
Η οποία συνεισφέρει περίπου το 20% του ΑΕΠ και απασχολεί χιλιάδες εργαζομένους σε όλη την επικράτεια. Παράγοντες του κλάδου επιλέγουν να κρατούν χαμηλούς τόνους, επισημαίνοντας σε κάθε ευκαιρία πως τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα και αβέβαια ενώ αποφεύγουν κατηγορηματικά να κάνουν εκτιμήσεις αφίξεων.
Οι προκλήσεις, όπως λένε, είναι πολλές καθώς πέρα από τα μέτρα ασφάλειας και την εφαρμογή των πρωτοκόλλων υπάρχει αβεβαιότητα γύρω από τις αεροπορικές πτήσεις ενώ η πανδημία του κορονοϊού εξακολουθεί να ταλανίζει βασικές αγορές όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιταλία και οι ΗΠΑ απ’ όπου αντλούμε εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο. «Τα νερά είναι αχαρτογράφητα και καλό είναι να μην μπερδεύουμε τους ευσεβείς πόθους με τις αντικειμενικές δυνατότητες του ελληνικού τουρισμού, μέσα σε μια συγκυρία χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Ακόμη και τα θαύματα θέλουν το χρόνο τους…», σημειώνει στην «Ημερησία» ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ), Αλέξανδρος Βασιλικός.
Όπως εξηγεί ο κ. Βασιλικός, «υπάρχουν πάρα πολλοί παράγοντες που θα διαμορφώσουν την όποια τουριστική κίνηση καταφέρουμε τελικά να έχουμε», τονίζοντας πως «δεν φτάνει να είμαστε εμείς σε καλή επιδημιολογική φάση, αλλά το ίδιο θα πρέπει να συμβεί και στις χώρες προέλευσης των επισκεπτών.
Όπως επίσης δεν φτάνει να ανοίξουμε τα ξενοδοχεία και να περιμένουμε, όταν είναι ακόμη θολό το τοπίο των αεροπορικών πτήσεων». Για τον έμπειρο ξενοδόχο, υπάρχει και μια ακόμη παράμετρος που θα καθορίσει τον αριθμό των επισκεπτών που θα υποδεχθούμε φέτος το καλοκαίρι.
Αυτή σχετίζεται με την ψυχολογία οικονομικής ανασφάλειας που δημιουργείται σε όλο τον κόσμο από τις προβλέψεις για παγκόσμια ύφεση, καθιστώντας άγνωστο αν υπό αυτές τις συνθήκες θα είναι προτεραιότητα οι καλοκαιρινές διακοπές.
Βέβαια, στο κάδρο παραμένει η Γερμανία, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη δεξαμενή άντλησης επισκεπτών και εσόδων. Χάρη στην σχετικά ελεγχόμενη εξέλιξη της πανδημίας και τον σχετικά χαμηλό δείκτη θανάτων ανά 100.000 άτομα, οι Γερμανοί αποτελούν μια κρυφή ελπίδα για τον ελληνικό τουρισμό, τον οποίο τιμούν κάθε χρόνο ιδιαίτερα για το προϊόν «Ήλιος και Θάλασσα».
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, την περσινή χρονιά ήρθαν στην Ελλάδα περίπου 4 εκατομμύρια Γερμανοί τουρίστες, δαπανώντας 2,9 δισ. ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, αν και το lockdown έχει αρθεί μερικώς από 20/04, εξακολουθούν να υφίστανται ταξιδιωτικοί περιορισμοί. Συνολικά, η τελική λίστα των χωρών που θα επιτρέψει η Ελλάδα την είσοδο ταξιδιωτών χωρίς καραντίνα περιλαμβάνει τις εξής 29 χώρες: Γερμανία, Ελβετία, Εσθονία, Λετονία, Λίβανος, Λιθουανία, Μάλτα, Μαυροβούνιο, Νέα Ζηλανδία, Νότια Κορέα, Σλοβενία, Φινλανδία, Κύπρος, Ισραήλ, Κίνα, Ιαπωνία, Αυστραλία, Νορβηγία, Δανία, Αυστρία, Βουλγαρία, Σερβία, Ρουμανία, Αλβανία, Σκόπια, Βοσνία, Κροατία, Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβακία και Τσεχία. Πρόκειται για χώρες με καλά επιδημιολογικά χαρακτηριστικά και ελεγχόμενη εξάπλωση του ιού.
Νέες παρεμβάσεις
Ο αριθμός των ξένων επισκεπτών και οι πληρότητες που θα έχουν τα ξενοδοχεία θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στον κλάδο όσον αφορά στην απασχόληση και την επιβίωση των επιχειρήσεων. Το σίγουρο, σύμφωνα με φορείς του τουρισμού είναι πως θα χρειαστούν πρόσθετες παρεμβάσεις για την ενίσχυση του κλάδου.
Αναγνωρίζουν πως το πακέτο μέτρων που ανακοινώθηκε αποτελεί το πρώτο βήμα για την επανεκκίνηση του τουρισμού και τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, ωστόσο θεωρούν πως θα χρειαστεί περαιτέρω εμπλουτισμός των μέτρων.
Το ζήτημα της ρευστότητας, όπως λένε, «είναι κομβικό για να μπορεί να αναπνέει το ξενοδοχείο και με τη σειρά του να δίνει ανάσα στην πραγματική οικονομία». Κομβικής σημασίας είναι και η διατήρηση του τιμολογιακού επιπέδου του ελληνικού τουρισμού.
Παρ’ ότι φαντάζει ήσσονος σημασίας σε συνθήκες μηδενικής ζήτησης, ωστόσο λογίζεται ως κάτι εξαιρετικά σημαντικό καθώς εάν πέσουν οι τιμές σήμερα θα είναι δύσκολο μετά για τα επόμενα χρόνια να επιστρέψουν στα κανονικά επίπεδα.
«Δεν τελειώνουν όλα αυτό το καλοκαίρι. Το αντίθετο. Πρέπει να έχουμε διαρκώς στο νου μας τη συνέχεια που έχουμε μπροστά μας και το πως θα τοποθετηθούμε με τους πλεονεκτικότερους όρους στην παγκόσμια τουριστική αγορά που θα ανακάμπτει το 2021», προειδοποιεί ο κ. Βασιλικός. Αυτός, συνεχίζει, είναι «και ο λόγος που έχουμε ζητήσει και συνεχίζουμε να ζητάμε ένα ανταγωνιστικότερο ΦΠΑ στο τουριστικό πακέτο.
Η επιστροφή στην τουριστική κανονικότητα θα σημαίνει και έναν ακραίο ανταγωνισμό. Δεν τρέχουμε μόνοι μας στον τουριστικό στίβο, τρέχουν και άλλοι πολλοί, οπότε είναι εξαιρετικά σημαντικό να έχουμε όπλα και δυνάμεις για να είμαστε ισχυροί και πανέτοιμοι σε αυτή την απαιτητική “κούρσα” των επόμενων χρόνων».
Προς αυτή την κατεύθυνση χαρακτηρίζεται κρίσιμο να διαφυλάξουμε το «καλό όνομα» που χτίσαμε τους τελευταίους μήνες, όταν μάλιστα για πολλά χρόνια γινόμασταν πρωτοσέλιδα για όλους τους λάθος λόγους. «Είναι πολύ θετικό το γεγονός πως καταφέραμε να κάνουμε τη διαφορά στην υγειονομική διαχείριση της πανδημίας και να αναδείξουμε την Ελλάδα της σοβαρότητας και της αποτελεσματικότητας Ακριβώς γι’ αυτό θα πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού αυτή την εικόνα της χώρας και να την κεφαλαιοποιήσουμε με σύνεση και μεσομακροπρόθεσμη στρατηγική, σε συνάρτηση με το σχέδιο για τον ελληνικό τουρισμό του 21ου αιώνα, ο οποίος θα πρέπει να είναι ταυτισμένος με την ποιότητα και την επένδυση στον άνθρωπο», καταλήγει ο πρόεδρος του ΞΕΕ.