“Διαμέρισμα ενός δωματίου, κουζίνα, μπάνιο, 40 τ.μ., προσφέρεται άμεσα προς ενοικίαση σε Γερμανό“. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκε με αυτή την αγγελία ο Χαμάντο Ντιπαμά από τη Μπουρκίνα Φάσο, που σήκωσε το ακουστικό για να πάρει τηλέφωνο πριν καν διαβάσει ολόκληρη την πρόταση μέχρι το τέλος.
Το τηλεφώνημα ήταν πολύ σύντομο. Μόλις ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας, άκουσε το όνομα του ενδιαφερόμενου, έκλεισε το τηλέφωνο.
Λίγο αργότερα ένας Γερμανός φίλος του Χαμάντο Ντιπαμά πήρε κι εκείνος τηλέφωνο, απλώς και μόνο για να δει την αντίδραση, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσει αμέσως ραντεβού για να δει το διαμέρισμα.
Παρόμοιες περιπτώσεις δεν είναι σπάνιες. Αυτό προκύτπει από πρόσφατη έρευνα του Γραφείου κατά των Διακρίσεων (Antidiskriminierungsstelle) της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η οποία βασίζεται σε προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων με μεταναστευτικό υπόβαθρο.
Περισσότεροι από ένας στους τρεις ερωτηθέντες (35% είναι το ακριβές ποσοστό) δηλώνουν ότι λόγω προέλευσης έχουν υποστεί διακρίσεις, τουλάχιστον μία φορά, στην προσπάθειά τους να νοικιάσουν διαμέρισμα στη Γερμανία.
Αυτό δεν συμβαίνει απαραίτητα από την πρώτη ανταπόκριση στην αγγελία, όπως στην περίπτωση του Χαμάντο Ντιπαμά.
Το 53% των ερωτηθέντων υποστηρίζει ότι οι πόρτες κλείνουν σε μία από τις επόμενες επαφές, ενώ ένας στους τέσσερις ισχυρίζεται ότι ο ιδιοκτήτης ζήτησε υψηλότερο ενοίκιο ή ανέβασε την τιμή πώλησης του ακινήτου μόλις πληροφορήθηκε ότι ο ενδιαφερόμενος είναι αλλοδαπός.
Οι αδυναμίες της ισχύουσας νομοθεσίας
Παρόμοιες διακρίσεις δεν επιτρέπονται, ξεκαθαρίζει ο Μπέρνχαρντ Φράνκε, επικεφαλής του Γραφείου κατά των Διακρίσεων.
“Οι διακρίσεις στην αγορά κατοικίας απαγορεύονται από τη νομοθεσία. Οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να ενημερωθούν για τα δικαιώματά τους και, ει δυνατόν, να κινηθούν νομικά“, επισημαίνει ο ίδιος, μιλώντας στην DW.
Η γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων ισχύει και για την αγορά κατοικίας. Συγκεκριμένα, η νομοθεσία απαγορεύει κάθε διάκριση με κριτήριο την ηλικία, την προέλευση, το φύλο, την κοσμοθεώρηση, τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή μία αναπηρία.
Το πρόβλημα είναι ότι, σύμφωνα πάντα με την έρευνα, το 50% των ενδιαφερομένων δεν γνωρίζει καν τη συγκεκριμένη νομοθεσία. Ακόμα λιγότεροι είναι εκείνοι που τελικά αποφασίζουν να διαμαρτυρηθούν.
“Σπάνια οι ενδιαφερόμενοι φτάνουν στη δικαιοσύνη, αλλά αυτό οφείλεται και στην ίδια τη νομοθεσία“, τονίζει ο Φράνκε. “Η γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων προβλέπει άλλωστε και πολλές εξαιρέσεις, για παράδειγμα στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης ενοικιάζει μία και μοναδική κατοικία…”
Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι που αποτρέπουν τους επίδοξους ενοικιαστές να κινηθούν νομικά, λέει στην DW o Ούλριχ Σνάιντερ, διευθυντής της Συμβουλευτικής Υπηρεσίας Κοινωνικής Πρόνοιας (Paritätischer Wohlfahrtsverband).
“Πολλοί αισθάνονται ανήμποροι απέναντι στον ιδιοκτήτη, με δεδομένη την τεράστια έλλειψη κατοικιών στη Γερμανία“, επισημαίνει. “Γι αυτό το πρόβλημα μόνο μία απλή λύση υπάρχει: χρειαζόμαστε περισσότερες κατοικίες. Αν υπήρχε μεγαλύτερη προσφορά στην αγορά, τότε θα εξαφανίζονταν και οι όποιες διακρίσεις“.
Τι λένε όμως οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες; Το 41% δηλώνει ότι θα είχε “ενδοιασμούς” να παραχωρήσει μία κατοικία προς ενοικίαση σε αλλοδαπό.
Ο Μπέρνχαρντ Φράνκε λέει ότι δεν εκπλήσσεται με το αποτέλεσμα της έρευνας, γιατί, όπως επισημαίνει, “όσο πιο κοντά στην προσωπική μας σφαίρα έρχεται ο συγχρωτισμός, τόσο εντείνονται οι ενδοιασμοί, ακόμη κι όταν υπάρχει επαρκής συνειδητοποίηση του προβλήματος“.
“Δομικός ρατσισμός” στην αγορά κατοικίας;
Από την πλευρά του ο Ούλριχ Σνάιντερ κάνει λόγο για “δομικό κοινωνικό πρόβλημα” και λέει ότι “στη Γερμανία επικρατούν σημαντικές προκαταλήψεις απέναντι σε αλλοδαπούς, άλλωστε αυτό ακριβώς είναι το δυναμικό από το οποίο αντλεί ψήφους ένα πολιτικό κόμμα όπως η AfD”.
Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, εκτιμά ο Φράνκε, απαιτείται μία ενημερωτική καμπάνια, η οποία θα πληροφορεί τους ιδιοκτήτες “για το τί επιτρέπεται και τί δεν επιτρέπεται να κάνουν”, ενώ παράλληλα θα ενημερώνει τους ενοικιαστές για τα δικαιώματά τους.
Πάντως ο Χαμάντο Ντιπαμά από τη Μπουρκίνα Φάσο γνώριζε τα δικαιώματά του και δεν δίστασε να τα διεκδικήσει. Προσέφυγε στο πρωτοδικείο του Άουγκσμπουργκ, το οποίο, τον Δεκέμβριο του 2019, τον δικαίωσε και ο ιδιοκτήτης υποχρεώθηκε να καταβάλλει αποζημίωση 1.000 ευρώ.