Η αντίδραση του Ταγίπ Ερντογάν και της κυβέρνησής του στην συνυπογραφή της ελληνο-αιγυπτιακής συμφωνίας (μερικής) οριοθέτησης θαλάσσιων δικαιοδοσιών αποπνέει πλεονεξία, αλλά και έναν ορισμένο αιφνιδιασμό.
Πλεονεξία, διότι αδυνατεί να αντιληφθεί ότι ο προαναγγελθείς ελληνο-τουρκικός διάλογος προϋπέθετε μια σχέση τυπικής ισότητας (αυτήν που επιδίωξε η Αθήνα απευθυνόμενη στην Αίγυπτο) και όχι απλή κατοχύρωση του τετελεσμένου του ευφάνταστου τουρκο-λιβυκού μνημονίου. Αλλά και αιφνιδιασμό, σαν να μην ήταν οι ελληνο-αιγυπτιακές διαπραγματεύσεις μια διαδικασία με παρελθόν, η οποία και εντατικοποιήθηκε το τελευταίο διάστημα.
Ο Τούρκος ηγέτης δεν το κρύβει ποια είναι η πηγή του αιφνιδιασμού του: είναι οι διαβεβαιώσεις που φέρεται να έλαβε από την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ κατά τη μεσολαβητική της προσπάθεια η οποία εκτόνωσε τις εντάσεις που πρόσφατα προκάλεσε η τουρκική ναυτική οδηγία για τις έρευνες του “Ορούτς Ρεϊς”.
Μεσολαβητική προσπάθεια που κεντρική της ιδέα είχε το εκατέρωθεν “πάγωμα” των ενεργειών που κινδύνευαν να κλιμακώσουν την ένταση. Προφανώς για την Αθήνα το “πάγωμα” αφορά μόνο το επιχειρησιακό πεδίο, ενώ για την Άγκυρα και το διπλωματικό.
Με αυτή την έννοια, ο μεσολαβητικός ρόλος της Μέρκελ έχει πλέον “καεί”. Στον νέο γύρο έντασης που προοιωνίζεται η απόφαση του Ταγίπ Ερντογάν να επαναλάβει τις έρευνες του “Ορούτς Ρεϊς”, με την απαραίτητη συνοδεία τουρκικών πολεμικών σκαφών, δεν είναι η καγκελάριος η οποία δύναται να ελέγξει την κατάσταση με την τηλεφωνική της διπλωματία.
Και το γεγονός αυτό φωτίζει αποκαλυπτικά την παρεμβολή των ΗΠΑ, οι οποίες ενθάρρυναν καταλυτικά την συνυπογραφή της ελληνο-αιγυπτιακής συμφωνίας, όπως αποκαλύπτει η παραδοχή του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια ότι ούτε ο ίδιος δεν γνώριζε μεταβαίνοντας στο Κάιρο ότι τα πράγματα θα οδηγηθούν σε αίσια κατάληξη, την οποία επιτάχυνε το τηλεφώνημα του επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μάικλ Πομπέο προς τους Αιγύπτιους οικοδεσπότες.
Χρειάζεται ένας νέος γύρος έντασης για να επιβεβαιωθεί η αλλαγή “διαιτητή” – από την φιλόδοξη όσο και άτολμη Γερμανία στην περισσότερο ασκημένο σε αυτό τον ρόλο για την περιοχή μας Αμερική;
Ίσως αυτό να εξηγεί και την αμφίσημη πρώτη αντίδραση του Ύπατου Εκπροσώπου της Ε.Ε. Ζοζέπ Μπορέλ στο άκουσμα της συνυπογραφής της ελληνο-αιγυπτιακής συμφωνίας, ο οποίος, ενώπιον του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ανέφερε ότι η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο απαιτεί “σταθερή αποκλιμάκωση, συγκεκριμένη δράση και εργασία με καλή πίστη, σύμφωνα με τη διεθνή νομιμότητα”, καθώς και την αποφυγή μονομερών κινήσεων. Σε κατοπινή δήλωσή του πάντως ήταν σαφέστερος αναφέροντας ότι “τα θαλάσσια όρια πρέπει να καθοριστούν μέσω διαλόγου και διαπραγματεύσεων, όχι μέσω μονομερών δράσεων και κινητοποίησης ναυτικών δυνάμεων”.
Σε κάθε περίπτωση, η παρεμβολή Πομπέο δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα μιας μονοσήμαντης αντιπαλότητας προς την Τουρκία. Σε μία συγκυρία κατά την οποία, όπως το δείχνει και η αποσταθεροποίηση του Λιβάνου, κλιμακώνεται η αντιπαράθεση της Δύσης με τις δυνάμεις τόσο του αυτοαποκαλούμενου “άξονα της Αντίστασης” (Ιράν-Συρία-Χεζμπολλάχ) όσο και της “ευρασιατικής ολοκλήρωσης” (η Κίνα είχε δείξει ενδιαφέρον να επενδύσει στο λιμάνι της Βηρυτού και συνολικά στη χώρα ως φυσική έξοδο της “οδού του μεταξιού”) οι γεωπολιτικές “μετοχές” της Άγκυρας ανεβαίνουν και τα σημεία επαφής με την υπερατλαντική υπερδύναμη πληθαίνουν. Απλώς, η οποία προσέγγιση θα πρέπει να “πλαισιωθεί” κατά τη Ουάσιγκτον, ιδίως προκειμένου περί ενός εταίρου τόσο “δύσκολου” όπως ο Ερντογάν) και από μοχλούς πίεσης και ελέγχου, τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο.