Με αφορμή την έκθεση Παραδοσιακών φορεσιών που διοργανώνει και παρουσιάζει ο Σύλλογος Ποντίων Μονάχου, ετοιμάσαμε ένα αφιέρωμα στη ποντιακή φορεσιά, παρουσιάζοντας τα μέρη από τα οποία αποτελείται.
Αν επιθυμείτε να δείτε περισσότερα η έκθεση θα διαρκέσει από τις 9 Φεβρουαρίου έως τις 22 του ίδιου μήνα, μια έκθεση που δεν πρέπει να χάσετε.
Ο Σύλλογος Ποντίων Μονάχου στη συνεχή προσπάθειά του να τιμήσει τις παραδόσεις των προγόνων του και να τις προωθήσει στο γερμανικό κοινό, οργανώνει πολυήμερη έκθεση παραδοσιακής φορεσιάς από τις 9 έως τις 22 Φεβρουαρίου, στο Πνευματικό Κέντρο «Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος» του Ιερού Ναού των Αγίων Πάντων.
Η έκθεση ανοίγει για το κοινό το Σάββατο 9 Φεβρουαρίου στις 18:00 με εισήγηση του Δρ. Ιωάννη Αμαραντίδη με θέμα: «Οι ενδυμασίες των Ελλήνων του Πόντου στον 20ό αιώνα» και της κυρίας Ελένης Σαββίδου σχετικά με την ζιπούνα, τη γυναικεία παραδοσιακή ποντιακή φορεσιά μέσα από καταγραφές προσφύγων πρώτης γενιάς. Και οι δύο ομιλητές έρχονται από την Ελλάδα γι’ αυτό τον σκοπό.
Τη επόμενη μέρα, την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου, στις 15:00 θα επαναληφθούν οι εισηγήσεις στην γερμανική γλώσσα, για το γερμανικό κοινό.
Η έκθεση θα είναι ανοιχτή καθημερινά από τις 10:00 έως τις 12:00 και από τις 17:00 έως τις 20:00.
Επίσης αξίζει να αναφερθεί ότι ο σύλλογος Ποντίων Μονάχου δημιούργησε φέτος και ένα ημερολόγιο με θέμα τις παραδοσιακές φορεσιές.
Στις παρακάτω φωτογραφίες, ο κύριος Λάκης και η κυρία Αλεξάνδρα Σπυριδωνίδη, αγαπητά πρόσωπα της πρώτης γενιάς της ποντιακής παροικίας του Μονάχου, ποζάρουν περήφανα για το ημερολόγιο, φορώντας τις παραδοσιακές φορεσιές τους.
Η γυναικεία Ποντιακή Φορεσιά
Η ορολογία που καθιερώνει όλη την γυναικεία ποντιακή φορεσιά είναι το χαρακτηριστικό της ένδυμα η “Ζιπούνα ή Ζουπούνα”. Την γυναικεία φορεσιά την συναντάμε σε διάφορες περιοχές του πόντου διαφοροποιημένη, είτε λόγω κοινωνικής θέσης της κάθε γυναίκας (ή ηλικία της), είτε λόγω κλιματολογικών συνθηκών, ή ακόμα και λόγω των πολλών ποικιλιών των υφασμάτων και των χρωμάτων.
Ζιπούνα ή Ζουπούνα
Η ζιπούνα είναι ένα μακρύ ευρύχωρο ριχτό φόρεμα με φαρδιά μανίκια, που άρχιζε από τους ώμους και κατέβαινε ως τους αστραγάλους. Μπροστά έκλεινε με κουμπιά από πάνω μέχρι την μέση. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν:
Μεταξωτό μπροκάρ, του οποίου η ύφανση είχε ένα λουλούδι σε διάφορα χρώματα.
Μεταξωτό ταφτά (μονόχρωμο ύφασμα).
Ταφτά σανσάν (ύφασμα που κάνει διάφορα χρώματα).
Σουά σοβάζ (άγριο μετάξι “κρουστό”).
Ριγωτό ύφασμα σε διάφορα χρώματα βαμβακομέταξα.
Ριγωτό υφαντό (βαμβάκι-μαλί).
Το εσωτερικό της ζιπούνας είναι φοδραρισμένο με κάποτο (άσπρο βαμβακερό ύφασμα. Τα τελειώματα (γιακάς, μανίκια) και περιμετρικά του φορέματος είναι κεντημένα με χρυσή ή ασημένια ή υφαντή κλωστή. Στον δυτικό πόντο συναντάμε ζιπούνες χωρίς κουμπιά με βαθύ άνοιγμα στο στήθος και ανοίγματα στα πλάγια.
Σαλβάρ ή Σαρβάλ
Φαρδιά βράκα, που ξεκινούσε από την μέση και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Στο κάτω μέρος δένονταν με κορδόνια τα μπατζαγοδέματα. Κατασκευαζόταν από ύφασμα μάλλινο ή βαμβακερό ή φανέλα ή μεταξωτό, το εσωτερικό ήταν φοδραρισμένο με λευκό ή σκούρο κάποτο ή χασέ. Στηριζόταν με το βρακοζών’ και σχημάτιζε πτυχές δίνοντας ένα καλοφτιαγμένο στήσιμο στην ζιπούνα.
Καμίς & Σπαρέλ ή Σπαλέρ
Το καμίς είναι πουκάμισο που συνόδευε την επίσημη ενδυμασία, το χρώμα ήταν λευκό ή εκρού και το ύφασμα μετάξι , ραμμένο με δαντέλα, στα τελειώματα του ρούχου (μανίκι και γιακά). Στα χωριά οι γυναίκες κάτω από την ζιπούνα αντί για καμίς φορούσαν το σπαρέλ (τετράγωνο ύφασμα που δενόταν στο λαιμό και τα πλαϊνά της σπάλας). Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή του σπαρέλ ήταν μονόχρωμα ριγωτά, μεταξωτά ή βελούδα και ήταν φοδραρισμένα με κάποτο ή χασέ και έχουν κέντημα γύρω από τον λαιμό.
Εσώρουχο
Το γυναικείο εσώρουχο το λέγανε το “βρακίν”, το μήκος του έφτανε λίγο κάτω από το γόνατο και είχε στην άκρη γαϊτάνι από βαμβάκι και με αυτό δενόταν στο κάθε πόδι. Τα εσώρουχα στον πόντο τα έφτιαχναν από λευκό χασέ ή σκούρα βαμβακοφανέλα ,και λινό. Για τα νυφιάτικα εσώρουχα χρησιμοποιούσαν κοφτό χασέ με αζούρι σε διάφορα σχέδια, μεταξωτή και βαμβακερή δαντέλα και το τσελβόλ κεντημένο στο στήθος με κλωστές σε κόκκινες αποχρώσεις.
Τάπλα ή Τεπελίκ ή Τεπελίκι
Καπελάκι που κοσμούσε το γυναικείο κεφάλι. Πήρε την ονομασία από την λέξη “τεπε” που σημαίνει κορυφή. Το κατασκευάζουν εσωτερικά από σκληρό χαρτί (χαρτόνι) και εξωτερικά από τσόχα, σκληρό κάποτο ή βελούδο. Ημικυκλικά περνούσαν χοντρό χαρτί ενός εκατοστού και πάνω σε αυτό έραβαν μία ή δύο σειρές φλουριά Κωνσταντινάτα.
Το πάνω μέρος το κάλυπταν με μέταλλο σφυρήλατο σε διάφορα σχέδια ή το κεντούσαν. Στο πλάι υπήρχαν δύο κορδέλες για να το δένουν στο κεφάλι. Σε ορισμένες περιοχές (π.χ. κάρς) το τεπελίκ που φορούσαν κάλυπτε όλη την περίμετρο της κεφαλής Υπήρχαν τεπελίκια που στην κορυφή αντί για μέταλλο κεντούσαν χρυσό κορδόνι και το έλεγαν “τάπλα κουρσίν”.
Καμαρωτέρ ή Καμαρα ή Βαλά
Ήταν το νυφικό πέπλο με όλα τα στολίδια και τα κοσμήματα που το συνόδευαν, φοριόταν μόνο στον γάμο. Κάλυπτε εκτός από το κεφάλι , το στήθος και την πλάτη μέχρι την μέση ή όλο το σώμα.Το βαλά το φορούσαν οι νύφες στην περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν. Σε άλλες περιοχές του πόντου η βαλά σκέπαζε ολόκληρο το σώμα της νύφης μπρός και πίσω ως την μέση. Συνήθως κατασκευαζόταν από κίτρινο μεταξωτό ύφασμα.
Το Πουλούν ή Πουρλούν
Είναι ένα πολύ λεπτό κάλυμμα, χρώματος κόκκινο ή πράσινο, που το φορούσε στο κεφάλι η νύφη μετά την στέψη. Σε ορισμένα μέρη του πόντου αντικαθιστούσε το καμαρωτέρ
Το Σαλ
Μάλλινο τετράγωνο ύφασμα μονόχρωμο που σκέπαζε το κεφάλι, την πλάτη, τους ώμους και το στήθος. Το χρησιμοποιούσαν οι μεσήλικες και οι γριές, όταν πήγαιναν εκκλησία, ή όταν πήγαιναν για ψώνια ή όταν πήγαιναν επισκέψεις στην διάρκεια του χειμώνα.
Λετζέκ
Είναι μαντήλα τετράγωνη που διπλωνόταν στην μέση. Είχε διαστάσεις 1.20μ. επί 1.20μ. Το λετζέκ που φορούσαν οι νέες είχε χρώμα κοκκινοκίτρινο με κοκκινωπά λουλούδια,περιμετρικά ήταν πλεγμένο γαϊτάνι ή δαντέλα χειροποίητη. Οι ηλικιωμένες και οι χήρες φορούσαν σκούρα χρώματα. Το ύφασμα ήταν βαμβακερό ή λινάτσα ή καμβά. Το λετζέκ φοριόταν τριγωνικά στο κεφάλι πάνω από το τεπελίκι ή χωρίς αυτό, το πρόσφεραν οι συγγενείς της νύφης πριν από τον γάμο.
Υπήρχε και το μαντήλι καθημερινής χρήσης που το φορούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του ορεινού πόντου, οι διαστάσεις του ήταν 1επί 1 και το έλεγαν τσίτι ή κατσοδέτρα.
Τα συγκεκριμένα μαντήλια ήταν μονόχρωμα σκούρα ή με ανοιχτή απόχρωση, το ύφασμα ήταν τσελβόλ ή λινό. Στην περιοχή τις Τόγιας ήταν άσπρα και μαύρα. Στην Σάντα τα χρώματα ήταν μαύρο με λουλούδια σε έντονους χρωματισμούς. Στην Νικόπολη ήταν το σκούρο μπλε το σκούρο καφέ και το μαύρο. Στον Δυτικό Πόντο συναντάμε μαντήλια σε άσπρο, σε μπεζ και σε κόκκινο χρώμα.
Λαχόρ’
Τετράγωνο υφαντό ζωνάρι από αργαλειό, που το δίπλωναν οι γυναίκες τριγωνικά, δένοντάς το στην μέση πάνω από την ζιπούνα . Τα χρώματα είναι έντονα ζωηρά βαμμένα με φυτικές βαφές του σοφράν της παπαρούνας και του κάστανου. Το λαχόρ έχει μήκος 1,10μ. και φάρδος 1μ.
Για να στερεωθεί το λαχόρ στην μέση το έδεναν με μια στενή κεντημένη λουρίδα, η οποία είχε στις άκρες φούντες, που τις έλεγαν τσαγούνα, κάθετα στις δύο άκρες υπήρχαν κρόσσια. Το όνομα εικάζεται ότι το πήρε από την πόλη Λαχόρι του Πακιστάν, απ’ όπου τέτοια υφάσματα έφταναν στον πόντο με καράβια. Υπήρχαν και άλλα ζωνάρια όπως:
- Η Κοκνέτσα, είναι υφαντό από άγριο μαλλί και βαμβάκι. Είχε μήκος 1.25μ. πλάτος 0,90 εκ. και το χρώμα του ήταν προς το κεραμιδί. Την κοκνέτσα την φορούσαν συνήθως οι γυναίκες στα χωριά πάνω από την ζιπούνα, από την μέση ως τις γάμπες.
- Tο Ταραπολούζ, γυναικείο μεταξωτό ζωνάρι το οποίο οι γυναίκες το συνδύαζαν με το επίσημο ένδυμα. Τα χρώματα του ήταν έντονα ζωηρά στις αποχρώσεις του κίτρινου, του κεραμιδή του πράσινου του μπλε και του μπεζ. Το μήκος του 1.40μ. το φάρδος του 0,35εκ. και στις άκρες του σχημάτιζε κλεμία με πισκούλια μικρά.
- Tο Φοτά ή Πεσταμπάλ, είναι ένα είδος ποδιάς που το φορούσαν οι νέες κοπέλες σε διάφορους χρωματισμούς, ενώ οι μεγάλες γυναίκες άνω των 50 ετών συνήθως σε μαύρο χρώμα. Το ύφασμα είναι από μετάξι και υφαντή, ενώ το φάρδος είναι 1.20μ. το μήκος 0,85εκ., ήταν δίχρωμο με κάθετες ραβδώσεις, και δενόταν στην μέση με λωρίδες τα φοτοδέμα.
Κατιφέ
Είναι βελούδινο ζακέτο, το μάκρος του ξεκινάει από τον ώμο και καταλήγει στην μέση. Ήταν κεντημένο στο λαιμό στην μέση, στο στήθος και τα μανίκια με χρυσό σιρίτι. Το φάρδος του κεντήματος ήταν 5εκ.Το κατιφέ το σχεδίαζαν και κεντούσαν ειδική ράφτες. Υπήρχε αυτό το κέντημα στην νυφική ενδυμασία αλλά και στην ενδυμασία νεαρών κοριτσιών. Άλλο γυναικείο πανωφόρι ήταν το κοντογούνι , βελούδινο ύφασμα όπου γύρω από το λαιμό στόλιζαν το κοντογούνι με γούνα αλεπούς.
Είχε δύο μεγέθη ,το ένα ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στην μέση και το άλλο ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στους γοφούς. Υπήρχε ακόμη το μακρυγούνι επίσημο ένδυμα σαν παλτό. Το ύφασμα ήταν μάλλινο (Τσόχα ή κασμίρ). Το μήκος ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέληγε στους αστραγάλους. Η επένδυση εσωτερικά ήταν από γούνα αρκούδας και εξωτερικά χρησιμοποιούσαν γούνα αλεπούς, κάθετα στα δύο ανοίγματα εμπρός. Υπήρχαν και άλλα πανωφόρια το λίπατε παλτό καθημερινής χρήσης.
Το σαλ ήταν το σάλι που έβαζαν στους ώμους οι γυναίκες το οποίο έφτιαχναν οι ίδιες από μαλλί κατσίκας. Υπήρχε και η Τσόχα πανωφόρι καθημερινής χρήσης. Υπήρχε ανδρική και γυναικεία. Η τσόχα ήταν συνήθως χωρίς επένδυση και την κατασκεύαζαν από χοντρό μάλλινο ύφασμα. Η γυναικεία τσόχα ήταν σε δύο τύπους, στην μία περίπτωση το μάκρος ήταν μέχρι τους γοφούς και στην άλλη το μάκρος έφτανε στην μέση της γάμπας, κούμπωνε στο πλάι.
Κόσμημα
Γκιορντάν ή γιορτάνι: Χρυσά φλουριά Κωνσταντινάτα με τρείς ή τέσσερις σειρές. Τα φλουριά ήταν περασμένα σε αλυσίδες ή ήταν κεντημένα σε ύφασμα και τα φορούσαν ημικυκλικά στον λαιμό ή τριγωνικά στο στήθος.
Τα πεντόλιρα: Η αξία τους ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από την αξία τις Τούρκικης λύρας. Τα χάριζαν οι πεθερές στις νύφες την ημέρα του γάμου. Τα φορούσαν στον λαιμό με διπλή αλυσίδα (κοχλίδ).
Σαμσάδες ή Σεπσέδες: Έτσι ονόμαζαν τα Κωνσταντινάτα φλουριά τα οποία κρεμούσαν σε αλυσίδες. Στον Δυτικό Πόντο τα έπλεκαν τα κορίτσια στις πλεξούδες.
Καρδίτσας: Έτσι ονόμαζαν τα σκουλαρίκια ή τα μενταγιόν που είχαν σχήμα καρδιάς. Στο κέντρο υπήρχε πέτρα σε διάφορα χρώματα. Ήταν φτιαγμένα από χρυσό 24 Καρατίων και τα φορούσαν νέα κορίτσια.
Περιλαίμια: Τα κατασκεύαζαν από ασήμι σε διάφορα σχέδια. Για τον λαιμό είχαν ασημένιο περιδέραιο με σχέδιο τον Άγιο Γεώργιο. Στα τελειώματα είχαν ασημένια αλυσίδα με φυλλαράκια. Στην περιοχή της Τραπεζούντας τα ονόμαζαν πογασκεστί.
Πέρλες και μαργαριτάρια: Υπήρχαν σε διάφορα μεγέθη και μήκη. Τα περνούσαν 3 ή 4 φορές στον λαιμό.
Χασίρ ή χαστρί: Χειροποίητο κόσμημα σε βυζαντινή μορφή για τον λαιμό και το χέρι. Το κατασκεύαζαν από σύρμα χρυσό ή ασημένιο. Κούμπωνε με συρταράκι. Στην μία άκρη έχει μία αγκράφα που οι γυναίκες χάραζαν το μονόγραμμά τους.
Ώρα ή Σαάτ: Ρολόι με μακριά ασημένια αλυσίδα.
Υποδήματα
Τα γυναικεία παπούτσια είναι σε μαύρο χρώμα με λουράκι που κουμπώνει στο πλάι.
Ναλία: Είναι τσόκαρα από ξύλο βερνικωμένο με διάφορα σχέδια στο εσωτερικό και ένα δερμάτινο λουρί επάνω.
Κουντούρας: Είναι παπούτσι με τακούνι. Κατασκευάζονταν από Ευρωπαϊκό δέρμα ,το επάνω μέρος τους ήταν από μαύρο δέρμα και σκέπαζε όλο το πάνω μέρος του ποδιού. Ήταν χαμηλά και το ύψος του παπουτσιού έφτανε μέχρι τον αστράγαλο ή και λίγο πιο ψηλά και λέγονταν καλοσλία.
Η Ανδρική Ποντιακή Φορεσιά
Η ανδρική παραδοσιακή φορεσιά πήρε το όνομα από το παντελόνι με τα στενά σκέλια και την φαρδιά σούρα, το οποίο ονομαζόταν Ζίπκα. Γι’ αυτό με τον όρο “Ζίπκα” εννοούμε ολόκληρη την ποντιακή ανδρική ενδυμασία, που περιλαμβάνει γιλέκο, σακάκι, ζωνάρι, κουκούλα, τσάπουλας και μέστια. Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της ανδρικής ενδυμασίας ήταν τσόχα ή βαμβακερό ύφασμα ή λινό ή κασμίρ, ενώ τα πιο συνηθισμένα χρώματα ήταν το μαύρο, το καφέ, και το μπλε.
Ζίπκα
Είναι ένα είδος παντελονιού που ξεκινούσε από την μέση και κατέληγε στους αστραγάλους. Μπροστά δεν είχε άνοιγμα και δενόταν στην μέση με βρακοζώνα. Η ζίπκα ήταν αρκετά πλατιά και σχημάτιζε εμπρός και πίσω πολλές πτυχές και πιέτες, σταδιακά στένευε μέχρι τα γόνατα, ενώ από εκεί και κάτω στένευε τόσο όσο να περνούν μόνο τα πόδια. Εσωτερικά είναι επενδυμένη με κάποτο σε σκούρο χρώμα.
Καμίσ’
Ανδρική πουκαμίσα φτιαγμένη από άσπρο λινό πανί. Ο γιακάς ήταν στενός (παπαδίστικος) και τα μανίκια φαρδιά και καταλήγουν στους καρπούς δίχως κουμπιά στις άκρες. Ήταν βασικό ρούχο στην ποντιακή ενδυμασία.
Γελέκ’
Γιλέκο από βαμβακερό πικέ ύφασμα ή τσόχα και φοδραρισμένο με άσπρο πανί. Το μήκος ξεκινούσε από τους ώμους ως την μέση.
Είχε δύο τσέπες, μία δεξιά και μία αριστερά κάτω από το στήθος.
Τα κουμπιά ήταν βαμβακερά ή μεταλλικά.
Πασλίκ’ ή Πασλούκ’ ή Πασλούχ’
Είναι το ανδρικό κάλυμμα του κεφαλιού, κατασκευασμένο από το ίδιο ύφασμα και χρώμα με την ζίπκα. Έχει σχήμα κώνου, με μεγάλο πλάτος στην βάση του και δύο μακριές λωρίδες φοδραρισμένες όπου δένονται στο πίσω μέρος του κεφαλιού ή στην αριστερή πλευρά.
Το μήκος είναι 2 μέτρα με τις λωρίδες δεξιά και αριστερά, και το φάρδος είναι 0,30 εκ. Η κορυφή σχηματίζει μύτη και είναι ραμμένο ένα κορδόνι με φούντα.
Το σώβρακο
Κατασκευαζόταν με το ίδιο ύφασμα με το καμίσ’. Ξεκινούσε από την μέση και κατέληγε στον αστράγαλο. Ήταν φαρδύ μέχρι τα γόνατα και μετά στένευε. Στο σώμα δενόταν με το βρακοζών’ (υφασμάτινη μακριά λωρίδα) και στα πόδια με λινές κορδέλες τα μπατζακοδέματα.
Τα γαμπριάτικα εσώρουχα ήταν φτιαγμένα από άσπρο και εκρού λινό. Οι άντρες μεγάλης ηλικίας φορούσαν εσώρουχα σε σκούρο χρώμα βαμβακοφανέλα.
Ανδρική ζιπούνα ή Αμπάς ή Αντερίν
Ανδρικό σακάκι που αποτελούσε με το γιλέκο και την ζίπκα την ανδρική φορεσιά. Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της ζιπούνας ήταν από τσόχα ή βαμβακερό ύφασμα ή κασμίρι, σε διάφορα χρώματα. Η ζιπούνα άρχιζε από τον λαιμό και έφτανε ως την μέση, ενώ τα μανίκια ήταν μακριά και στις άκρες ήταν σχιστά. Το ένα είδος ήταν η σταυρωτή ζιπούνα (καβουσμαλή).
Ο γιακάς ήταν στενός και είχε διπλό στήθος που άλλοτε κούμπωνε δεξιά και άλλοτε αριστερά, ενώ τα κουμπιά ήταν βαμβακερά. Η ζιπούνα αυτή φοριόταν πάνω από το πουκάμισο. Το δεύτερο είδος της ζιπούνας διέφερε από το πρώτο, γιατί είχε το στήθος ανοιχτό από το λαιμό μέχρι κάτω, αλλά το άνοιγμα αυτό σταδιακά στένευε, λίγο πάνω από τον αφαλό και κούμπωναν οι δύο πλευρές με βαμβακερά κουμπιά. Αυτό το είδος ζιπούνας φοριόταν πάνω από το γιλέκο.
Η ζιπούνα είχε τσέπη στο εξωτερικό της δεξιάς τσέπης. Την ανδρική ζιπούνα την συναντάμε με διαφορετικά σχέδια σε όλον τον Πόντο.
Τσοχάν ή Γιαμαρλούκ
Έτσι ονομάζεται το μαύρο ανδρικό πανωφόρι. Το ύφασμα που χρησιμοποιούν για το ράψιμο είναι μάλλινο. Το συναντάμε σε τρία μάκρη. Στην μία περίπτωση ξεκινάει από τους ώμους και καταλήγει στην μέση και κουμπώνει μπροστά.
Στην δεύτερη περίπτωση ξεκινάει από τους ώμους και καταλήγει στους γοφούς και στην τρίτη περίπτωση ξεκινάει από τους ώμους και καταλήγει στο μπούτι. Έχει δύο τσέπες μία δεξιά και μία αριστερά και κουμπώνει μπροστά.
Κοφτάν
Πανωφόρι που το φορούσαν οι προεστοί. Το μάκρος ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στα γόνατα. Το ύφασμα ήταν από μπροκάρ μεταξωτό, και κούμπωνε με κουμπιά χρυσοποίκιλα ή μεταλλικά από δεξιά προς τα αριστερά. Ο γιακάς και οι μανσέτες ήταν κεντημένα με χρυσό κορδόνι. Έχει κοινά στοιχεία με το τσάρικο σακάκι και με τον βυζαντινό μανδύα.
Ταραπουλούζ ή Τροπολόζ
Μεταξωτό ζωνάρι με κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις. Το μήκος του ταραπουλούζ φθάνει τα 6 μέτρα και το φάρδος του 0,40 εκ. Στις άκρες του ζωναριού έραβαν φούντες με κρόσσια από το ίδιο ύφασμα και δένεται πάνω από την ζίπκα. Τα χρώματα είναι έντονα, ζωηρά, όπως το βυσσινί, το μπεζ, το μπλε, το πράσινο και το κίτρινο.
Κουσάκ
Είδος ζωναριού που κατασκευαζόταν από μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα. Το φορούσαν οι άνδρες στην καθημερινή τους φορεσιά και είχε διάφορα χρώματα. Το μήκος του ζωναριού ήταν 4 μέτρα και το φάρδος του 0,30 εκ.
Σελαχίν ή Σελαχλίκ ή Σελαχλούκ
Δερμάτινη ζώνη που έμπαινε πάνω από το ταραπουλούζ. Το κατασκευάζανε με τρείς σειρές δέρμα στο οποίο έδιναν διάφορους χρωματισμούς από καφέ ανοιχτό έως καφέ σκούρο και μαύρο. Ήταν ειδικά φτιαγμένο για να στερεώνεται το καρακουλάκ ή γαμέ ή κάμα (μεγάλο μαχαίρι), το καπνοσάκουλο , η τάπαντζαν ή λιβέρ ή χτυπετέρ (πιστόλι), και διάφορα προσωπικά αντικείμενα.
Κάμα
Είδος σπαθιού, γυριστό λίγο στην μέση, με ανάλογο θηκάρι. Η λαβή του είχε δύο αυτιά κοκάλινα. Με την κάμα σε ορισμένες περιοχές του πόντου έκαναν διάφορες φιγούρες στον χορό “Σέρρα”. Στην περιοχή της Σάντας την κάμα την έλεγαν γάμα ή γαμά.
Εγκόλπιο ή Κόλπος
Είναι κόσμημα παραλληλόγραμμο, διπλής όψεως από μαλακό επάργυρο ή ασήμι, και σκαλισμένο στο χέρι. Στην μία πλευρά είχε τον Άγιο Γεώργιο και στην άλλη κλαδί αμπέλου. Επάνω είχε συρταράκι που ανοιγόκλεινε. Στο εσωτερικό μέρος από το εγκόλπιο ήταν τοποθετημένο τίμιο ξύλο από τους Άγιους Τόπους. Στις δύο άκρες δενόταν η ασημένια αλυσίδα που είχε μήκος 1.80 μέτρα. Το φορούσαν οι άνδρες σταυρωτά από το μέρος της καρδιάς.
Φυλαχτόν ή Τάμα
Τριγωνικό κόσμημα διπλής όψεως από μαλακό επάργυρο ή ασήμι. Η μία πλευρά ήταν χαραγμένη με διάφορα ψυχεδελικά σχέδια. Επάνω είχε συρταράκι που ανοιγόκλεινε και μέσα είχε τίμιο ξύλο. Στις δύο άκρες ήταν δεμένο με αλυσίδα 0.40 εκ. και το φορούσαν οι άνδρες στο στήθος .
Ώρα ή Σαατ ή Κιοτσέκ
Κιοτσέκ είναι η χρυσή, επίχρυση, αργυρή αλυσίδα που κρέμεται το ρολόι και έχει μήκος 2 μέτρα. Την αλυσίδα την συγκρατεί ο “αλεπός”, τριγωνικό αξεσουάρ που ρυθμίζει το ύψος της. Την ώρα με το κιοτσέκ οι άνδρες το έβαζαν στην δεξιά τσέπη του γιλέκου τους, ενώ οι γυναίκες το τοποθετούσαν επάνω στο λαχόρ τους.
Κεντήλ
Αξεσουάρ το οποίο φορούσαν οι άνδρες στο δεξί μπράτσο, πάνω από την ανδρική ζιπούνα (σακάκι). Το κεντήλ ήταν υφασμάτινο κεντημένο με χρυσό κορδόνι ή πλεγμένο με χρυσό σύρμα.
Τσάπουλας
Ανδρικά υποδήματα με σκληρό δέρμα και οι μύτες των παπουτσιών μυτερές και λίγο γυριστά προς τα πάνω. Το δέρμα από τις σόλες είναι πολύ σκληρό και έχει πάχος μισό εκατοστό, ενώ το τακούνι 1,5 εκ. Το χρώμα είναι μαύρο ή καφέ σκούρο. Τα φορούσαν κυρίως , οι νέοι και περισσότερο οι χορευτές επειδή ήταν ελαφριά.
Γεμένια
Ανδρικά παπούτσια κατασκευασμένα από δέρμα κατσικιού. Ήταν χαμηλά, χωρίς τακούνι και ήθελε καλό τεχνίτη για να τα φτιάξει, τον τεχνίτη αυτόν τον έλεγαν “γεμενετζή”. Ήταν μαλακά παπούτσια με γυριστές μύτες και το ύψος των παπουτσιών έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Τα φορούσαν με την ζίπκα σε συνδυασμό με τα ΄΄μέστια΄΄(περικνημίδες), και το χρώμα τους είναι μαύρο.
Μέστια (περικνημίδες)
Ήταν κατασκευασμένες από πολύ μαλακό δέρμα και κάλυπταν τις γάμπες. Το ύψος τους ξεκινούσε από τον αστράγαλο και κατέληγε στο γόνατο. Τα μέστια τα φορούσαν σε συνδυασμό με τα τσάπουλας ή τα γεμένια .
Ρώσικες μπότες ή Πότας
Οι πόντιοι τα αποκαλούσαν τα “πότας” μετά την έλευση του ρώσικου στρατού στην Τραπεζούντα (Πόντος) το 1914-1918.
Οι Έλληνες τις περιοχής τα φόρεσαν και αντικατέστησαν τα τσάπουλας σε μεγάλο βαθμό. Ήταν μονοκόμματα υποδήματα κατασκευασμένα από μαλακό δέρμα. Μπροστά σχημάτιζαν μυτερό ημικύκλιο, οι σόλες ήταν από σκληρό δέρμα μισό εκατοστό, ενώ τα τακούνια ένα εκατοστό. Το ύψος της μπότας έφτανε μέχρι το γόνατο. Στο εσωτερικό της μπότας είχε φερμουάρ και τα χρώματα ήταν συνήθως μαύρο, γκρι, και καφέ σκούρο.
Τσαρούχ (τσαρούχια)
Ήταν κατασκευασμένα από δέρμα γουρουνιού, και δεν είχαν σόλα. Τα φορούσαν πάνω από πλεχτές κάλτσες. Δεξιά και αριστερά στο ύψος τις φτέρνας είχε τρύπες, περνούσαν κορδόνι δερμάτινο και τα έδεναν σταυρωτά στην μέση της γάμπας. Τα τσαρούχια τα φορούσαν στην καθημερινότητα τους στα χωριά άνδρες και γυναίκες.
Ναλία
Τσόκαρα που τα φορούσαν για να προστατεύονται από νερά και λάσπες. Τα ναλία στον ορεινό πόντο ήταν κατασκευασμένα από ξύλο και δέρμα, ενώ στις πόλεις ήταν από βερνικωμένο ξύλο “φίλντισι” και σύρμα ασημένιο, πλεγμένο στο χέρι, το οποίο στερέωναν πάνω στο βελούδινο ύφασμα. Τα τσόκαρα είχαν τακούνι σε δύο σημεία, το ένα που είχε σχήμα πυραμίδας ήταν στην πατούσα, ενώ το άλλο που είχε σχήμα οβάλ στην φτέρνα. Το ύψος του τακουνιού ήταν 5εκ.
Καπνοσάκουλο ή Κοβούς ή Γαβλούχ
Ήταν κατασκευασμένο από δέρμα και δενόταν στα πλάγια του σελαχλίκ. Είχε μέσα τον καπνό, την τσακμακόπετρα και τα υπόλοιπα σύνεργα του καπνίσματος
Φυσεκλίκια
Δερμάτινη ζώνη που ήταν δεμένη στην μέση και στα πλάγια του στήθους. Επάνω στην ζώνη έχει θήκες που μπαίνουν οι σφαίρες και στα πλάγια θήκες για μαχαίρια.
Πηγή: pontiakiparadosi