Ο Ιανουάριος έφτασε στο τέλος του και μαζί και η περίοδος που σύλλογοι και σωματεία κόβουν την παραδοσιακή βασιλόπιτα. Στο Μόναχο κάθε χρόνο οργανώνονται εκδηλώσεις από εθιμοτυπικούς και πολιτιστικούς συλλόγους, αθλητικά σωματεία, σχολικές επιτροπές και άλλους φορείς.
Οι εκδηλώσεις έχουν ως επί τω πλείστων τη μορφή χοροεσπερίδας, πολλές φορές και με παρουσίαση των χορευτικών τμημάτων των διαφόρων συλλόγων. Η εκκλησία εκπροσωπείται πάντα καθώς ένας ιερέας είναι παρών για να ευλογήσει την βασιλόπιτα αλλά και η πολιτεία εκπροσωπείται τις περισσότερες φορές μέσω της προξενικής αρχής.
Ο υπεύθυνος διοργανωτής μετά την ευλογία της πίτας καλεί έναν έναν τους παρευρισκόμενους προέδρους από άλλους συλλόγους (ή κάποιον εκπρόσωπο) να κόψει ένα κομμάτι για τον σύλλογο ή τον φορέα που εκπροσωπεί.
Φυσικά από την βασιλόπιτα δεν λείπει το τυχερό φλουρί που αντιστοιχεί πάντα σε ένα δώρο ενθύμιο για τον τυχερό. Φέτος στο Μόναχο ξεκίνησε με την κοπή της βασιλόπιτας ο σύλλογος του Αιγαίου και ακολούθησαν τα ΤΕΓ, η ηπειρωτική κοινότητα, ο σύλλογος Κρητών, ο Σύλλογος Ποντίων σχολικές επιτροπές και άλλοι φορείς ενώ ο Σύλλογος Θρακιωτών, Επτανησίων καθώς και το Λύκειο Ελληνίδων σε συνεργασία με το Παλλάδιο και την Λέσχη Ελλήνων Επιστημόνων θα την κόψουν τον Φεβρουάριο.
Αλλά από που έρχεται αυτό το έθιμο που επαναλαμβάνουμε κάθε χρόνο στο σπίτι μας, στην εργασία, στο σχολείο, στον σύλλογο;
Το έθιμο της βασιλόπιτας
Το έθιμο της βασιλόπιτας είναι πολύ παλαιό, προέρχεται από εκείνο το τελούμενο στην αρχαία εορτή των «Κρόνιων» (των ρωμαϊκών «Σατουρναλίων») που παρέλαβαν οι Φράγκοι, από τους οποίους και προήλθε η συνήθεια της τοποθέτησης νομίσματος μέσα στη πίτα και της ανακήρυξης ως «Βασιλιά της βραδιάς» αυτού που το έβρισκε.
Στην αρχαιότητα υπήρχε το έθιμο του εορταστικού άρτου, τον οποίο σε μεγάλες αγροτικές γιορτές οι αρχαίοι Το έθιμο της βασιλόπιτας, όπως και άλλα του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα – Θεοφάνια), ανάγεται στα ρωμαϊκά «Σατουρνάλια», που αποτελούν συνέχεια των Ελληνικών «Κρόνιων». Κατά τη διάρκειά τους προσφέρονταν ως δώρα καρποί και πλακούντες (πίτες) μέσα σε χρυσά φύλλα.
Μπορεί να σχετιστεί και με τον εορταστικό άρτο της ελληνικής αρχαιότητας, που προσφερόταν στους θεούς, ιδίως στα «Θαλύσια» και τα «Θαργήλια».
Υπάρχει, όμως, και η ορθόδοξη παράδοση για το έθιμο της βασιλόπιτας.
Όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν επίσκοπος Καισάρειας, ο έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε να εισπράξει φόρους με άγριες διαθέσεις.
Οι κάτοικοι φοβήθηκαν και ζήτησαν την προστασία του επισκόπου τους. Αυτός τους είπε να συγκεντρώσουν ό,τι πολύτιμα αντικείμενα είχαν για να τα προσφέρουν στον έπαρχο. Ο άγιος, όμως, τον έπεισε να φύγει χωρίς να πάρει τίποτε. Ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Επειδή η επιστροφή των αντικειμένων στους κατόχους τους ήταν πρακτικά αδύνατη, με συμβουλή του αγίου ζυμώθηκαν πλακούντια (μικρές πίτες) και μέσα σ’ αυτούς τοποθετήθηκε από ένα πολύτιμο αντικείμενο.
Έγινε η διανομή και, σαν από θαύμα, έτυχε στον καθένα ό,τι είχε δώσει. Από τότε, λέγει η παράδοση, κάνουμε στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου πίτες με νομίσματα μέσα. Νεότερες παραλλαγές αυτής της παράδοσης από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία παρουσιάζουν τον Άγιο Βασίλειο να κερδίζει τον εισπράκτορα των φόρων σε χαρτοπαίγνιο και στη συνέχεια να γίνεται η διανομή με μικρά ψωμιά ή με μια μεγάλη πίτα.