Ο Θεόδωρος Π. Βρυζάκης (Θήβα, 19 Οκτωβρίου 1814 – Μόναχο, 6 Δεκεμβρίου 1878) ήταν ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα και ο θεμελιωτής της «Σχολής του Μονάχου».
Γεννημένος στη Θήβα το 1814, επτά χρόνια πριν από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821, ο Θεόδωρος Βρυζάκης έζησε τα σκληρά χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα μέχρι την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Μάλιστα ο πατέρας του, Πέτρος Βρυζάκης, απαγχονίστηκε από τους Τούρκους τον Μάιο του 1821, τον πρώτο καιρό του αγώνα. Σε ηλικία 18 ετών, το 1832, με την ενθάρρυνση ενός Γερμανού φιλόλογου, μετανάστευσε στο Μόναχο της Βαυαρίας, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του.
Στο Μόναχο άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική, απεικονίζοντας σχεδόν αποκλειστικά θέματα από την Επανάσταση του 1821. Το 1844 έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Μονάχου, λαμβάνοντας για τα επόμενα έντεκα χρόνια, μέχρι το 1855, την υποτροφία της ελληνικής παροικίας της πόλης.
Δάσκαλοι και φίλοι του υπήρξαν ορισμένοι εξαίρετοι καλλιτέχνες φιλελληνικών θεμάτων της εποχής του ρομαντισμού: ο Carl Wilhelm von Heideck, ο Πέτερ φον Ες, ο Heinrich von Mayer, και άλλοι. Κατά την δεκαετία 1845–1855, ταξίδεψε και έζησε σε διάφορες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης για καλλιτεχνική ενημέρωση, με εξαίρεση τη διετία 1848–1850, όταν και επέστρεψε προσωρινά στην Ελλάδα.
Το 1855 συμμετείχε στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού με το έργο του «Η Έξοδος του Μεσολογγίου». Τον πίνακα αυτόν, ο ίδιος ο Βρυζάκης τον αντέγραψε τουλάχιστον δύο φορές. Δύο από τους πρωτότυπους πίνακες καταστράφηκαν στην μεγάλη πυρκαγιά του Μεσολογγίου το 1929.
Το τρίτο πρωτότυπο διασώζεται στην Εθνική Πινακοθήκη, αλλά ο ίδιος πίνακας κυκλοφόρησε και σε λιθογραφίες ήδη από το 1856.
Κατά τη διετία 1861–1863, ταξίδεψε στην Αγγλία και αγιογράφησε την ελληνική εκκλησία του Ευαγγελισμού στο Μάντσεστερ. Το 1867 πήρε μέρος στην έκθεση του Del Vecchio στην Λειψία με τους πίνακες «Η Έξοδος του Μεσολογγίου», «Γιωργάκης Ολύμπιος», «Ο Λόρδος Βύρωνας στο Μεσολόγγι» και «Ο Όρκος της Αγίας Λαύρας».
Πέθανε στο Μόναχο το 1878 και κηδεύτηκε στο τότε Α΄ Νεκροταφείο της πόλης. Με την διαθήκη του, άφησε κληρονομιά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όλα τα έργα τού ατελιέ του καθώς και 760 μάρκα για την επισκευή της οροφής της ελληνικής εκκλησίας του Σωτήρος (Salvatorkirche) στο Μόναχο.
Τα έργα του Βρυζάκη θεωρούνται ως τα κατεξοχήν δείγματα των Ελλήνων ρομαντικών ζωγράφων του 19ου αιώνα, οι περισσότεροι από τους οποίους σπούδασαν στη Γερμανία και δημιούργησαν τη λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου».
Οι ελαιογραφίες του — όλες σχεδόν με θέματα ελληνικά — χαρακτηρίζονται από το ύφος των Δυτικοευρωπαίων ρομαντικών ζωγράφων του 19ου αιώνα. Στον 20ό αιώνα η αντίδραση κατά του ρομαντισμού οδήγησε πολλούς επικριτές του συγκεκριμένου ρεύματος να καταγγείλουν το ύφος του ως «πομπώδες», όμως μια εξίσου μεγάλη μερίδα το αξιολογεί θετικά ως «πληθωρικό».
Στην εποχή τους, τα έργα του Βρυζάκη είχαν μεγάλη ζήτηση ως ζωντανές και πιστές αναπαραστάσεις της ελληνικής ιστορίας. Μερικά μάλιστα από αυτά τα έργα έγιναν από νωρίς ευρύτερα γνωστά στο κοινό χάρη στις λιθογραφίες και άλλου είδους αναπαραγωγές.
Στους πίνακές του, το ενδιαφέρον του ζωγράφου επικεντρώνεται στην ενδυμασία των ατόμων και το στήσιμο της σκηνής γύρω από αυτά. Ωστόσο, αυτή η όμορφη θεατρικότητα των έργων του έχει ως αποτέλεσμα να διακρίνεται με δυσκολία κάποιο αίσθημα στα πρόσωπα που απεικονίζει.
Οι κριτικοί τον επέκριναν επίσης για το γεγονός ότι φαινόταν να προσεγγίζει τα θέματά του με την ματιά ενός ξένου, όμως — χωρίς καμία αμφιβολία — ο Βρυζάκης είναι ένας από τους κύριους θεμελιωτές της νεότερης (μεταβυζαντινής) ελληνικής ζωγραφικής και συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα.
Το 1982, όταν το Μέγαρο Μαξίμου ορίστηκε ως έδρα του πρωθυπουργικού γραφείου, ο Ανδρέας Παπανδρέου τοποθέτησε στον τοίχο πίσω ακριβώς από την πολυθρόνα του πρωθυπουργού ένα έργο του Βρυζάκη, τον πίνακα «Η Ελλάς Ευγνωμονούσα».