Το ημερολόγιο έδειχνε 7 Σεπτεμβρίου του 1833 όταν συλλαμβάνονται και οδηγούνται στη φυλακή ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας.
Τα ξημερώματα της 7ης Σεπτεμβρίου 1833 συλλαμβάνονται από το μοίραρχο Κλέωπα οι ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Δημήτριος Πλαπούτας με την κατηγορία ότι επιβουλεύονταν το Βασιλιά Όθωνα και συνωμοτούσαν για τη διενέργεια επανάστασης κατά του καθεστώτος.
Οι δύο συλληφθέντες δεν προέβαλαν καμία αντίσταση και οδηγήθηκαν στις φυλακές του Παλαμηδιού.
Στις φυλακές του Παλαμηδιού θα κρατηθούν για έξι μήνες και θα παραπεμφθούν σε δίκη, για συνωμοσία εναντίον του βασιλιά Όθωνα, στις 30 Απριλίου 1834.
Πρόεδρος του Δικαστηρίου ήταν ο Πολυζωίδης και δικαστές οι Τερτσέτης, Σούτσος, Βούλγαρης και Φραγκούλης. Εισαγγελέας ήταν ο Σκωτσέζος Μάσσων. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης για να υποστηρίξει τους κατηγορουμένους.
Οι δύο αγωνιστές αρνήθηκαν το κατηγορητήριο και στη συνέχεια ακολούθησαν οι μάρτυρες κατηγορίας. Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του ζήτησε την καταδίκη των δύο ηρώων.
Το δικαστήριο μετά από τέσσερις ώρες αποφάσισε με 3 ψήφους υπέρ και 2 κατά (μειοψήφησαν οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης) την καταδίκη σε θάνατο του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα με εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24ων ωρών.
Στις δύο πλευρές της μαρμάρινης εισόδου του Δικαστικού Μεγάρου Τριπόλεως έχουν τοποθετηθεί τα αγάλματα των δύο ιστορικών δικαστών, του Αναστάσιου Πολυζωίδη (1802-1873) και του Ζακυνθινού Γεώργιου Τερτσέτη (1800-1874) που είχαν αρνηθεί να καταδικάσουν τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα.
Στο άκουσμά της ποινής το ακροατήριο έμεινε άναυδο.
Φυσικά μία τέτοια απόφαση προκάλεσε σάλο, ενώ λίγο αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Το 1835, όταν ο Όθωνας θα αναλάβει και επισήμως την εξουσία, θα υπογράψει την αποφυλάκιση των δύο ηρώων της Επανάστασης του 1821.
«Μ’ έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν [άλλον] έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο.
Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ’ το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που ‘χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την επιρροή.
Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες», είχε αναφέρει τότε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Η σύλληψη του Κολοκοτρώνη
«Ητο λοιπόν μεσονύκτιον όταν ο Κλεώπας με τους χωροφύλα-κας έφθασε προ της θύρας του ερημητηρίου εκείνου, του εγκλείοντος τον προγεγραμένον αγωνιστήν. Απόλυτος ηρεμία εβασίλευεν εις τα πέριξ. Τα παράθυρα του οικίσκου ήσαν κλειστά. Ουδε ίχνος ζωής. Ο προγραφείς δεν είχεν ούτε καν ένα σκύλλον, ίνα τον ειδοποιήση ότι κατα εκείνην την ώραν ευρίσκετο εν διωγμώ. Αλλος τις προ της μελαγχολικής εκείνης ηρεμίας των πάντων ευρισκόμενος, θα εδίσταζεν ίσως να ταράξη τον ύπνον γέροντος, όστις οσάκις επί πεντηκονταετίαν ηγρύπνησεν, ίνα καθαρίση το έδαφος του νεαρού Βασιλείου από τους Τούρκους.Αλλα ο Κλεώπας είχε λάβει από τον Υπουργόν των Στρατιωτικών εμπιστευτικάς και αυστηροτάτας διαταγάς. Διέταξε λοιπόν ευθύς τους χωροφύλακας να κυκλώσωσι τον οικίσκον και να ετοιμάσωσι τα όπλα των. Αυτός δε έκρουσεν ισχυρώς την θύραν.Μετα ολίγα λεπτά το μικρόν παράθυρον ήνοιξε. Οι χωροφύλακες ετοιμάζονται προς άμυναν, νομίσαντες ότι θα ήστραπτον εκεί καρυοφύλλια ανταρτών. Αλλα αντί τούτων εφάνη η πολιά κεφαλή του ημιγύμνου γέροντος, όστις περιφέρων το αέτειον βλέμμα του ηρώτησε με την βροντώδη φωνήν του:
– Ποίος είνε;
– Εγώ! Ο Μοίραρχος, ο Κλεώπας…
– Και τι ζητείς;
– Έχω διαταγήν να κάμω έρευναν. Εδώ μέσα είνε οπλοφόροι και όπλα.
Ο Κολοκοτρώνης εκάγχασεν, αλλα έσπευσεν αμέσως να ανοίξη την θύραν και έπεσε πάλιν εις την κλίνην του, αφήσας ελεύθερον τον Κλεώπαν να ερευνήση. Οι χωροφύλακες εισορμήσαντες ηρεύνησαν πανταχού.
Η ελπίς ευρέσεως όπλων και οπλοφόρων ήτο φρούδη. Εύρον μόνον εν σπαθί, εν τουφέκι και μίαν πιστόλαν ανήκοντα εις αυτόν τον Κολοκοτρώνην, τα οποία και κατέσχον. Αυτά ήσαν τα όπλα τα οποία έλαβον τοσάκις το βάπτισμα του πυρός και τοσάκις εδόξασαν την μαχομένην πατρίδα.
Εν τέλει ο Κλεώπας ανήγγειλεν εις τον γέροντα, ότι διαταγή της Αντιβασιλείας διατελεί υπό κράτησιν και να ενδυθή, διότι θα τον οδηγήση εις την φυλακήν! Ο Κολοκοτρώνης επήδησεν από της κλίνης και ήρξατο να ενδύ-εται, τότε δε μόλις προσέξας εις το πλήθος της ενόπλου δυνάμεως είπε πικρώς σαρκάζων προς τον Κλεώπαν:
– Τι εχρειάζετο τόσος στρατός; Έφτανε να μου στείλουν ένα σκυλλί μαλλιαρό, από εκείνα που κάνουν θελήματα, μα ένα γράμμα να πάω στα Ανάπλι και μα ένα φανάρι στο στόμα του για να μας φέγγη και των δυό μας…..Εν τω μεταξύ ο Κλεώπας είχε συνάξη από τα κιβώτια και τα ερμάρια της οικίας όλα τα έγγραφα άτινα, εσφράγισεν ενώπιον του Κολοκοτρώνη. Εκείνος όμως τελείως αδιαφορών δια όλα ταύτα ητοιμάσθη και πρώτος εξήλθε, καλών τους στρατιώτας εις εκπλήρωσιν των ανεξηγήτων δια αυτόν διαταγών. Οι χωροφύλακες τον περιεστοίχισαν και συνοδία σιωπηλή ηκολούθησε δια πλαγίων ατραπών την άγουσαν προς την Αρβανιτιάν (Παλαμήδι). Η νυχτερινή ηρεμία επηύξανε την τραγικότητα του σοβαρού γεγονότος.Ο γέρων βαδίζων σύννους θα έστρεφε βεβαίως το βλέμμα προς τα Δερβενάκια (είναι πλησίον και ορατά), όπου άλλοτε συνέτριψε τας στρατιάς του Δράμαλη και προς τους κοπάνους των όπλων των χωροφυλάκων, οίτινες ήδη τοσούτον μυστηριωδώς τον απήγον δεσμώτην εις το πρετώριον, διΆ αιτίαν όλως άγνωστον εις αυτόν.»