ΤΟ TΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟ ΑΙΓΑΙΟ ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ
Οι πρώτοι αιώνες της Τουρκοκρατίας υπήρξαν βάναυσοι για τους κατοίκους των νησιών και των παραλιακών πόλεων του Αιγαίου, αφού καμμιά από τις ναυτικές δυνάμεις της εποχής δεν μπορούσε να τους απαλλάξει από τις πολυάριθμες και ιδιαίτερα οδυνηρές επιδρομές των πειρατών.
Το φαινόμενο της πειρατείας δεν ήταν άγνωστο στο Αιγαίο ήδη από τα αρχαία χρόνια και οι πρώτοι που αναφέρεται πως το αντιμετώπισαν αποτελεσματικά ήταν οι Ρωμαίοι.
Το πρώτο συστηματικά οργανωμένο κράτος της ανθρώπινης ιστορίας έλυσε το πρόβλημα όταν μετέβαλε με την ισχύ των όπλων του την Μεσόγειο σε «Ρωμαϊκή θάλασσα».
Ακριβώς το ίδιο συνέβη και στους πρώτους αιώνες της ακμής του διαδόχου των Ρωμαίων καθεστώτος, δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όταν η Μεσόγειος και πάλι με τα ίδια στρατιωτικά μέσα χαρακτηρίστηκε ως «Βυζαντινή θάλασσα».
Όμως οι ιδιαιτερότητες του ελληνικού αρχιπελάγους είναι μεγάλες, καθώς τα πολυάριθμα μικρά και μεγάλα νησάκια, με τους ατέλειωτους όρμους και ορμίσκους, προσφέρονταν ως βάσεις για έκνομες δραστηριότητες κάθε φορά που η εκάστοτε κεντρική εξουσία χαλάρωνε ή μειωνόταν.
Το πρόβλημα της πειρατείας επέστρεψε δριμύτερο τον 10ο αιώνα, όταν οι Άραβες κάτω από την σημαία του ισλαμισμού κατακτούσαν την βόρεια Αφρική και μεγάλα τμήματα της ιβηρικής χερσονήσου. Κατά τους χρόνους της πολιορκίας του Χάνδακα (σημερινού Ηρακλείου) βυζαντινοί ιστορικοί αναφέρουν πως ολόκληρη η Κρήτη είχε μεταβληθεί σε ορμητήριο πειρατών.
Ύστερα από εκατό χρόνια σχετικής ηρεμίας η διοίκηση άρχισε να εξασθενεί και η Αυτοκρατορία αργά και σταθερά παραδινόταν στην παρακμή και τη σήψη, χάνοντας βαθμιαία –πλην όμως οριστικά- και εκτεταμένα τμήματα της επικράτειάς της.
Κατά την διάρκεια του 12ου και του 13ου αιώνα ο ανταγωνισμός Βενετών, Γενουατών και άλλων στις ελληνικές θάλασσες για τον έλεγχο των δρόμων και των λιμανιών του διαμετακομιστικού εμπορίου, έφερε σε αυτές αναρχία και σύγχυση: H πειρατεία είχε επιστρέψει θριαμβευτικά στο Αιγαίο.
Οι άθλιοι των θαλασσών
Η μεγάλη αντιπαλότητα που ξέσπασε, μεταξύ Ενετών και Τούρκων στα χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, είχε ως ζητούμενο την κυριαρχία στις θαλάσσιες μεταφορές που πλέον είχαν αυξηθεί, μετά τον περίπλου της Αφρικής και την ανακάλυψη και νέων υδάτινων διαδρομών από τους ευρωπαίους θαλασσοπόρους.
Η ένοπλη διαμάχη τους, που κράτησε σχεδόν δύο αιώνες, άφησε το αρχιπέλαγος του Αιγαίου ουσιαστικά απροστάτευτο στον καθένα που ήθελε να παρανομήσει. Με το πρόσχημα της πίστης (μουσουλμάνοι οι Τούρκοι, χριστιανοί οι Ενετοί) οι αντιμαχόμενες δυνάμεις συμμαχούσαν με πειρατές με σκοπό να προκαλέσουν καίρια πλήγματα η μία στην άλλη.
Το μόνο βέβαια που κατάφεραν με αυτήν την τακτική ήταν να τους αποθρασύνουν περισσότερο, με αποτέλεσμα και οι ίδιοι να υποφέρουν από τις δραστηριότητές τους.
Οι πειρατές, ικανότατοι στους χειρισμούς και στην τέχνη του ανορθόδοξου πολέμου μέσα στην θάλασσα, δεν ήταν μόνο τυχοδιώκτες: Aνάμεσά τους υπήρχαν και άνθρωποι με ηγετική προσωπικότητα, σεβαστοί και υπολογίσιμοι από κάθε αντίπαλο.
Τα πλοία τους, κωπήλατες «γαλέρες» με τριγωνικό πανί, «φούστες» ή «γαλιόνια» τα περισσότερα και σχετικά μικρά σε μέγεθος, διέθεταν 35-45 κανόνια και μέχρι 200 άνδρες ως πλήρωμα, αποφασισμένους για όλα και γνώστες των μυστικών της θάλασσας.
Οι μουσουλμάνοι και γενικότερα οι προερχόμενοι από τις χώρες της Βόρειας Αφρικής, της λεγόμενης και «ακτής της Μπαρμπαριάς», ύψωναν συνήθως στο άλμπουρό τους κόκκινη σημαία, σύμβολο του θανάτου, κατά την διάρκεια των επιδρομών τους.
Μετά την εδραίωση της Οθωμανικής κυριαρχίας οι Μπαρμπαρέζοι πειρατές, με πρόσχημα πάντα την θρησκεία, πρόσφεραν έναντι ανταλλαγμάτων τις υπηρεσίες τους στον εκάστοτε Σουλτάνο. Πιο επιφανής από αυτούς ήταν ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, γιός Έλληνα εξωμότη από την Μυτιλήνη, που το 1516 απελευθέρωσε με τη βοήθεια του αδελφού του το Αλγέρι από τους τότε δυνάστες του και το μετέτρεψε σε ορμητήριό του.
17 χρόνια αργότερα ο Σουλειμάν ο Μεγαλοπρεπής τον αναγόρευσε «καπουδάν πασά» (αρχιναύαρχο) του στόλου του. Με τον τίτλο αυτό ο Μπαρμπαρόσα οργάνωσε την διετία 1537-38 μια εκτεταμένη πειρατική επιδρομή, με τεράστια για εκείνον κέρδη: Θύματά του οι πληθυσμοί της Αίγινας, της Σερίφου, των Γιούρων, της Ίου, της Ανάφης, της Αστυπάλαιας, της Σύρου, της Αμοργού, της Πάρου και της Σκιάθου.
Αφού λεηλάτησε αλύπητα τα νησιά αυτά, αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη έχοντας μαζί του χιλιάδες αιχμαλώτους. Από αυτούς άλλοι πέθαναν από τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσής τους στην διάρκεια του ταξιδιού, άλλους τους χρησιμοποίησε ως πλήρωμα για τα καράβια του και άλλους πούλησε στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Το 1538, ηγούμενος του τουρκικού στόλου, καταναυμάχησε έξω από την Πρέβεζα τον γενουατικό στόλο με επικεφαλής τον Αντρέα Ντόρια, νίκη που είχε σαν αποτέλεσμα την εδραίωση της Οθωμανικής κυριαρχίας σε μεγάλο τμήμα των ελληνικών θαλασσών.
Η αγριότητά του ήταν τόσο μεγάλη, που για αρκετά χρόνια… αποθάρρυνε τους υπόλοιπους επίδοξους πειρατές από την διενέργεια «επιχειρήσεων», φέρνοντας μια ιδιότυπη αλλά σύντομη ειρήνη στο Αιγαίο. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα σήμερα τιμάται από τα κράτη της Τουρκίας και της Αλγερίας ως εθνικός ήρωας.
Ο πειρασμός της εύκολης λείας και του γρήγορου πλουτισμού δεν άφησε αδιάφορους και τους χριστιανούς πειρατές, που όπως και οι μουσουλμάνοι αρκετές φορές δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ «χριστιανικών» και «ισλαμικών» στόχων, χτυπώντας χωρίς έλεος και ομοθρήσκους τους.
Φοβερότεροι όλων οι ιππότες του Αγίου Ιωάννου, με βάση αρχικά την Ρόδο και μετέπειτα την Μάλτα που τότε ήταν το ισχυρότερο πειρατικό νησί της Μεσογείου. Ανάλογη φήμη είχαν και οι ιππότες του Αγίου Στεφάνου, που επέδραμαν με έδρα το Λιβόρνο και το 1599 κατέστρεψαν το πλούσιο νησί της Χίου.
Ανάμεσα στις δύο αυτές «ομάδες» πειρατών υπήρχαν και αρκετοί ευγενείς στην καταγωγή που αυτοαποκαλούνταν «υπηρέτες της ιπποσύνης» χωρίς να αντιλαμβάνονται πως αυτή η ρομαντικού τύπου μεσαιωνική στάση ζωής είχε πλέον παρέλθει κι εξαχρειωθεί.
Εκτός από αυτούς τις θάλασσες λυμαίνονταν και διάφοροι Γάλλοι, Κορσικανοί, Ισπανοί, Δαλματοί, Άγγλοι και Ιταλοί. Βέβαια η πειρατεία δεν θα μπορούσε να ορθοποδήσει και να βρεί μιμητές χωρίς υποστήριξη από τη στεριά: Πρόθυμοι κλεπταποδόχοι αναλάμβαναν να αγοράσουν την λεία για την μεταπωλήσουν έναντι τεράστιου κέρδους, Τούρκοι φρούραρχοι κι ευρωπαίοι έμποροι φρόντιζαν για τον ανεφοδιασμό και την διαιώνισή της, νησιά όπως η Μήλος, η Κίμωλος, η Ίος και η Σαντορίνη γίνονταν προσφιλή σκλαβοπάζαρα για την πώληση της ανθρώπινης δυστυχίας.
Ατελείωτα δεινά
Για όλους αυτούς τους αδίστακτους ανθρώπους, που συμμετείχαν σε πειρατικές ενέργειες ή τις στήριζαν από την ξηρά, μοναδικός θεός ήταν το χρήμα. Μια όμορφη γυναίκα πληρωνόταν στην «αγορά» ως και 100 δουκάτα, ένας γερός άνδρας για δουλειά στοιχίζε περίπου 60. Καλή τιμή για έναν έφηβο ήταν τα 40 δουκάτα, ενώ με 30 μπορούσε κανείς να αγοράσει μια καλοδιατηρημένη γριά.
Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τα «κέρδη» από την πώληση κειμηλίων, κοσμημάτων και άλλων συναφών ειδών. Οι κάτοικοι των νησιών και των παραλίων του Αιγαίου, στα τρομερά για εκείνους χρόνια των Ενετοτουρκικών πολέμων, είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός των δύο αντιπάλων και την μάστιγα των πειρατών ευρισκόμενοι συχνά σε ένα άγριο και ανελέητο καθεστώς τριπλής κατοχής. Οι άνθρωποι υπέφεραν και από τις επιδρομές του τουρκικού στόλου που, ψάχνοντας να επανδρώσει τις γαλέρες του, αλυσόδενε και σκλάβωνε χιλιάδες από αυτούς.
Η μοίρα που τους περίμενε ήταν η πιο σκληρή, αφού οι κατακτητές προόριζαν τους περισσότερους για κωπηλάτες. Οι απάνθρωπες συνθήκες μέσα στα σκάφη, ακραίο σημείο αναφοράς της ανθρώπινης εξαθλίωσης, στοίχιζαν την ζωή στους περισσότερους και την συνέχεια ασφαλώς την φαντάζεστε: Τους έκοβαν το ένα αυτί ως «αποδεικτικό» του θανάτου τους και πετούσαν το υπόλοιπο σώμα στην θάλασσα.
Οι Έλληνες απαλλάχθηκαν από αυτήν την διαρκή απειλή μόνον μετά το 1682, όταν το Τουρκικό ναυτικό εφοδιάστηκε με ιστιοφόρα γαλιόνια εγκαταλείποντας πια τις κωπήλατες γαλέρες. Αυτό όμως ήταν ένα μικρό μόνο μέρος της εφιαλτικής ζωής που ζούσαν, καθώς η από κάθε πλευρά εκπορευόμενη πειρατεία είχε σχεδόν διαλύσει τις τοπικές κοινωνίες τους.
Για να προστατευτούν έκτιζαν κάστρα πάνω σε λόφους, με τα μικρά τους σπίτια σε αυτούς κολλητά χτισμένα το ένα με το άλλο, ενώ άλλες φορές διέμεναν σε μέρη αθέατα από την θάλασσα και τους πειρατές. Εκ των ουκ άνευ ήταν οι σκοπιές στα υψηλότερα σημεία, ενώ ως πρόχειρη λύση αρκετοί έθαβαν στο χώμα τα υπάρχοντα και τα πολύτιμά τους είδη.
Μαρτυρίες από εποχές παρατεταμένων πειρατικών επιδρομών μας κληροδότησαν και ακόμη πιο ζοφερές εικόνες: Άνθρωποι κυνηγημένοι σαν τα ζώα να κουβαλούν στην πλάτη μέσα στη νύχτα το βιός και τα παιδιά τους, βρίσκοντας την ημέρα καταφύγιο στις πεδιάδες και προσπαθώντας όπως-όπως να μαζέψουν τα υπολείμματα της αγροτικής τους παραγωγής –η αλιεία είχε αναγκαστικά εγκαταλειφθεί- για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Συνέπεια όλων αυτών των δεινών ήταν τα νησιά του Αιγαίου, ως πιο ευάλωτα από τα παράλια της ηπειρωτικής Ελλάδας, να ερημωθούν για πολλές δεκαετίες ή να απομείνουν το καθένα με 200-300 κατοίκους. Τίποτα όμως δεν ήταν χειρότερο από τη σκλαβιά.
Οι ατυχήσαντες κατέληγαν συνήθως στα σκλαβοπάζαρα της Μπαρμπαριάς, από όπου και πωλούνταν. Όσοι προέρχονταν από οικογένεια με κάποια οικονομική άνεση ή με κτηματική περιουσία που μπορούσε να εκποιηθεί, απελευθερώνονταν ύστερα από την καταβολή λύτρων.
Για τους υπόλοιπους δεν υπήρχαν ελπίδες, εκτός κι αν κάποιος ευκατάστατος Έλληνας άφηνε στην διαθήκη του το απαραίτητο κονδύλι για να βρίσκουν τον δρόμο της ελευθερίας ένας-δύο τυχεροί κάθε χρόνο.
Σε μερικά νησιά είχε θεσπιστεί και η καταβολή «σκλαβοσήμου», προκειμένου να βοηθηθεί κάπως η κατάσταση και να ξαναδούν κάποτε ορισμένοι από τους ομήρους τις οικογένειές τους.
Για τους περισσότερους όμως η μόνη αρωγή που μπορούσαν να έχουν προερχόταν από ανιδιοτελείς χριστιανούς μοναχούς, που πλήρωναν με τη ζωή τους το καλό που έκαναν αν γίνονταν αντιληπτοί.
Οι Έλληνες πειρατές
Θα ήταν παράλογο να μην επιδίδονταν και Έλληνες σε πειρατικές δραστηριότητες, μέσα στο ταραγμένο κλίμα εκείνων των σκοτεινών αιώνων. Τα στοιχεία που έχουμε γι αυτούς έχουν σωθεί κυρίως στα κείμενα ξένων περιηγητών, που αναφέρουν ως «άντρα» πειρατείας την Ίο (γνωστή τότε και ως «μικρή Μάλτα») και την Βενετοκρατούμενη ως το 1715 Τήνο.
Υπάρχει ακόμη και η ιστορία του Μήλιου πειρατή Γιάννη Κάψη, που κατάφερε μάλιστα να βασιλεύσει κυριολεκτικά στο νησί του από το 1677 ως το 1680. Ο Κάψης, στον οποίο αποδίδονταν και όλες οι καθιερωμένες τιμές, διατηρούσε φρουρά από 50 σωματοφύλακες ενώ εκτελούσε και χρέη δικαστή.
Με τη συμπεριφορά του κέρδισε την συμπάθεια και την υποστήριξη των συμπατριωτών του –όπως και του Καθολικού επισκόπου του νησιού- αλλά η ηγεμονία του κράτησε μόνο τρία χρόνια, αφού τουρκική δύναμη αποτελούμενη από τρεις γαλέρες κατόρθωσε με δόλο να τον αιχμαλωτίσει και να τον στείλει στην Υψηλή Πύλη για αποκεφαλισμό.
Εξαιρετικές επιδόσεις στην πειρατεία είχαν επίσης και οι Μανιάτες. Απομονωμένοι γεωγραφικά στις απόκρημνες ακτές τους λεηλατούσαν όποιο καράβι ξέπεφτε στην περιοχή τους παρασυρμένο από δυσμενείς ανέμους, δραστηριότητα από την οποία έλαβαν το προσωνύμιο «ναυαγιστές», ενώ συχνότατα «κούρσευαν» τους γειτονικούς τους τόπους χωρίς να κάνουν διακρίσεις ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Οι δραστηριότητές τους έφθαναν και στην αγοραπωλησία σκλάβων, με κυριότερο κέντρο το Οίτυλο που πολλοί τότε αποκαλούσαν και «μεγάλο Αλγέρι». Ο πιο διαβόητος Μανιάτης πειρατής στα τέλη του 17ου αιώνα ήταν ο Λυμπεράκης Γερακάρης, άνθρωπος χωρίς αρχές και ηθική, που άλλοτε ενεργούσε υπερασπιζόμενος τα τούρκικα συμφέροντα και άλλοτε τα ενετικά.
Πολλοί Έλληνες μαρτύρησαν εξαιτίας του, ανάμεσά τους και το γένος των Στεφανοπουλαίων που ήθελε με σπουδή να εξοντώσει ολοσχερώς. Η οικογένεια κατέφυγε τελικά στην Κορσική για να γλυτώσει από αυτόν, όπου συνδέθηκε στενά με την φαμίλια των Μπουοναπάρτε.
Στο περιβάλλον των απογόνων αυτής της Μανιάτικης «φάρας» έζησε πολλές από τις μέρες της παιδικής του ηλικίας ο Ναπολέων, ο μετέπειτα Μέγας στρατηγός-αυτοκράτορας της Γαλλίας.
Προς την λύτρωση…
Η πειρατεία συνέχισε και τον 18ο αιώνα να ταλαιπωρεί τους ελληνικούς πληθυσμούς, έχοντας όμως χάσει ένα μεγάλο μέρος της «λάμψης» της: Ήδη από την περίοδο 1669-83 είχε δεχθεί ένα γερό χτύπημα από τις ναυτικές μονάδες των ευρωπαικών κρατών που στάθμευαν στην Μεσόγειο.
Οι δυνάμεις αυτές εξόρμησαν πάνω από 20 φορές με επιτυχία εναντίον πειρατικών άντρων, αποτελούμενες από Ολλανδικά, Αγγλικά και Γαλλικά πολεμικά πλοία. Όσο περνούσαν τα χρόνια αυξανόταν σταδιακά και η παρουσία της Ρωσικής αρμάδας στο Αιγαίο, απαιτώντας από τους Τούρκους διέξοδο στη θάλασσα και εμπλεκόμενη αρκετές φορές πολεμικά μαζί τους.
Η ύπαρξη οργανωμένων στόλων σε σταθερή βάση στο ελληνικό αρχιπέλαγος ή κοντά σε αυτό, αποθάρρυνε πολλούς από το ενδεχόμενο να σταδιοδρομήσουν ως πειρατές. Μεγάλες επιδρομές ήταν πλέον δύσκολο να πραγματοποιηθούν, όμως και το «ρεσάλτο» σε εμπορικά ιστιοφόρα είχε μειωμένες πιθανότητες επιτυχίας λόγω του εξοπλισμού των τελευταίων συχνά και με κανόνια.
Αν μπορεί να πεί κανείς πως υπήρχε κάτι καλό στην αιματηρή υπόθεση της πειρατείας, είναι το γεγονός ότι τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων απέκτησαν πείρα από τη χρήση των τότε οπλικών συστημάτων τους ενάντια στους πειρατές.
Πείρα που αποδείχθηκε πολύτιμη, καθώς δημιούργησε μάχιμη ναυτική παράδοση, τόσο απαραίτητη για τον μετέπειτα Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Το φαινόμενο της πειρατείας εξαλείφθηκε οριστικά από την χώρα στα χρόνια του Όθωνα, κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας, όταν ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά πολεμικά πλοία διέλυσαν και τα τελευταία εναπομείναντα κρησφύγετά της στην Γραμβούσα και τα Κουφονήσια.
Λίγα χρόνια νωρίτερα (1830) οι Γάλλοι είχαν καταλάβει την Αλγερία, βάζοντας τέλος στην μακραίωνη δράση των Μπαρμπαρέζων πειρατών.
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ
John Fairburn Royal Museums Greenwich, Lorenzo Castro, Théodore Gudin, Willem van de Velde