«Η Ιστορία διδάσκει, αλλά δεν έχει μαθητές», έλεγε ο Αντόνιο Γκράμσι με πικρία . Εάν ληφθεί υπόψη η παρούσα άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη-για να μην πάμε πιο πέρα- τον δικαιώνει απόλυτα στην άποψή του ότι οι λαοί της Ευρώπης- με εξαιρέσεις- είναι κακοί μαθητές, ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
Πέρασε ένας ολόκληρος αιώνας, αλλά ο ναζισμός, ως η πλέον αποκρουστική μορφή του φασισμού, ζει και βασιλεύει, ιδιαίτερα μάλιστα στη φυσική του κοίτη, τη Γερμανία, όπου το κόμμα που σαφώς τον εκπροσωπεί, το AfD , «η Εναλλακτική για τη Γερμανία» είναι το 3ο κόμμα με πολλές μάλιστα πιθανότητες να καταστεί η μείζων (Αξιωματική κατά την ελληνική ορολογία) αντιπολίτευση, εάν δεν δραστηριοποιηθούν οι Οικολόγου-Πράσινοι.
Ο Εμφύλιος το 1919-20
Το 1920 η δημοκρατία στη Γερμανία που είχε ανακηρύξει το 1919 ο Φίλιπ Σάιντερμαν είχε κλείσει ένα χρόνος ζωής. Είχε μεταφέρει την έδρα της στην γραφική πόλη Βαϊμάρη για λόγους ασφαλείας γιατί το Βερολίνο σπαρασσόταν από έναν χωρίς προηγούμενο εμφύλιο με πρωταγωνιστές τα Freikorps, αφενός και τους Σπαρτακιστές, αφετέρου.
Ουδόλως απορίας άξιον ήταν λοιπόν ότι οι Γερμανοί–συμπεριλαμβανομέων και των Σοσιαλδημοκρατών- δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι από τη δημοκρατία αφού έχασαν την αίγλη του αυτοκρατορικού μεγαλείου που τους έδινε ο Κάιζερ Γουλιέλμος [Βίλχελμ] Β΄ παρόλο που και αυτός έφυγε κακήν κακώς ζητώντας άσυλο στην Ολλανδία το 1919.
Τον Αύγουστο του 1919 ο Φρίντριχ Εμπερτ προσωρινός πρόεδρος του Ράιχσταγκ υπογράφει το νέο Σύνταγμα της Βαϊμάρης δημιουργώντας την πρώτη κοινοβουλευτική αβασίλευτη Δημοκρατία στη Γερμανία.
Το σύνταγμα παρά τα καλά λόγια με τα οποία είχε σχολιαστεί, ήταν αδύναμο διότι έδινε μεγάλες αρμοδιότητες και εξουσία στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Πρόεδρος είχε το δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει Καγκελάριους και υπουργούς. Το νομοθετικό σώμα είχε περιορισμένη ισχύ.
Ομως η κατάσταση στη χώρα ήταν τραγική, με τον υπερπληθωρισμό να έχει τεθεί εκτός ελέγχου. Αλλά το χειρότερο, έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα Freikorps τα παραστρατιωτικά «Ελεύθερα Σώματα», πρώην στρατιωτικοί, μοναρχικής προέλευσης, βετεράνοι του στρατού, έτοιμοι να πατάξουν κάθε λαϊκή εξέγερση και έχοντας κύριο στόχο τους αυξανόμενους, ως εκλογική δύναμη κομουνιστές, τους οποίους και συνέτριψαν, σε συμφωνία με τον Φρίτριχ Εμπερτ που ζήτησε την βοήθειά τους, όταν επιχείρησαν αυτοί να ιδρύσουν σοβιετικά καθεστώτα σε Βερολίνο και Βαυαρία το 1919 όταν ηγέτες των Σπαρτακιστών ήταν οι Ρόζας Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπνεχτ, οι οποίοι υπέφεραν μαρτυρικό θάνατο από τα Freikorps και ειδικά το πτώμα της Λούξενμπουργκ πετάχτηκε σε ένα κανάλι από όπου εκβράστηκε μετά από ένα εξάμηνο.
Οσο για τους δολοφόνους της, αυτοί τιμωρήθηκαν με αστείες ποινές και σε λίγους μήνες κυκλοφορούσαν πάλι ελεύθεροι. Τα Freikorps αποτελούσαν κράτος εν κράτει και φόβο και τρόμο των αριστερών Γερμανών.
Αργότερα, όταν θα εκραγεί το «Πραξικόπημα Καπ» ,το 1923, (ο Καπ ήταν ένας γραφειοκράτης, νοσταλγός της μοναρχίας) και ο Εμπερτ θα ξαναζητήσει τη σωτήρια παρέμβαση των Freikorps αλλά αυτή τη φορά δε θα βρει ευήκοα ώτα γιατί οι περι ων ο λόγος παρακρατικοί συμμετέχουν στο πραξικόπημα Καπ ενεργά.
Ετσι βρίσκει ως χρήσιμους ηλιθίους του σοσιαλιστές και κομμουνιστές εργάτες που τους βάζει να κηρύξουν γενική απεργία με αποτέλεσμα να χάσει ο Καπ κάθε επικοινωνία με το λαό, να παραλύσει η χώρα και να παγώσει το πραξικόπημα καταλήγοντας σε παταγώδη αποτυχία.
Η ίδρυση του ναζιστικού κόμματος και ο Χίτλερ
Αρχικά ιδρύθηκε το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (DAP) το 1919 από μια μικρή ομάδα υπό τον Αντον Ντρέξλερ που ασκούσε το επάγγελμα του κλειδαρά. Το κόμμα είχε αντισημιτικές θέσεις, ήταν ακροδεξιών αποκλίσεων, έντονα εθνικιστικό και ρατσιστικό αλλά είχε πολύ μικρή απήχηση στο λαό.
Εως ότου εμφανίστηκε ο Αντολφ Χίτλερ, «εκείνος ο Αυστριακός δεκανέας», όπως τον αποκαλούσε περιφρονητικά ο Πάουλ Χίντενμπουργκ, στρατάρχης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατόπιν Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην εποχή της Βαϊμάρης που όρκισε τελικά τον Χίτλερ Καγκελάριο εκών άκων στις 30 Ιανουαρίου, 1933.
Ο Χίτλερ, χάρη στη ρητορική του δεινότητα, εντυπωσίασε τους πάντες. Γράφτηκε ως το 55ο μέλος του κόμματος DAP και του ανατέθηκε ο ρόλος του αρχιπροπαγανδιστή του Κόμματος που διαχειρίστηκε κατά τρόπο άψογο, ακόμα και στο δικαστήριο, όταν είχε συλληφθεί στο περίφημο πραξικόπημα της μπυραρίας του Μονάχου, το 1922 ως πραξικοπηματίας και μετάτρεψε την απολογία του σε δριμύ κατηγορώ ενάντια στη διεφθαρμένη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και υπέρ του κύδους και του μεγαλείου της Αυτοκρατορίας του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄, εντυπωσιάζοντας τους δικαστές που ένιωθαν ανάλογα .
Από εκεί η άνοδός του υπήρξε ραγδαία. Πήρε την ηγεσία του κόμματος εκτοπίζοντας τον Ντρέξλερ το 1920 και το μετονόμασε σε Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP). Το πόσο «σοσιαλιστικό» ήταν αναμενόμενα αμφισβητήθηκε.
Τα σοσιαλιστικά κόμματα εκείνη την εποχή τοποθετούνταν σαφώς στην αριστερά του πολιτικού φάσματος. Ο Χίτλερ χαρακτηριζόταν ακροδεξιός από όλους. Είχε ταχθεί ενάντια στους Εβραίους που τους θεωρούσε υπεύθυνους για την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και για τη δυστυχία του γερμανικού λαού που επακολούθησε..
Υπήρξε κήρυκας του μίσους κατά των Εβραίων και ο ρατσισμός είναι κάτι που δεν αποτελούσε ίδιον των σοσιαλιστών .
Είχε όμως ταχθεί υπέρ της κοινωνικής ισότητας (εκτός των Εβραίων, βέβαια) και στα 25 σημεία του, που αποτελούν σταθμό γιατί νουηματοδοτούν την απαρχή στην Ιστορία του Ναζισμού, είχε αναφερθεί στον ιστορικό του λόγο, που εκφώνησε στις 24 Φεβρουαρίου του 1920, τονίζοντας την ανάγκη για «ζωτικό χώρο», την ανωτερότητα της Αρίας φυλής και την αδήριτη ανάγκη για ξενηλασία αλλά και την απαγόρευση αντιπολιτευόμενου Τύπου.
Η Γερμανία ήταν για τους Γερμανούς πολίτες και για κανέναν άλλο. Ολοι οι ξένοι όφειλαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία. Ολα αυτά καταδείκνυαν ότι το σοσιαλιστικός ήταν μία φάρσα.
Ο μύθος του «πισώπλατου μαχαιρώματος»: Ανακωχή και Συνθήκη
Η ανώτατη γερμανική στρατιωτική διοίκηση προειδοποίησε τον Κάιζερ Γουλιέλμο Β΄ καθώς και τον αυτοκρατορικό Καγκελάριο Κόμη Γκεόργκ φον Χέρτλιγκ ότι η κατάσταση στο δυτικό μέτωπο ήταν απελπιστική και όπως ανέφερε ο στρατηγός Ερικ Λούντερντοφ, συναρχηγός του Χίντενμπουργκ και επικεφαλής της Επιμελητείας του Στρατού, οι γερμανικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αντέξουν τη συμμαχική πίεση ούτε για λίγες ώρες ακόμα.
Οι Γερμανοί πολιτικοί όφειλαν να ζητήσουν ανακωχή πάση θυσία. Ο ηγέτης του SPD και προσωρινός Καγκελάριος Εμπερτ ανέθεσε στον Ματίας Ερζμπεργκ, ΥΠΕΞ. της χώρας, να διαπραγματευθεί αυτή την ανακωχή με τους Συμμάχους Αγγλους και Γάλλους (οι Ρώσοι είχαν αποχωρήσει από τη συμμαχία και επρόκειτο να υπογράψουν με τους Γερμανούς την ατιμωτική για αυτούς Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ).
Την ανακωχή ακολούθησε η περίφημη Συνθήκη των Βερσαλλιών ( 1919 ) που έλαβε τιμωρητικό χαρακτήρα για τους Γερμανούς –ύστερα από επιμονή των Γάλλων και ιδιαίτερα του Ζορζ Κλεμανσό, Τους περιόρισαν το στρατό στο ελάχιστο. Απαγορεύτηκε η διατήρηση υποβρυχίων.
Η αεροπορία τους περιορίστηκε στα 50 αεροσκάφη Το χειρότερο και πιο άδικο είναι ότι η Γερμανία θεωρήθηκε «υπαίτια του πολέμου» (war guilty) και όφειλε να καταβάλει ένα τεράστιο ποσό για επανορθώσεις. Το ποσό ανερχόταν σε 269 εκατομμύρια χρυσά μάρκα που λίγο αργότερα μειώθηκαν σε 132 εκατομμύρια χρυσά μάρκα.
Υπήρξε μια νηφάλια φωνή, αυτή του Τζον Μέιναρντ Κέινς του μεγάλου οικονομολόγου που εναντιώθηκε στην απόφαση αυτή που αργά ή γρήγορα θα είχαν να αντιμετωπίσουν τις «συνέπειές» της. Ορθότατη πρόβλεψη που ατυχώς δεν εισακούσθηκε από τους Συμμάχους.
Η συνάντηση για τη σύναψη ανακωχής έγινε στο δάσος της Κομπιένης σε ένα βαγόνι τρένου που είχε ο επικεφαλής των Συμμαχικών Δυνάμεων Γάλλος στρατάρχης Φερντινάρντ Φος.
Εδώ η παρέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον (οι ΗΠΑ με μεγάλη καθυστέρηση [1917] είχαν ταχθεί με το μέρος των Συμμάχων Αγγλίας και Γαλλίας στον πόλεμο) υπήρξε αποφασιστική.
Απαίτησε την άμεση αποχώρηση των Γερμανών από όλα τα κατεχόμενα από αυτούς εδάφη. Την κατάπαυση των δραστηριοτήτων όλων των υποβρυχίων και την παραίτηση από το θρόνο του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄.
Ο Ερζμπεργκ αποδέχθηκε τους όρους και έφυγε από τη Γαλλία στις 6 Νοεμβρίου 1918. Ο Γερμανός ΥΠΕΞ δεν μπορούσε να αποσπάσει καλύτερούς όρους. Και θα ακολουθούσαν τα χειρότερα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Ο δε στρατηγός Λούντερντοφ άλλαξε γνώμη. Θεώρησε τους όρους των Συμμάχων απαράδεκτους και ζήτησε επανάληψη του πολέμου (8/10/1918). Αλλά οι Γερμανοί στρατιώτες αποκαμωμένοι απαιτούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, ενώ οι λιποταξίες αυξανόντουσαν όλο και περισσότερο.
Το φίδι αρχίζει να χύνει το φαρμάκι του
Ο Συνασπισμός της Βαϊμάρης (Weimarer Koalition) είναι το όνομα που δόθηκε στον Κεντροαριστερό- Κεντροδεξιό συνασπισμό που απαρτίσθηκε από τα κάτωθι κόμματα: 1) Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας {SPD}. 2) Το κοινωνικό-φιλελεύθερο Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα (DDP) και 3) Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα του Κέντρου.
Στις πρώτες εκλογές υπό το καθεστώς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που διεξήχθηκαν με το αναλογικό σύστημα το 1919 ο τρικομματικός συνασπισμός κατήγαγε πρωτοφανή θρίαμβο συγκεντρώνοντας το 76,2 %. Υπήρξε η πρώτη φορά που οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου και επίσης η πρώτη φορά που οι νέοι (στο 21ο έτος της ηλικίας τους) έλαβαν δικαίωμα ψήφου αντί του 25ου έτους που μέχρι τότε ίσχυε.
Αλλά το ναζιστικό κόμμα NSDAP, χάρη στη στήριξη και οικονομική βοήθεια των μεγαλοβιομηχάνων, από μικρό και ασήμαντο κόμμα το 1928 (ποσοστό 2,6%) το 1932, κατόρθωσε να έλθει πρώτο με ποσοστό 37,27% και 230 από τις 607 έδρες. Το 1933 που είχε εξαπολυθεί κύμα τρομοκρατίας από τα SA (Τάγματα Εφόδου) ενάντια στους κομουνιστές (3ο κόμμα) στους σοσιαλιστές, τους συνδικαλιστές και το Κόμμα του Κέντρου, οι Ναζί σάρωσαν με ποσοστό 43,91%.
Τίποτα δεν μπορεί να τους σταματήσει πλέον με τα SA , τα SS και τη Γκεστάπο εν δράσει τρομοκρατούν τον κόσμο. Δολοφονείται ο Ερζμπεργκ, ως υπαίτιος για τα «πισώπλατα μαχαιρώματα».
Ο Χίτλερ, αφού αποκρούει μετά βδελυγμίας την πρόταση του φον Πάπεν να γίνει Αντικαγκελάριος. Θα ορκισθεί με εισήγησή του Καγκελάριος στις 30 Ιανουαρίου, 1933. Μετά το θάνατο του προέδρου Χίντενμπουργκ θα ανακηρυχθεί Φύρερ «ηγέτης».
Για την πλήρη κατίσχυση του Χίτλερ φέρουν ακέραια την ευθύνη τα δύο ισχυρά κόμματα, το Σοσιαλιστικό (SPD) και το Κομουνιστικό (KPD) που δεν βρήκαν τρόπο να συνεννοηθούν έγκαιρα και να αντισταθούν ενωμένα ενάντια στο χιτλερικό κίνδυνο.
Μπορούσαν, αν και ο Χίτλερ είχε το συγκείμενο με το μέρος του( εθνική προσβολή από Συνθήκη των Βερσαλλιών και οικτρή οικονομική κατάσταση). Η οικονομική κρίση χτυπούσε αλύπητα τη Γερμανία. Υπερπληθωρισμός και πείνα το 1921. Το ίδιο και το 1929.
Από το 1923 υπήρξε μια περίοδος ανάκαμψης χάρη στην ευφυή διαχείριση της οικονομίας από ένα Κεντροδεξιό πολιτικό τον Γκούσταβ Στρέσεμαν. Πέθανε νωρίς, όμως και το χειρότερο, άφησε ένα τεράστιο χρέος από δάνειο που είχε πάρει βάσει του «Daw’s plan» .
Το 1929 με το μεγάλο Κραχ οι ΗΠΑ απαίτησαν άμεση αποπληρωμή του χρέους και η Γερμανία αδυνατούσε να το εξοφλήσει. Περνούσε άσχημες μέρες και οι λόγοι του Χίτλερ ακουγόντουσαν σαν μουσική στα αυτιά τους, όταν υποσχόταν δουλειά για όλους και στέγη .
Τώρα κύριο μέλημά του ήταν η εξόντωση των πολιτικών του αντιπάλων: Κομουνιστών, Σοσιαλιστών και μετριοπαθών Κεντρώων. Και έδρασε αποτελεσματικά εκτελώντας τους ή στέλνοντάς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αυτά που «φιλοξένησαν» Εβραίους, κυρίως.
Εχοντας «αποκαταστήσει την τάξη» στο εσωτερικό της χώρας του, θα φροντίσει για «ζωτικό χώρο» στο εξωτερικό. Πρώτα η Σουδητία, έπειτα η υπόλοιπη Τσεχοσλοβακία και ύστερα από τη Συμφωνία-φάρσα του Μονάχου ακολούθησε η Πολωνία με την αναπόφευκτη κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939. Αίμα, δυστυχία, πείνα και θάνατος.
100 χρόνια μετά την εκκόλαψη του αυγού του φιδιού το ερώτημα παραμένει: θα αποκτήσει κάποτε (καλούς) μαθητές η Ιστορία; Ή θα διαπράττονται ασύγγνωστα σφάλματα που θα πληρώνουμε με πολύ βαρύ τίμημα;
Γράφει ο Θάνος Κακουριώτης (ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ)