Μεγάλος αριθμός Γερμανών εργαζομένων θέλει να παραμείνει περισσότερες ώρες στη δουλειά όχι μόνον επειδή αισθάνεται ότι δεν παράγει αρκετά, αλλά κυρίως για να εξασφαλίσει υψηλότερο εισόδημα.
Η αποκάλυψη προβληματίζει όταν συνδυαστεί με άλλα στοιχεία που φέρουν τους Γερμανούς συνταξιούχους να μεταναστεύουν σε φθηνές βαλκανικές χώρες ώστε να τους φτάνει η χαμηλή σύνταξή τους, ενώ την ίδια στιγμή είναι υψηλό το ποσοστό των Γερμανών συνταξιούχων που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας.
Σύμφωνα με έρευνα της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας που διεξήχθη το 2018 αλλά δόθηκε στη δημοσιότητα μέσα στην εβδομάδα, στη Γερμανία περίπου 2,2 εκατ. άτομα ηλικίας από 15 έως 74 που εργάζονται κατά μέσον όρο 28,9 ώρες την εβδομάδα ζητούν να εργαστούν περισσότερο. Κατά μέσον όρο ζητούν να εργαστούν 10,9 ώρες την εβδομάδα περισσότερο.
Από την ίδια έρευνα, όμως, προκύπτει πως 1,4 εκατ. ερωτηθέντων δήλωσαν, αντιθέτως, πως θα ήθελαν να εργάζονται λιγότερες ώρες. Πρόκειται για μια κατηγορία εργαζομένων που απασχολούνται κατά μέσον όρο 41,6 ώρες την εβδομάδα. Αυτοί οι εργαζόμενοι δήλωσαν ότι θα ήθελαν να εργάζονται λιγότερο κατά μέσον όρο 10,8 ώρες.
Τα στατιστικά στοιχεία φέρουν τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης στη Γερμανία να εργάζονται κατά μέσον όρο 41,4 ώρες την εβδομάδα, ενώ οι μερικής απασχόλησης απασχολούνται κατά μέσον όρο 20 ώρες την εβδομάδα.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, εξάλλου, η Deutsche Welle δημοσίευσε έρευνα του δημόσιου δικτύου ARD, σύμφωνα με την οποία περίπου 3,2 εκατ. συνταξιούχοι κινδυνεύουν να βρεθούν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το 18,7% των Γερμανών συνταξιούχων.
Η εν λόγω έρευνα τονίζει πως μεταξύ όσων κινδυνεύουν να βρεθούν κάτω από τα όρια της φτώχειας βρίσκονται συνταξιούχοι που ζουν μόνοι και εισπράττουν ετησίως συντάξεις ύψους 13.628 ευρώ στη μάλλον ευημερούσα αλλά και ακριβή Γερμανία.
Το σημαντικότερο είναι όμως ότι το ποσοστό των φτωχών Γερμανών συνταξιούχων αυξάνεται και με ανησυχητικό ρυθμό. Αλλες έρευνες μιλούν για ολόκληρη ομάδα αποδήμων συνταξιούχων, δηλαδή Γερμανών συνταξιούχων που αναγκάζονται να εγκατασταθούν σε «φθηνές» χώρες για να επιβιώσουν.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία το 2002, οι Γερμανοί που εισέπρατταν τις συντάξεις τους στη Βουλγαρία ήσαν μόνον 107, ενώ το 2018 ο αριθμός τους αυξήθηκε στους 652. Το ίδιο χρονικό διάστημα εκτοξεύθηκε από τους 671 σε 5.415 ο αριθμός των Γερμανών συνταξιούχων που έχουν εγκατασταθεί στην Ταϊλάνδη.
Όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, οι χαμηλές συντάξεις έχουν αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα, που έχει εξωθήσει τους Γερμανούς μεγαλύτερης ηλικίας, μια παραδοσιακά συντηρητική βάση ψηφοφόρων, να εγκαταλείψει τον κυβερνητικό συνασπισμό της Αγκελα Μέρκελ και να στραφεί σε ριζοσπαστικά κόμματα.
Στις τελευταίες εκλογές, ο ένας στους 10 ψηφοφόρους ηλικίας από 60 έως 69 ετών εγκατέλειψε τον συντηρητικό κυβερνητικό συνασπισμό, αλλά ο ένας στους 12 της ίδιας κατηγορίας στράφηκε στον ακροδεξιό πολιτικό σχηματισμό Εναλλακτική για τη Γερμανία. Σε δημοσκόπηση του Reuters, μερίδα αυτής της κατηγορίας Γερμανών συνταξιούχων σχολίασε ότι οι αιτούντες άσυλο ξένοι λαμβάνουν μεγαλύτερη οικονομική στήριξη από τους συνταξιούχους της Γερμανίας.
Εξάλλου, διαμάχη για τις συντάξεις του γερμανικού δημοσίου έθεσε σε κίνδυνο την ακεραιότητα του κυβερνητικού συνασπισμού, αλλά οδήγησε τελικά τον Νοέμβριο στη συμφωνία για μια «βασική σύνταξη», που θα χορηγείται σε όσους απασχολήθηκαν για πολλά χρόνια.
Επιμήκυνση εργασιακού βίου
Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας Destatis που δόθηκε πέρυσι στη δημοσιότητα, στη Γερμανία εξακολουθούν να εργάζονται 487.000 άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, όταν η συνήθης ηλικία συνταξιοδότησης στη χώρα κυμαίνεται ανάμεσα στα 63 και τα 67 έτη.
Στη χώρα εξακολουθούν να εργάζονται συνολικά 500.000 ηλικιωμένοι, προφανώς για να αποφύγουν τη φτώχεια στην τρίτη ηλικία. Οι σχετικές έρευνες κατατείνουν στο συμπέρασμα πως οι φτωχοί συνταξιούχοι στη Γερμανία έχουν αυξηθεί τα τελευταία επτά χρόνια κατά 803.000 άτομα. Προκειμένου να διασφαλίσουν μια αξιοπρεπή σύνταξη, οι Γερμανοί πρέπει κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού τους βίου να εισπράττουν 12 ευρώ την ώρα.
Ο επίσημος βασικός μισθός στη Γερμανία, όμως, αυξήθηκε προσφάτως κατά ένα ευρώ, για να φτάσει τα 9,35 ευρώ την ώρα. Μιλώντας, άλλωστε, στο δίκτυο Monitor, ο επικεφαλής του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου DIW, Μαρσέλ Φράτζχερ, προέβλεψε πως τα ποσοστά της φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων Γερμανών θα αυξηθούν πάρα πολύ μέσα τα επόμενα 10 με 15 χρόνια.
Σύμφωνα με τον Φράτζχερ, τα αυξανόμενα ποσοστά φτώχειας στη χώρα που είναι σύμβολο της στιβαρής οικονομίας και της ισχυρής βιομηχανίας, έστω και αν πολύ τελευταία φλερτάρει με την ύφεση, είναι η συνισταμένη πολλών αρνητικών παραγόντων.
Μεταξύ άλλων, στους παράγοντες αυτούς συγκαταλέγονται οι χαμηλοί μισθοί, ο μεγάλος αριθμός θέσεων μερικής απασχόλησης, αλλά και το γεγονός ότι πολλοί αναγκάζονται να διακόψουν τη σταδιοδρομία τους συχνά για προσωπικούς λόγους, όπως για να αφοσιωθούν στην ανατροφή των παιδιών τους.