Από το 2018, οι στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του Ψυχρού Πολέμου, σε μια ακόμη απόδειξη των έντονων αντιθέσεων και ανταγωνισμών της εποχής μας, καθώς και των κινδύνων πολεμικής ανάφλεξης.
Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν μακράν πρώτες στη λίστα, χωρίς για την ώρα κανείς να είναι σε θέση να τις κοιτάξει στα μάτια, δεν υπάρχει πρακτικά χώρα που να μην εξοπλίζεται πυρετωδώς, διαθέτοντας κάθε χρόνο μεγαλύτερο σκοπό για τον σκοπό αυτό.
Από τον παραπάνω κανόνα δεν εξαιρείται ούτε η Γερμανία. Παρά τις… δυσκολίες που της έχει κληροδοτήσει ο ναζισμός και η ήττα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο σε επίπεδο συλλογικής συνείδησης όσο και στο σύνταγμά της, η ισχυρότερη οικονομικά χώρα της Ευρώπης μοιάζει να συνειδητοποιεί ότι στην εποχή που ζούμε, δεν μπορεί να παραμένει ένας «νάνος» όσον αφορά στο μέγεθος και τις ικανότητες των ενόπλων δυνάμεών της.
Η εξήγηση είναι απλή. Διότι όσο παραμένει επί της ουσίας σε αυτή την… κατηγορία, παρά τους χιλιάδες Γερμανούς στρατιώτες που μετέχουν σε διεθνείς αποστολές σε όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, ουδείς θα την παίρνει στα σοβαρά όταν προσπαθεί να παρέμβει πρωταγωνιστικά σε κρίσεις όπως αυτές που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη στα νότια και ανατολικά σύνορα της Ευρώπης – στη Λιβύη, τη Συρία, την Υεμένη και τον Περσικό.
Ιδού οι αποδείξεις
Απόδειξη πρώτη: Οι «αμυντικές» δαπάνες του προϋπολογισμού για το νέο έτος προβλέπεται να ξεπεράσουν τα 50 δισ. ευρώ, ποσό που είναι υψηλότερο κατά 6,4% σε σύγκριση με το 2019. Μάλιστα, αν και η Ανγκελα Μέρκελ διανύει την τελευταία της θητεία ως καγκελάριος, η κυβέρνησή της έχει δεσμευτεί ότι το αργότερο μέχρι το 2030 θα έχει πιαστεί ο στόχος του 2% επί του ΑΕΠ – κάτι που μεταφράζεται σε περίπου 74 δισ. ευρώ ετησίως με βάση τα σημερινά δεδομένα – όπως απαιτεί από όλα τα κράτη-μέλη το ΝΑΤΟ και το μεγάλο αφεντικό του, οι ΗΠΑ.
Απόδειξη δεύτερη: Το Βερολίνο εκσυγχρονίζει ταχέως τις ένοπλες δυνάμεις του. Για τον λόγο αυτό, υπογράφει διαδοχικά και πανάκριβα συμβόλαια για την απόκτηση νέων και υπερσύγχρονων όπλων και στα τρία σώματα – αεροπορία, ναυτικό και στρατός ξηράς – ορισμένα, μάλιστα, σε συνεργασία και με άλλες χώρες της Ευρώπης.
Προχθές, για παράδειγμα, έγινε γνωστό ότι επελέγησαν τα ολλανδικά ναυπηγεία Ντάμεν προκειμένου να κατασκευάσουν, από κοινού με τα γερμανικά της Λέρσεν στη Βρέμη, τέσσερα πολεμικά σκάφη πολλαπλού ρόλου ΜΚS 180, συνολικής αξίας 6 δισ. ευρώ, με option για τουλάχιστον άλλα δύο.
Πρόκειται για πλοία που θα έχουν τη δυνατότητα να πλήττουν στόχους στο έδαφος και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, αλλά και να δημιουργούν μια εναέρια «ομπρέλα» για άλλες δυνάμεις που επιχειρούν γύρω τους.
Παράλληλα, όπως είναι γνωστό, η Γερμανία συμμετέχει μαζί με τη Γαλλία στο πρόγραμμα κατασκευής του νέου μαχητικού αεροσκάφους, με τα πρώτα κεφάλαια να έχουν ήδη αποδεσμευτεί προκειμένου να προχωρήσει ο σχεδιασμός και η έρευνα.
Παράλληλα, μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες (Lockheed Martin) και την Ιταλία, έχει συγκροτήσει κοινοπραξία για την κατασκευή του επόμενης γενιάς συστήματος αντιαεροπορικής άμυνας, του MEADS.
Όχι μόνο το κλίμα…
«Η Γερμανία οφείλει όχι μόνο να εργάζεται για την προστασία του κλίματος και του πλανήτη, αλλά και να εγγυάται την ασφάλεια της χώρας», δήλωσε τον Δεκέμβριο ο υπεύθυνος της κοινοβουλευτικής ομάδας Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών για την «αμυντική» πολιτική στην Μπούντεσταγκ, με τον οποίο φαίνεται πως συμφωνεί η συντριπτική πλειοψηφία της κυβέρνησης.
Της Μέρκελ συμπεριλαμβανομένης, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι τοποθέτησε την πρώην υπουργό Άμυνας, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στην προεδρία της Κομισιόν και όρισε αντικαταστάτριά της την υποψήφια για να τη διαδεχθεί στην καγκελαρία, Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ.