Γράφει ο Παναγιώτης Σωτήρης | www.in.gr
Η κυβέρνηση, δια στόματος του αρμόδιου υπουργού Γιάννη Βρούτση, ανακοίνωσε ένα ακόμη μέτρο για την καταπολέμηση του brain drain.
Αφορά την επιδότηση σε ποσοστό 70% υψηλόμισθων θέσεων (ελάχιστη αμοιβή 3.000 ευρώ) ελλήνων επιστημόνων σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εταιρείες θα διατηρήσουν τις θέσεις αυτές για τουλάχιστον 12 μήνες ακόμη.
Παρότι εκ πρώτης όψεως το μέτρο αυτό φαίνεται να απαντά στο πρόβλημα της απροθυμίας συμπατριωτών μας με υψηλή κατάρτιση και καλοπληρωμένες θέσεις στο εξωτερικό να επιστρέψουν στη χώρα, στην πραγματικότητα μάλλον έχουμε να κάνουμε με άλλο ένα ημίμετρο, που μάλλον δεν θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Δεν αναφέρομαι απλώς στο ότι ίσως θα ήταν προτιμότερο αντί για την επιλεκτική επιδότηση μικρού σχετικά αριθμού θέσεων (500), έστω και με υψηλές αποδοχές, θα ήταν προτιμότερο τα ίδια χρήματα να διεύρυναν προγράμματα που ήδη υπάρχουν και μάλιστα για αριθμό σημαντικά μεγαλύτερο, όπως είναι για παράδειγμα τα διάφορα προγράμματα υποτροφιών για διδακτορική και μεταδιδακτορική έρευνα.
Δείτε επίσης: «Ελλάδα ξανά»; Αμοιβή 3.000 € για τον επαναπατρισμό Ελλήνων
Ούτε στο ότι όπως συμβαίνει συχνά με τις επιδοτούμενες θέσεις εργασίας, συχνά το πέρας της επιδότησης και της υποχρεωτικής περιόδου διατήρησης της θέσης εργασίας συνήθως δεν σημαίνει και διατήρηση και της θέσης εργασίας, αλλά μάλλον την αναζήτηση κάποιας νέας εκδοχής επιδότησης.
Ούτε καν στο εάν και κατά πόσο τέτοιες θέσεις όντως θα μπορέσουν να προσελκύσουν το target group, των νέων που έχουν θέσεις στελέχους στο εξωτερικό και που είναι ερώτημα εάν θα εγκαταλείψουν θέσεις με προοπτική καριέρας, ή εάν απλώς θα τις διεκδικήσουν άνθρωποι που ούτως ή άλλως σκέφτονταν να επιστρέψουν.
Κυρίως το πρόβλημα είναι ότι εξακολουθούμε να μην αντιλαμβανόμαστε τις συνολικές διαστάσεις του προβλήματος και άρα το πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.
Το μέγεθος της μετανάστευσης ελλήνων στο εξωτερικό στην περίοδο της κρίσης
Στην περίοδο της κρίσης σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις περίπου 500.000 έλληνες μετανάστευσαν στο εξωτερικό, κυρίως σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από αυτούς έχει επιστρέψει ένα μέρος μόνο, γύρω στις 100.000.
Παρότι μετά τα μέσα της δεκαετίας ο όγκος αυτών που πάνε στο εξωτερικό κάθε χρόνο έχει υποχωρήσει, η ουσία παραμένει ότι αρκετές χιλιάδες έλληνες κάθε χρόνο δοκιμάζουν να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό. Οι έρευνες που έχουν γίνει δείχνουν ότι αρκετοί από αυτούς βλέπουν την επιλογή αυτή να γίνεται μόνιμη.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι όλοι πτυχιούχοι, όμως ένα σημαντικό μέρος τους είναι, καθώς ήταν πιο εύκολο να βρουν θέσεις εργασίας άνθρωποι που ήταν σχετικά καλά καταρτισμένοι.
Σε ορισμένες περιπτώσεις παρέτειναν την παραμονή τους εκεί μετά το τέλος των μεταπτυχιακών σπουδών, σε άλλες πήραν την επιλογή αφού ξεκίνησαν να εργάζονται στην Ελλάδα.
Δείτε επίσης: «Ελλάδα ξανά»; Αμοιβή 3.000 € για τον επαναπατρισμό Ελλήνων
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι μέρος της υποχώρησης τα ανεργίας (που στα τέλη του 2013 είχε αγγίξει, ως επίσημο ποσοστό, το 28% με την ανεργία των νέων στο 60%) οφείλεται σε αυτή την έξοδο δυναμικού που δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα είχε απασχόληση στην Ελλάδα.
Έκτοτε το πρόβλημα επανέρχεται διαρκώς στην επικαιρότητα, είτε ως πρόκληση του πώς θα μπορούσαν να επιστρέψουν όσοι έφυγαν και να σταματήσουν να φεύγουν άλλοι με τους ίδιους ρυθμούς, είτε μέσα από ζητήματα όπως η ψήφος των αποδήμων που σε μεγάλο βαθμό αφορούσε αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους.
‘Ένα πρόβλημα που δεν είναι μόνο ελληνικό
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταγράφονται ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά μετανάστευσης ιδίως από χώρες του Νότου και της διεύρυνσης.
Για παράδειγμα η Βουλγαρία έχει πάνω από το 10% του πληθυσμού της να έχει μεταναστεύσει σε άλλες χώρες της ΕΕ, ενώ στη Ρουμανία το ποσοστό αυτό μπορεί να φτάνει ακόμη και το ένα πέμπτο του πληθυσμού. Αλλά και χώρες όπως π.χ. η Πορτογαλία έχουν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά μετανάστευσης σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Μάλιστα και στις άλλες χώρες, όπου η μετανάστευση ξεκίνησε νωρίτερα από ό,τι στην ελληνική περίπτωση, το πρόβλημα που υπάρχει είναι ότι δύσκολα μπορεί να αντιστραφεί η τάση και να υπάρξει ένα μαζικό κύμα επιστροφής.
Άλλωστε, σε ορισμένες από αυτές τις χώρες, ιδίως τις βαλκανικές, η μετανάστευση λειτουργεί με έναν τρόπο που στην Ελλάδα μας είναι οικείος από το παρελθόν: τα μεταναστευτικά εμβάσματα καλύπτουν μέρος του εισοδήματος όσων έμειναν πίσω, σε συνθήκες χαμηλών μισθών.
Έχουν εξαλειφθεί τα αίτια που προκάλεσαν τη μαζική φυγή ελλήνων στο εξωτερικό;
Συχνά στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε το θέμα αυτό ως εάν απλώς κάποια στιγμή τα πράγματα να έγιναν χειρότερα, να αναγκάστηκαν οι άνθρωποι αυτοί να φύγουν και τώρα που είναι καλύτερα απλώς θα επιστρέψουν.
Μόνο που παραβλέπουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί έφυγαν και συνεχίζουν να φεύγουν από τη χώρα επειδή υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν πολύ συγκεκριμένες συνθήκες.
Η ανεργία όντως έχει υποχωρήσει σημαντικά. Όμως, η πλειοψηφία των νέων θέσεων απασχόλησης δεν αφορούν πλήρη απασχόληση.
Τον Οκτώβριο του 2019, με βάση τα στοιχεία του συστήματος Εργάνη το 49,26% των νέων προσλήψεων αφορούσαν μερική απασχόληση και το 13,52% αφορούσε θέσεις εκ περιτροπής απασχόλησης. Μόνο το 37,22% αφορούσε θέσεις πλήρους απασχόλησης.
Όμως, οι θέσεις μερικής απασχόληση, με βάση τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ έχουν μέσο μισθό 404.50 ευρώ και αυτό γιατί υπήρξε η αύξηση του κατώτατου μισθού και κυρίως η κατάργηση του υποκατώτατου. Για πόσο μπορεί όμως ένας νέος να μείνει σε αυτή τη χώρα όταν η προοπτική είναι εισόδημα 400 ευρώ το χρόνο;
Την ίδια στιγμή ακόμη και στις θέσεις πλήρους απασχόλησης σε κανένα βαθμό δεν λέμε για καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας.
Πριν το ξέσπασμα της κρίσης, μιλούσαμε για τη γενιά των 700 ευρώ, θεωρώντας ότι αυτό ήταν ένα πολύ χαμηλό σημείο αφετηρίας για την εκκίνηση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Σήμερα, το θεωρούμε φυσιολογικό και μάλιστα έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε τα 800 ευρώ το μήνα το κατώφλι για την είσοδο στη μεσαία τάξη!
Την ίδια στιγμή χώροι που μπορούσαν να απορροφήσουν ειδικευμένο προσωπικό και να προσφέρουν εργασιακή ασφάλεια, όπως ήταν το Δημόσιο, πρακτικά κάνουν πολύ λίγους διορισμούς και πρακτικά ανακυκλώνουν ένα προσωπικό με επισφαλείς θέσεις εργασίας, από τους ΟΤΑ μέχρι και την εκπαίδευση.
Τα μαζικά προγράμματα διδακτορικών και μεταδιδακτορικών υποτροφιών στην Ανώτατη Εκπαίδευση, μαζί με τα προγράμματα για απόκτηση ακαδημαϊκή εμπειρίας και άλλα ερευνητικά προγράμματα, έδωσαν μια μικρή ανάσα σε ένα μέρος του νέου ερευνητικού δυναμικού, όμως προοπτική για μόνιμη εργασία δεν υπάρχει.
Υπερπολλαπλάσιος προηγούμενων ετών ο αριθμός αιτήσεων σε κάθε θέση ΔΕΠ που προκηρύσσεται. Η έλλειψη προοπτικής οδηγεί ορισμένες κατηγορίες πτυχιούχων να κάνουν εξαρχής άλλες επιλογές. Χιλιάδες γιατροί προτιμούν να κάνουν ειδικότητα στο εξωτερικό, όπου και καλύτερες μετά προοπτικές, με αποτέλεσμα αντί για το παραδοσιακό πρόβλημα με τις αναμονές για ειδικότητα, πλέον να έχουμε ελλείψεις ειδικευόμενων γιατρών, γεγονός που έχει επιπτώσεις και στη λειτουργία των νοσοκομείων.
Η ανάγκη συνολικού σχεδίου
Η επιλογή κάποιου να μεταναστεύσει δεν έχει να κάνει με το ότι στο εξωτερικό θα βρει καλύτερο μισθό. Η ξενιτειά είναι πάντα οδυνηρή, το περιβάλλον διαφορετικό και η απόσταση από την πατρίδα και τους ανθρώπους της μεγάλη.
Οι άνθρωποι φεύγουν στο εξωτερικό γιατί εδώ δεν έχουν προοπτική. Εάν υπήρχε προοπτική, δηλαδή δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης, καλών συνθηκών εργασίας, εργασιακής ασφάλειας και προοπτικής, έστω και με χαμηλότερους μισθούς από ό,τι στο εξωτερικό, δεν θα έφευγαν.
Για αυτό το λόγο ούτε αποσπασματικά μέτρα μπορούν να απαντήσουν, ούτε η επιδότηση θέσεων χωρίς προοπτική. Στην καλύτερη των περιπτώσεων μπορούν συγκρατήσουν ένα μέρος της φυγής (π.χ. υποψηφίων διδακτόρων).
Στην πραγματικότητα το πρόβλημα του brain drain σχετίζεται με τα ίδια τα ανοιχτά ερωτήματα για το αναπτυξιακό μοντέλο και την μεσοπρόθεσμη προοπτική της χώρας.
Χωρίς δημιουργία, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, θέσεων εργασίας, πλήρους απασχόλησης, με αξιοπρεπή αμοιβή, θέσεων που να ανταποκρίνονται στα υψηλά προσόντα και τον υψηλό βαθμό ειδίκευσης αυτών των ανθρώπων, απλώς δεν έχουν λόγο να επιστρέψουν.
Αυτό σημαίνει επενδύσεις σε τομείς και κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, σημαίνει κάλυψη των μεγάλων κενών στο δημόσιο, σημαίνει έξοδο από το φαύλο κύκλο της επιδίωξης ανταγωνιστικότητας με βάση το χαμηλό κόστος εργασίας.
Τα προσωρινά μέτρα και οι αποσπασματικές επιδοτήσεις μόνο ως τμήμα ενός τέτοιου σχεδίου έχουν νόημα.
Δείτε επίσης: «Ελλάδα ξανά»; Αμοιβή 3.000 € για τον επαναπατρισμό Ελλήνων